Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λουκ. 5, 1-11) ο Πέτρος λέει στον Χριστό: “Φύγε απ’ εδώ, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός” (Λουκ. 5, 8). Η κατάσταση της αμαρτωλότητας απορρέει από το γεγονός της σχέσης. Ο Πέτρος υπαρξιακά γνωρίζει που πάσχει, όμως δεν αρκεί αυτό. Είναι γεγονός σχέσης και συνεργίας καθότι απέναντι του έχει τον Χριστό. Επομένως, η αμαρτία δείχνει να προσδιορίζεται μέσα από μία σχέση, τη σχέση του Πέτρου με τον Κύριο, από την οποία ο Πέτρος νιώθει πνευματικά ανεπαρκής.
Είναι αλήθεια πως στον ορθόδοξο χώρο, ο οποίος απέχει κατά πολύ και πολλές φορές από την εμπειρία της νήψης και της άσκησης, των σπουδαίων αγίων φωνών που τυγχάνουν και σύγχρονοι ψυχαναλυτές, ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, του οσίου Ισαάκ του Σύρου, οσίου Εφραίμ Σύρου και των Πατέρων, όπως του οσίου Μαξίμου Ομολογητού και αγίου Γρηγορίου Νύσσης, η αμαρτία δημιουργεί στους ανθρώπους ψυχοπαθολογικές και νευρωτικές τάσεις. Αυτό προέρχεται από την αρνητικότητα που διαπνέει την φύση της αμαρτίας, αλλά και από το γεγονός πως στον ορθόδοξο χώρο περισσότερο αναφερόμαστε στην αμαρτία, ως γεγονός καταδίκης και ενοχής, παρά στο έλεος του άπειρου Θεού, στην ακατανόητη φιλανθρωπία Του και στη σωτηρία ως γεγονός πραγμάτωσης και μετοχής στη θεία δόξα. Ακούμε συχνά πως μετά την αμαρτία έρχεται η τιμωρία από τον Θεό.
Φυσικά και είναι ένοχη η εμμονή στην αμαρτία, όμως αυτό που συμβαίνει είναι η ενοχοποίηση του ανθρώπου. Ενοχοποιείται η αμαρτία; Ενοχοποιείται, δυστυχώς, ο άνθρωπος και αλήθεια, σε ποια δωρεά μπορεί να ελπίζει ο άνθρωπος; Οι προτεσταντικές καταβολές της διδασκαλίας περί αμαρτίας που έχουν κυριαρχήσει και στον ορθόδοξο χώρο, τόσο στις χριστιανικές οργανώσεις, όσο και σε όσους έχουν ανατραφεί με το πνεύμα ενός άτεγκτου και ηθικισμού της Δύσης, απειλούν επικίνδυνα τη χριστιανική ορθόδοξη ανθρωπολογία. Στέκονται απέναντι στο γεγονός της θείας ενανθρώπισης, στην ανθρωπολογία της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451), στην ανθρωπολογία του Μαξίμου Ομολογητού, Γρηγορίου Νύσσης, οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού και άλλων Πατέρων. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή πάσχει η ορθόδοξη ανθρωπολογία, αλλά επειδή το πνεύμα της αυστηρής καθεστηκυίας δυτικής αντίληψης είχε εισχωρήσει από νωρίς στον ελλαδικό χώρο.
Η αμαρτία για την Δύση είναι πολλά παραπάνω από μία απλή ενοχή. Σημαίνει την καταδίκη και συνδέεται με τον τιμωρό Θεό. Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στη θεολογία του Λούθηρου, αφού για τον προτεστάντη θεολόγο “αμαρτία είναι αυτή η ολότητα, η οποία γεννιέται από τους γονείς και μάλιστα πριν ακόμη μπορέσει ο άνθρωπος εξαιτίας της ηλικίας του να κάνει, να πει ή να σκεφθεί κάτι”. Στους Έλληνες Πατέρες η αμαρτία αποκτά άλλο περιεχόμενο και σημαίνει την αστοχία. Για τον Μάξιμο Ομολογητή διαβάζουμε τα εξής: “…Αποτυγχάνοντας από το αγαθό και από την φυσική κίνηση, δηλαδή, την τάξη, οδηγούμαστε στην παρά φύση άλογη και πλήρη και ανούσια ανυπαρξία…”.
Πράγματι, το προπατορικό αμάρτημα υφίσταται• όχι όμως με τη λογική του Λούθηρου, η οποία χαρακτηρίζει το πρόσωπο, τη φύση και όλη την ουσία μας ως διεφθαρμένα και το κατ’ εικόνα κατεστραμμένο. Στον αντίποδα, ο λόγος του Μαξίμου Ομολογητού, ότι δηλαδή “με την παράβαση δεν έχει καταστραφεί εντελώς το σπέρμα της φύσεως και οι δυνάμεις της αγαθότητας, σύμφωνα με τις οποίες ξαναπαίρνοντας αύξηση, επαναφέρεται με την ανάσταση στο προηγούμενο φυσικό μέγεθος και κάλλος”.
Ανάλογη και η σκέψη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά που θα μιλήσει για απώλεια του καθ’ ομοίωση με την πτώση. Για τους Πατέρες δεν οδηγείται στην εξαθλίωση και καταδίκη ο άνθρωπος μετά την πτώση, απλά το κατ’ εικόνα αμαυρώνεται, δηλαδή έχουμε φθορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου, έχει πλέον δυνατή την επιρροή από τον πονηρό. Νοσεί η ελευθερία του ανθρώπου. Όμως δεν σταματά εκεί η ιστορία αγάπης του Θεού και το βλέπουμε αυτό με την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού.
Εφόσον αμαρτία είναι η αστοχία, δεν μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει τον στόχο του, δηλαδή, την κοινωνία με τον Θεό. Αυτό που επανορθώνει είναι η μετάνοια, η οποία δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αγωνιστεί για την κοινωνία με τον Θεό, τη σχέση μαζί Του, τη σωτηρία του. Δεν υπάρχει αναμάρτητος άνθρωπος. Και δεν χρειάζεται να συσσωρεύει τύψεις και ενοχές μέσα του ο άνθρωπος όταν αμαρτάνει. Είναι φυσικό να αμαρτάνει κάποιος, δεν είναι φυσικό να εμμένει και να μην αγωνίζεται. Ο Θεός δίνει στον καθένα τους τρόπους και τους δρόμους. Τις δυνάμεις και τις αντοχές. Ίσως, εδώ, χρειάζεται ειλικρίνεια στη σχέση με τον Θεό. Να του πούμε πως πάσχουμε και παρότι η αμαρτία γεννά την ηδονή, θέλουμε να ξεφύγουμε από την οδύνη του αποχωρισμού από τον Θεό. Αυτό, αν δούμε καθαρά πως ο χωρισμός αυτός είναι ένα οντολογικό χάσμα που αν δεν γεφυρωθεί μας κάνει δούλους της αμαρτίας. Η απογοήτευση είναι του διαβόλου έργο. Δεν χρειάζεται απογοήτευση. Κάποιος Επίσκοπος είχε πει πως ο Θεός κοιτάζει την προσπάθεια…
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας