Το 1922 αποτελεί μια τομή χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Αποτελεί την τραγική ολοκλήρωση τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρόνων ιστορίας. Έλαβε τέλος μια διαδρομή και εξέλιπε οριστικά μια συγκεκριμένη μορφή του ελληνισμού. Του υπερεθνικού ελληνικού πολιτισμού, που έφτασε στο αποκορύφωμα στην κλασική και ελληνιστική περίοδο με ένα πληθυσμό που έφθανε 4 με 5 εκατομμύρια και μετέβαλε τη Μεσόγειο σε ελληνική θάλασσα.
Έναν πολιτισμό, που ποτέ δεν ταυτίστηκε με τα στενά όρια ενός εθνικισμού και συνεχίσθηκε για αιώνες (χωρίς να έχει τον αρχικό κομβικό του ρόλο) ως ιδιαίτερο πολιτισμός με πολλά δάνεια και στοιχεία ενδεδυμένος το ένδυμα του Ανατολικού Χριστιανισμού, της Ορθοδοξίας, του Βυζαντίου και των Ελλήνων υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Ο ελληνισμός, ο φωτεινός αυτός πολιτισμός για την ανθρωπότητα, είχε πάντοτε ως ορμητήριο παράλια και πόλεις, από όπου διείσδυε προς το εσωτερικό και ως κατ’ εξοχήν όχημά του τη γλώσσα. Τη γλώσσα του Πλάτωνα και του Αλεξάνδρου, του Ευαγγελίου και του Βυζαντίου εν συνέχεια.
Εκείνον τον Αύγουστο του 1922 ανοίγει μια νέα ιστορική περίοδος κατά την οποία οι Έλληνες αναζητούν την επιβίωση τους ως τμήματα άλλων ενοτήτων.
Η Μικρασιατική καταστροφή είναι σημείο καμπής. Τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια ιστορίας θα λάβουν τέλος.
Ο Έλληνισμός, ως ένας διαφορετικός και πρότυπος υπερεθνικός πολιτισμός, δεν υπάρχει πλέον. Ακόμη και αν φαντασθούμε ένα ευτυχέστερο μέλλον
συνεργασίας και πολιτιστικών ανταλλαγών και αλληλεπιδράσεων στην περιοχή μας ποτέ πια δεν θα πάρει τον χαρακτήρα επανασυγκρότησης του ελληνισμού, ο οποίος δεν διαθέτει ούτε τα μεγέθη ούτε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Από τότε γίναμε πολίτες ενός μικρού έθνους-κράτους, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο και ξεχωριστό όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί.
Ο Ελληνισμός έχει γίνει πλέον στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Έχει διαμορφώσει τη Δύση και την εγγύς Ανατολή, τον χριστιανισμό και εν μέρει τον ισλαμισμό, έχει σφραγίσει τους γειτονικούς λαούς- φίλους και « αντιπάλους» μας ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους. Είναι παρών μόνον με αυτόν τον τρόπο.
Έτσι σήμερα, 93 χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή δεν μένει για μας από τις «Αλησμόνητες πατρίδες» παρά μόνο η ανάμνηση της σημασίας
του μεγαλειώδους Ιωνικού πολιτισμού. Του διαχρονικής εμβέλειας και αξίας ελληνικού πολιτισμού.
Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνούμε… ιδιαίτερα εμείς εδώ στην Καρδίτσα που οι συμπατριώτες μας, οι πρόγονοι μας, στην κρίσιμη εκείνη περίοδο (1919-1922) πολέμησαν με θάρρος, αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, όσο κανένα άλλο τμήμα του ελληνικού στρατού, για
την ελευθερία και την παραμονή στον τόπο τους των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
Η Καρδίτσα συμμετείχε στην τριετή εκείνη περιπέτεια με το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων Καρδίτσης το οποίο υπάγονταν στην 1 Μεραρχία των Θεσσαλών και αποτελούνταν αποκλειστικά από Καρδιτσιώτες στρατιώτες.
Μεταξύ των πολλών άλλων το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων Καρδίτσης πρώτο αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919 και αντιμετώπισε νικηφόρα μέσα στη πόλη το Τουρκικό 18ο Σώμα Στρατού. Αργότερα το 1/38 Σ.Ε. και γενικότερα η 1η Μεραρχία των Θεσσαλών, διέσπασε την άμυνα του Τουρκικού Στρατού στις μεγαλύτερες και κρισιμότερες μάχες του πολέμου οι οποίες έγιναν το 1921. Δυστυχώς, χωρίς να γίνει από την Στρατιωτική
Διοίκηση εκμετάλλευση αυτών των επιτυχιών.
Συγκεκριμένα αυτό έγινε, 3 φορές μάλιστα, στη λεγόμενη «Μάχη του Σαγγάριου», η οποία έκρινε την τελική έκβαση του πολέμου, όπου ο Ελληνικός στρατός καθηλώθηκε λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του Κεμάλ που ήταν και ο αντικειμενικός στόχος του.
Οι απώλειες δε, της 1 Θεσσαλικής Μεραρχίας μόνον για το 1921 (τότε έγινε η μεγάλη πορεία και οι μεγάλες μάχες του ελληνικού στρατού) σε ανθρώπινο δυναμικό ξεπέρασαν τις 10.000. Από τις 17000 περίπου άντρες απέμειναν περίπου 2800 τυφεκιοφόροι πρώτης γραμμής (900 του 4ου
Συντάγματος Πεζικού Λαρίσης – Βόλου) 1100 του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων και μόνον 800 του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων Καρδίτσας) και 3400 διαφόρων άλλων όπλων και σωμάτων.
Τέλος, η Καρδίτσα ήταν επίσης παρούσα με θετικό πρωταγωνιστή τον Ν. Πλαστήρα, ο οποίος με τη στάση του στα πεδία των μαχών στην οπισθοχώρηση συνέβαλε στη σωτηρία ελληνικών πληθυσμών ενώ ως αρχηγός του Επαναστατικού Κινήματος στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, πέτυχε την
ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού και δημιούργησε την αξιόμαχη στρατιά του Έβρου, η οποία συγκράτησε τους Τούρκους στον Έβρο ποταμό
και περιόρισε τις διεκδικήσεις τους στα νησιά του Αιγαίου.