Το ευαγγέλιο της Κυριακής (Λουκ. 12, 16-21) έχει κοινωνική αναφορά. Αναφέρεται στο ζήτημα του πλούτου και στη θέση του στην κοινωνία και στις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Χριστός δεν καταδικάζει τον πλούτο, αλλά τον πλεονέκτη. Σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή, ο Χριστός προτρέπει τους ακροατές του να προσέχουν και να φυλαχθούν από κάθε είδους πλεονεξία, διότι και να έχει κανείς αφθονία, τα πλούτη του δεν του δίνουν ζωή’’ (Λουκ. 12,15). Επίσης, αναφέρεται στη συνέχεια της περικοπής πως ένας πλούσιος είχε αποκτήσει τόσους καρπούς που θέλησε να γκρεμίσει τις αποθήκες του και αν χρίσει μεγαλύτερες. Και η φιλοσοφία του; ‘’Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, για πολλά χρόνια• αναπαύσου, φάε, πιες, ευφραίνου’’ (Λουκ. 12, 19).
Αυτά έλεγε ο Χριστός και τον χαρακτηρίζουν ως τον πρώτο κομμουνιστή. Αυτά είναι ανιστόρητα, δεν ευσταθούν και φυσικά αποτελούν ανοησίες, όσων θέλουν να μπλέξουν το πρόσωπο του Χριστού σε αντι-καπιταλιστικές τακτικές. Ο Χριστός δεν ήρθε να εγκαθιδρύσει μία νέα κοινωνία στα πλαίσια της ισονομίας, ισοπολιτείας και δικαιοσύνης. Ο αγώνας του Χριστού δεν ήταν ταξικός και δεν ενεργούσε με κριτήρια κοσμικά. Η ταξική πάλη, η πτώση των δομών της εξουσίας και η ‘’δικαίωση του ανθρώπου’’ μέσα από την εγκαθίδρυση μιας μη αλλοτριωμένης κοινωνίας υπήρξαν θέσεις του Μαρξ. Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και κάθε σύγχυση που προκαλείται μέσα από την εμπλοκή του σε κοσμικές επιδιώξεις, αδικεί την αντίληψη περί Χριστού και τον ερμηνεύει με όρους του όντος.
Δεν υπήρξε η ανατροπή και η πάλη το κύριο μέλημα του Χριστού, αλλά ο έσω άνθρωπος, η μεταμόρφωση του έσω ανθρώπου. Όταν η κοινωνία αποτελεί για τον Μαρξ χώρο ατομικής δράσης και διεκδίκησης, για τον Χριστό η κοινωνία σημαίνει τον χώρο της συνδιαμόρφωσης. Για τον χριστιανό κάθε κοινωνικό μέγεθος και απόκτημα δεν νοείται ξεχωριστά από τον συνάνθρωπο. Κι ενώ στη λογική του Μαρξ συναντάμε την δίκαιη κατανομή του πλούτου, στο ευαγγέλιο σκοντάφτουμε σε μία ‘’αδικία’’. Ο Μαρξ θα σας πει για παράδειγμα πως από τα δέκα, πέντε παίρνει ο ένας και πέντε ο άλλος. Η λογική του ευαγγελίου, άλογη, απόλυτα όμως λογική, θα εκμυστηρευτεί πως σε μία αντίστοιχη περίπτωση δύο παίρνει αυτός που μοιράζει και οκτώ ο άλλος.
Ο Χριστός σε όλες του τις αναφορές καταδικάζει την πλεονεξία, η οποία σύμφωνα με ένα ορισμό που δίνει ο Μ. Βασίλειος είναι ‘’να φροντίζει κανείς υπέρ το δέον διά τον εαυτό του παρά διά τον πλησίον’’. Δεν καταδικάζει τον πλούτο. Οι Πατέρες θα μας πουν πως ο πλούτος έχει όφελος όταν μοιράζεται σε όσους έχουν ανάγκη. Γι’ αυτό και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής θα πει πως ‘’ο πλούτος αυτός καθαυτός δεν είναι κακός, αλλά η προσκόλληση σ’ αυτόν και η κακή του χρήση’’.
Δεν είναι όμως κατανοητά αυτά απ’ όλους. Για την προτεσταντική ηθική η φιλανθρωπία συγκρούεται με τη βασική ηθική αρχή της ατομικής ευθύνης. Εν εργάζεσαι; Δεν θα σου προσφερθεί φαγητό, επιτάσσει η προτεσταντική λογική. Εξάλλου, η ‘’καθαρή καλοσύνη’’, σύμφωνα με τον Adam Smith, ταιριάζει μόνο στον Θεό. Η οικονομία πρέπει να τοποθετηθεί πάνω σε ιδιοτελείς αρχές. Ποια φιλανθρωπία; Ποια ελεημοσύνη; Για τον θεωρητικό της ‘’πρωτογενούς συσσώρευσης’’, James Stewart, η ρύθμιση της ανάγκης και όχι η αγάπη είναι ένα πιο αξιόπιστο μέσο κοινωνικού ελέγχου και αύξησης του πληθυσμού.
Το ευαγγέλιο δεν στέκεται ξένο προς την κοινωνία. Διαμορφώνει την κοινωνία. Καταθέτει ζωντανό λόγο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μ. Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μίλησαν για τον πλούτο, για τον τόκο, για την εξαθλίωση των φτωχών από τις άδικες πρακτικές των πλουσίων. Η κοινωνική δικαιοσύνη και πρόνοια για τους φτωχούς δεν είναι απλά ένα ήθος, αλλά ένα αναγκαίο μέσο σωτηρίας. Είναι βαθύτατης σοφίας η λογική του ευαγγελίου και δεν συγκρίνεται με καμία οικονομική θεωρία. Το ζήτημα για το ευαγγέλιο δεν είναι να επιτευχθεί μία δίκαιη κατανομή του πλούτου μέσα από την ταξική πάλη και αποφυγή των καπιταλιστικών ορέξεων των ισχυρών κρατών, αλλά ο πλούτος ως μέγεθος και δωρεά του Θεού να καταστεί το μέσο σωτηρίας για τον πλούσιο και τον συνάνθρωπο. Για το ευαγγέλιο, ο πλούτος δεν μοιράζεται στο όνομα μιας δίκαιης αποκατάστασης μιας ταξικής ανωμαλίας, αλλά ως η απόλυτη κατάφαση του ισχυρού στον συνάνθρωπο του. Κι αυτό λειτουργεί ως αναγνώριση του πλούτου ως ύψιστης θείας δωρεάς.
Αφήνω τον ωραιότερο επίλογο, όχι για έναν ακόμη Πατέρα της Εκκλησίας, αλλά για τον θεωρητικό του αναρχισμού, τον Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος στο περίφημο του έργο ‘’Θεός και κράτος’’ γράφει για την προτεσταντική ηθική και τον καπιταλισμό, με αφορμή την ευαγγελική περικοπή: ‘’Εξακολουθώ αμετανόητα να φαντάζομαι τα μούτρα που θα κάνουν οι ευσεβείς και πλούσιοι μπουρζουάδες προτεστάντες της Αγγλίας, της Αμερικής, της Γερμανίας και της Ελβετίας, διαβάζοντας αυτά τα τόσο κατηγορηματικά και δυσάρεστα γι’ αυτούς λόγια. Ο Χριστός έχει δίκιο απ’ την πλευρά του: η απληστία για υλικά πλούτη είναι κάτι τελείως ασυμβίβαστο με τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας