Οι Γερμανοί εισβάλλουν και πυρπολούν την Πίνδο (Οκτώβριος του 43)
Βιβλιοκριτική παρουσίαση του πάντα επίκαιρου βιβλίου του Δημήτρη Ι. Κωνσταντινίδη
Ως Δημόσια Ιστορία είναι οτιδήποτε δεν είναι ακαδημαϊκή Ιστορία αν και συχνά αντλεί από τη συζήτηση γύρω απ ́ αυτήν, κυρίως στο δημόσιο χώρο. Είναι αυτό που «γύρω μας ερευνά, αφηγείται, υπενθυμίζει, ερμηνεύει γεγονότα από το παρελθόν, που διακυβεύεται σε επίπεδο κοινής γνώμης σχετικά με κρίσιμα εθνικά, ιστορικά και πολιτικά ζητήματα», όπως αναφέρει ο ιστορικός Φλάισερ.
Η δημόσια ιστορία συνδέεται άμεσα με την έκρηξη του ενδιαφέροντος για το παρελθόν σε σχέση με τις πολιτικές της μνήμης και της ταυτότητας. Ο πόλεμος του 40, οι νικηφόρες μάχες στα ηπειρωτικά, βορειοηπειρωτικά και αλβανικά βουνά, η ήττα και η οπισθοχώρηση, η κατοχή, η αντίσταση και τέλος ο εμφύλιος είναι πληγές «χάσκουσες» στο σώμα της Ελλάδας. Πέραν της ακαδημαϊκής προσέγγισης, υπάρχει, σήμερα, έντονο δημόσιο ενδιαφέρον για την Ιστορία τις ιστορικές και συλλογικές μνήμες και τη γενικότερη τάση αναψηλάφησης του επίμαχου και τραυματικού ιστορικού παρελθόντος, ειδικά της κατοχής και του εμφυλίου.
Σε αυτή την κατεύθυνση συνεισφέρει το βιβλίο του εκπαιδευτικού Δ. Κωνσταντινίδη «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΝΘΗΡΑΣ». Προσεγγίζει το παρελθόν με επιμονή και υπομονή, εξορύσσει πηγές, αποκαλύπτει ντοκουμέντα, περιγράφει τη φρίκη και την καταστροφή των χωριών του ορεινού όγκου της επαρχίας Καλαμπάκας με την επιχείρηση «Πάνθηρας» το φθινόπωρο του 43.
Δίνει έμφαση στις πρωτογενείς πηγές, ειδικά σε γερμανικά αρχεία που έχουν περιέλθει στην κυριότητα του ελληνικού στρατού, όπως επίσης και σε προσωπικές μαρτυρίες, τις οποίες όμως πέρασε από την βάσανο της εγκυρότητας. Αναφέρει στον πρόλογο: «Οι προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν με επώδυνο τρόπο την περίοδο της γερμανικής κατοχής μου δημιούργησαν την αίσθηση και σε κάποιες περιπτώσεις τη βεβαιότητα ότι, αν και έχουν περάσει περισσότερα από 60 χρόνια από τα δραματικά γεγονότα, οι μνήμες των κατοίκων της Πίνδου ήταν επιλεκτικές επηρεάζοντας γνώμες και αντιλήψεις. Προσπάθησα να ξεχωρίσω τα στοιχεία της υπερβολής κρατώντας μόνο όσα είχαν ιστορική βάση …».
Η ιστορία δεν είναι μόνο η γραφή της ιστορίας, αλλά ένα σύνολο πρακτικών που καθορίζει τη σχέση των ανθρώπων με το παρελθόν τους. Αυτό το παρελθόν ξεδιπλώνεται με την παράθεση γραπτών πολιτικών αποφάσεων, στρατιωτικών διαταγών και δημοσιευμένων διακηρύξεων στην επιχείρηση «Πάνθηρας», όπως τα αντιλαμβάνονται οι πρωταγωνιστές τη στιγμή που διαδραματίζονταν, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τα συναισθήματα αλλά και τις προδιαθέσεις τους.
Ο μελετητής – αναγνώστης γυρνά πίσω στο χρόνο και γίνεται ένας αόρατος παρατηρητής τη στιγμή των τραγικών γεγονότων. Τοποθετείται στο χώρο των βλάχικων χωριών της Πίνδου, βιώνοντας τη ζωή και τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων. «Συμμετέχει» στη δημιουργία των αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ και των πρώιμων διενέξεών τους. «Ζει» την ιταλική κατοχή και την παράδοση της ιταλικής μεραρχίας Pinerolo στον ΕΛΑΣ. Ο πυρήνας όμως του βιβλίου είναι «οι ημέρες και τα έργα» της μεραρχίας Εντελβάϊς, οι μονάδες και οι αξιωματικοί της οποίας πρωταγωνίστησαν στην καταστροφή των χωριών της Πίνδου, αφού πρώτα κατέσφαξαν 4750 Ιταλούς στην Κεφαλονιά (μεραρχία Aqui) και έσβησαν από τον χάρτη το Κομμένο στην Άρτα, τη Μουσιοτίτσα και τους Λιγγιάδες στα Ιωάννινα. Και όλα αυτά συνοδεύονται με την παράθεση πλήθους γερμανικών στρατιωτικών εγγράφων και φωτογραφιών των επιχειρήσεων της επίλεκτης αυτής γερμανικής μεραρχίας η οποία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα και υφίσταται και είναι ένας από τους βραχίονες της εξωτερικής πολιτικής της σύγχρονης Γερμανίας. Ενισχύει δε τη θέση του γερμανού ιστορικού Χέρμαν Φρανκ Μάγερ «Η φρίκη του Κομμένου – Αιματοβαμμένο Εντελβάις, 1998», ότι και η Βέρμαχτ συμμετείχε συστηματικά στις θηριωδίες και ολοκαυτώματα σε βάρος του ελληνικού λαού και όχι μόνον τα Ες-Ες, όπως πολλές φορές διαφαίνεται τουλάχιστον σε ελληνικές ταινίες εποχής!
Αυτό που δεν κάνει η επίσημη πολιτεία (τα μνημόσυνα δεν είναι ιστορία) το επιτελεί το βιβλίο του κου Κωνσταντινίδη. Δυστυχώς δεν υπάρχει στις βιβλιοθήκες των σχολείων μας. Δεν υπάρχει στα κοινοτικά καταστήματα των χωριών που κάηκαν. Καταργήθηκε από το Υπ. Παιδείας η μία ώρα σου Ωρ. Προγράμματος που διδασκόταν η τοπική ιστορία. Το παρελθόν ως ιστορία αποκρύπτεται μέσα από γενικόλογα σχήματα «οι αντάρτες – αλήθεια ποιοι ήταν αυτοί?», οι «άφρονες, αιμοδιψείς των ες-ες – και όμως ήταν ο κανονικός γερμανικός στρατός», οι «γενναίοι έλληνες – και όμως ήταν αυτοί που τους έλεγαν αλήτες κατά τον ποιητή», «οι εχθροί του έθνους – ποιος ο Ταγματάρχης Κασλάς ή οι ταγματασφαλήτες»?
Το βιβλίο διεισδύει στο παρελθόν με κριτική ματιά, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να κάνει πιο σωστά βήματα στο μέλλον απαλλαγμένος από συναισθηματικές φορτίσεις και από «αναζήτηση υπευθύνων στην απέναντι πλευρά»!
Ας κρατήσουμε από τον Αποχαιρετιστήριο λόγο της Πασιονάρια προς τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, Βαρκελώνη 1/11/1938 το:
«Mητέρες! Γυναίκες! Οταν τα χρόνια περάσουν και οι πληγές του πολέμου κλείσουν. ΄Οταν η μνήμη των δύσκολων και αιματηρών ημερών διαλυθεί μέσα σε ένα παρόν ελευθερίας, ειρήνης και ευημερίας. ΄Οταν οι μνησικακίες θα έχουν εξαλειφθεί σε μια ελεύθερη χώρα για όλους τους Ισπανούς, μιλήστε στα παιδιά σας. Μιλήστε τους γι’ αυτούς τους άνδρες των Διεθνών Ταξιαρχιών».
Αν αντί των Ισπανών, βάλετε Ελλήνων, αντί των ανδρών των Διεθνών Ταξιαρχιών βάλετε Έλληνες Αντάρτες, τότε η μνήμη θα παραμένει ζωντανή όχι για να διαιρεί, αλλά κριτικά να ανοίγει νέους δρόμους που τόσο έχουμε ανάγκη. Η Δημόσια Ιστορία επουλώνει τραύματα και θρυμματισμένες μνήμες, απενοχοποιεί τη στάση των θυμάτων του παρελθόντος, αποφεύγει την παραμυθία, δίνει ελπίδα στο παρόν και το μέλλον.
Εν κατακλείδι η τοπική μας ιστορία είναι μέρος από τα σπαράγματα των ψηφίδων που συνθέτουν την ιστορία της Ελλάδας.
Βασίλειος Παππάς
εκπαιδευτικός