Το ευαγγέλιο της Κυριακής συμβάλλει να αντιληφθούμε με ποιον Θεό έχουμε να κάνουμε. ‘’Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό του τον μονογενή, για να μην χαθεί όποιος πιστεύει σε αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνιο. Διότι δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο, για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι’ αυτού’’ (Ιω. 16-17).
Ξεκάθαρα φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με έναν Θεό της αγάπης, του ελέους, της φιλανθρωπίας. Αν εξωθήσουμε όλα αυτά στην άκρη, τότε συναντούμε τον Θεό του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και του οσίου Μαξίμου Ομολογητού και μέσα από την πιο αισιόδοξη σκέψη, αυτός ο Θεός είναι ο Θεός που θα αποκαταστήσει τα πάντα, χωρίς να επιτρέψει την κυριαρχία της κόλασης, καθότι κατά τον Νύσσης δεν συμβιβάζεται η ύπαρξη της κόλασης με την απέραντη αγάπη του Θεού.
Συναντάται όμως μία έντονη προβληματική που πρέπει να βρει το αδιέξοδό της. Κι έχω βεβαιωμένη την σκέψη, δυστυχώς, πως ορισμένοι άνθρωποι και όσοι θέλουν να πιστεύουν ότι πιστεύουν πραγματικά και θεωρούν πως είναι καλοί άνθρωποι, εξακολουθούν να διαστρεβλώνουν την εικόνα περί του Θεού. Δεν έχουμε ανάγκη από καλούς ανθρώπους. Καλός άνθρωπος είναι κι ένας άθεος. Καλοί είναι και οι θιασώτες του Διαφωτισμού. Αλλά χωρίς Θεό! Έχουμε ανάγκη από τον Θεό. Όχι τον Θεό, όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας. Δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος ο Υιός του Θεού. Δεν είναι μία Εκκλησία, όπως εμείς την θέλουμε, η Εκκλησία του Χριστού. Και δεν πιστεύουμε όπως θέλουμε. Ακούτε να λένε πολλοί πως πιστεύουν με τον τρόπο τους. Μα αν πιστέψεις με τον τρόπο σου, δεν πιστεύεις σε έναν Θεό όπως εσύ Τον πλάθεις; Είναι συγκεκριμένος ο Θεός του Ευαγγελίου. Δεν είναι αφηρημένος. Κι ευτυχώς δεν παρέμεινε άσαρκος. Εδώ σαρκώθηκε και ακόμη παρεξηγείται!
Είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσουμε τον Θεό των Πατέρων. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αντιληφθεί με τον τρόπο του τον Θεό. Ο τρόπος του Θεού είναι ο τρόπος της αποκάλυψης και η αλήθεια που προκύπτει από αυτή την αποκάλυψη, ο τρόπος που βιώνεται, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφισβήτηση της αυθεντικότητάς του προσώπου του Θεανθρώπου. Ο Θεός στέλνει τον Υιό του για να σώσει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος πώς αντιλαμβάνεται το πρόσωπο αυτό; Δεν είναι ένας Θεός – κατοικίδιο, όπως θα πει ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, τον οποίο τον φέρνουμε εδώ, τον πάμε εκεί, του λέμε τώρα κάτσε, σήκω κ.ο.κ.. Και φυσικά η Εκκλησία του Θεού δεν άγεται από κανέναν. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει στην Εκκλησία τι θα κάνει, πως θα κινηθεί, πως θα ενεργήσει. Αυτά είναι κατάλοιπα ενός εγωπαθούς εαυτού που θεωρεί τον Θεό ακόμη ως ιδέα, ως ένα φιλοσοφικό απωθημένο, ως άκαρπη ψυχολογική ενατένιση.
Όταν ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε κήρυττε τον θάνατο του Θεού, γινόταν πιο ορθόδοξος και από τους ορθοδόξους. Αυτό και σήμερα ελάχιστοι το αντιλαμβάνονται. Απλά δεν είχε γνωρίσει τον Νύσσης, τον Μάξιμο Ομολογητή, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη για να στήσει κουβέντα μαζί τους και να συμφωνήσουν! Την ίδια στιγμή όλοι οι παραπάνω διαφυλάσσουν την αλήθεια περί του προσώπου του Υιού του Θεού. Όταν ο Νίτσε στην ‘’Χαρούμενη Γνώση’’ με τραγικό τρόπο ομολογούσε πως όλοι είμαστε φονιάδες του Θεού, καθώς τον αληθινό Θεό, τον Θεό της αποκάλυψης, της εμπειρίας τον θάψαμε, οι άλλοι γελούσαν με τον τρελό της σχετικής διήγησης στην πλατεία.
Ποια είναι η διαφορά με την σημερινή κατάσταση; Άνθρωποι που πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν πως πιστεύουν, έχουν σχηματίσει μέσα τους μία εικόνα ανάξια του Θεού. Όχι μόνο όσοι εκκλησιάζονται συχνά, αλλά και οι απέξω, οι εξυπνάκηδες του κόσμου τούτου που στήνουν τον Θεό και την Εκκλησία στον τοίχο με άναρχες κραυγές, αθεϊστικές, φεμινιστικές, πατριαρχικές κορώνες, που ακροβατώντας μεταξύ της αλήθειας και των ανερμήνευτων μεταφυσικών τους πόθων, κραυγάζουν πως οι ίδιοι θα σώσουν τον κόσμο και όχι το κάλλος το άγιο. Τους ξεβολεύει η αλήθεια Του. Με τον τρόπο αυτό καθιστούν τον Θεό είδωλο, μία ειδωλοποιημένη εικόνα. Αυτός ο Θεός τους βολεύει. Και γνωρίζετε ποιο είναι το μεγαλύτερο τους αμάρτημα; Η δημιουργία του Θεού κατ’ εικόνα δική τους.
Ο Θεός δεν είναι αφηρημένος, ούτε η ύπαρξη του δημιουργεί συναισθηματικές εκφάνσεις μιας άδηλης ψυχολογίας. Δεν πηγαίνει ο πιστός στην εκκλησία για να φτιάξει η ψυχολογία του, για να αισθανθεί ανακούφιση πως έπραξε ένα καθήκον, ούτε για να αυτο-βεβαιωθεί πως πιστεύει. Αυτά είναι ξεπερασμένα. Τύφλα να ‘χει το καθήκον μπροστά στην αποκάλυψη. Η αποκάλυψη σημαίνει την πιο αυθεντική εκδήλωση του θεϊκού ανοίγματος στα πέρατα της ανθρώπινης αυταρέσκειας, που επιμένει να αρνείται και να ιδεολογικοποιεί το μυστήριο. Αυτή η αυταρέσκεια πλήττεται από τον ευαγγελικό και πατερικό λόγο.
Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ, τι πιστεύεις εσύ, πως πιστεύουμε. Σημασία έχει πως η ζωή του ευαγγελίου δεν έχει μισόλογα και δεν αναπαύεται σε προσωπικές πεποιθήσεις και απωθημένα. Είναι συγκεκριμένος ο Θεός. Συγκεκριμένη η πίστη. Συγκεκριμένη η αλήθεια. Δεν αμφιταλαντεύεται. Τίποτε δεν ακροβατεί. Αν ήταν δυνατόν να αλλάξουμε την αυθεντικότητα του ευαγγελίου για να αρέσουμε στον κόσμο. ‘’Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τό ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν (Ιω. 15, 18-20). Όλα τ’ άλλα καπνός και σκόνη.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας