Του ΣΑΜΙ-ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΙΜΑΟΥΪ
– Ποιος είναι αυτός ο πιτσιρικάς, Γιάννη; Γιατί είναι ντυμένος παππάς;!
– Δεν είναι ντυμένος παππάς. Είναι καλόγερος, παππού.
– Και γιατί, παιδί μου, είναι ντυμένος καλόγερος;!
– Μα δεν είναι ντυμένος καλόγερος, καλέ μου παππού. Είναι καλόγερος κανονικός.
– Τόσο μικρός και είναι καλόγερος;!
– Ε, μα δεν είναι και πολύ μικρός! Ο σύγχρονος Άγιος μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης, όπως ξέρεις, ξεκίνησε την καλογερική στο Άγιο Όρος στα δώδεκα χρόνια του και έγινε μοναχός στα δεκατέσσερα, πολύ μικρότερος από αυτόν τον καλόγερο. Και ήταν και μικρότερος από αυτόν ακόμα και όταν απέκτησε το διορατικό χάρισμα σε ηλικία 16 ετών, χάρισμα που μόνο λίγοι εκλεκτοί καλόγεροι και άγιοι αποκτάνε στη ζωή τους.
– Και είναι καλός τούτος εδώ, παιδί μου;
– Μια χαρά καλόγερος είναι παππού, και μια χαρά παιδί. Και μάλιστα από μία εξαιρετική χριστιανική οικογένεια. Όλη η οικογένεια του είναι άνθρωποι του Θεού, θεοσεβούμενοι και αξιαγάπητοι.
– Και τότε γιατί εμένα μου φαίνεται ότι αυτό το άγριο βλέμμα στα μάτια του δεν είναι βλέμμα καλόγερου;
– Τι έχει το βλέμμα του παιδιού, παππού; Μια χαρά βλέμμα είναι.
– Τι να σου πω, παιδάκι μου; Δεν λέω τίποτα. Το ξέρεις ότι δεν είμαι και τόσο καλά από τότε που με χτύπησε αυτό το «Βάλς-Χάιμπερ».
– Αλτσχάιμερ, το λένε παππού, Αλτσχάιμερ.
– Δεν έχει σημασία πώς το λένε, παιδί μου. Σημασία έχει ότι μ’ αυτή την καταραμένη αρρώστια τα χάνω πού και πού.
– Μια χαρά είσαι παππού. Λίγη ηρεμία σου χρειάζεται και τίποτε άλλο. Και νά, κοίταξέ το… Το παιδί, όπως βλέπεις, σ’ αγαπάει και σε κοιτάει με το καλύτερο βλέμμα.
– Εμένα μου λες;! Τώρα θα μου πεις εσύ ότι αυτός ο καλόγερος με κοιτάει φυσιολογικά;!
– Και πώς τον βλέπεις να σε κοιτάει, βρε παππού;!
– Με κοιτάει με ένα βλέμμα εχθρικό και απειλητικό, παιδί μου! Ένα βλέμμα πυγμάχου, ή δεν ξέρω τι. Πάντως αυτό το βλέμμα δεν είναι εκείνο το γαλήνιο βλέμμα ενός καλόγερου.
– Άντε πάλι τα ίδια! Μα τι κόλλημα σ’ έχει πιάσει με το βλέμμα του παιδιού, παππού;!
– Έι-έι! Σταμάτησέ τον! Γιατί τώρα αγρίεψε και αρχίζει και με σπρώχνει ο πιτσιρικάς;!!!
– Μα δεν σε σπρώχνει, καλέ μου παππού. Σε πιάνει απ’ το χέρι για να σε πάει απέναντι.
– Και ποιος είπε ότι θέλω να πάω απέναντι, παιδάκι μου; Μια χαρά είμαι εδώ στην ευλογία του Θεού, και εδώ θέλω να μείνω, όπως και τα τελευταία 20 χρόνια!
– Ναι, αλλά το παιδί θέλει να κάνει μία καλή πράξη, όπως κάνουν οι πρόσκοποι ας πούμε.
– Α, δεν είμαστε καλά! Δηλαδή για να κάνει μία καλή πράξη ο πιτσιρικάς, πρέπει να με περάσει απέναντι με το ζόρι:!!! Μου φαίνεται, Γιαννάκη μου, ότι εγώ έχω το «Βάλς-Χάιμπερ», και συ τά ‘χεις χαμένα! Εγώ ξέρω ότι οι πραγματικοί καλόγεροι κάνουν καλές πράξεις συνέχεια, αλλά τις κάνουν με άλλον τρόπο, όχι να σε σπρώχνουν και να σε τραβάνε με το ζόρι από ‘κει που στέκεσαι για να σε πάνε εκεί που θέλουν εκείνοι. Αυτό που γίνεται εδώ με τον πιτσιρίκο είναι πρωτάκουστο, είναι πρωτοφανές!!!
– Βρε, καλέ μου παππού, άφησε τον καλόγερο να σε περάσει απέναντι. Τι σε πειράζει εσένα; Αυτός για να θέλει να το κάνει κάτι ξέρει.
– Άντε και πες ότι τον άφησα να με πάει απέναντι, τι θα κάνω μετά;!
– Τίποτα. Θα σε φέρω εγώ πάλι πίσω εδώ.
– Αμ, δεν κατάλαβες, Γιάννη μου! Αν τον αφήσεις να με πάει απέναντι, εγώ εδώ σ’ αυτό το μέρος δεν ξανάρχομαι, δεν ξαναπατάω, και με τόσες σκάλες κιόλας!
– Και πού θα πας, δηλαδή;
– Γιατί βρε παιδάκι μου; Χάθηκαν δηλαδή οι οίκοι του Θεού; Δόξα τω Θεώ, είναι τόσοι που κάθε Κυριακή δεν ξέρεις πού να πρωτοπάς. Και συνήθως είναι και τόσο φιλικοί, ευγενικοί και καλόκαρδοι οι κληρικοί, οι μοναχοί και οι μοναχές που σε δέχονται κάθε φορά με ανοιχτές αγκαλιές. Δόξα τω Θεώ, και νά ‘ναι καλά οι άνθρωποι.
– Και τι σχέση έχουν, βρε άνθρωπέ μου, οι οίκοι του Θεού και οι κληρικοί μ’ αυτά που συζητάμε τώρα; Μου φαίνεται ότι σε βάρεσε πάλι το Αλτσχάιμερ, παππού!
– Όχι, παιδί μου, όχι. Το μυαλό μου ποτέ δεν ήταν καλύτερα. Τους πραγματικούς καλόγερους εγώ τους αναγνωρίζω από μακριά. Τους αγαπώ και μ’ αγαπάνε κι εκείνοι. Δεν κάνω λάθος τόσο εύκολα, πίστεψέ με. Έχω μάθει να αναγνωρίζω τους πραγματικούς καλόγερους ακόμα και μόνο από τα φωτεινά τους πρόσωπα, ακόμα-ακόμα και από την αόρατη θεία χάρη που τους τυλίγει, πόσο μάλλον από το βλέμμα τους. Όχι, δεν μπορεί να κάνω λάθος, παιδί μου. Νά ‘σαι σίγουρος γι’ αυτό.
-Έλα, βρε παππού, τί θες να κάνουμε τώρα δηλαδή; Μικρός και άπειρος είναι ο καλόγερος και θέλει να κάνει μία καλή πράξη, όπως την καταλαβαίνει εκείνος. Τι πρέπει να γίνει δηλαδή; Να του πάρουμε το κεφάλι;!
– Όχι παιδί μου. Το μόνο που χρειάζεται το παιδί είναι να μάθει αυτό που πρέπει να μάθει. Να του πούμε, δηλαδή, ότι αυτό που κάνει τώρα είναι λάθος και δεν ταιριάζει με έναν καλόγερο. Πρέπει να μάθει να γίνει πραγματικός καλόγερος, και μάλιστα να το μάθει από τώρα που είναι μικρός, γιατί αλλιώς θα μεγαλώσει έτσι όπως είναι. Και τότε θα μείνει μια ζωή απλά… ντυμένος καλόγερος! Κι αν μείνει κιόλας!
– Αχ, καλέ μου άνθρωπε, μου φαίνεται ότι τά ‘χεις χαμένα τελείως. Πώς θες να σ’ το πω, άνθρωπέ μου;! Ο πιτσιρικάς αυτός είναι όντως πραγματικός καλόγερος, παππού, και μάλιστα καλός. Και είναι και καλό παιδί, και από άριστη οικογένεια, την οποία αγαπάμε. Ο Θεός να τον φωτίσει και να τον ευλογήσει. Άντε, πες Αμήν, βρε παππού, να χαρείς.
– Αμήν, παιδί μου. Αμήν.
Υ.Γ. Η ιστορία είναι καθαρά συμβολική, και δεν θέλει φυσικά να θίξει κανέναν. Το αντίθετο μάλιστα, την έγραψα για το καλό του νεαρού ανθρώπου που συμπαθώ ιδιαίτερα και που εύχομαι ο Θεός να τον φωτίσει, για να βρει το σωστό δρόμο του.
(ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!