«Η οχλοβοή σταμάτησε ξαφνικά, σαν να είχε υπακούσει σε κάποια διαταγή: κανείς δε μιλούσε, κανείς δεν ανάσαινε, κανείς δεν ήταν εκεί». Όχι το 1969 στο Μαρακανά του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπως μας πληροφορεί ο Εδουάρντο Γκαλεάνο για τη στιγμή πριν από το πέναλτι με το οποίο, στο παιχνίδι της Σάντος εναντίον της Βάσκο ντα Γκάμα, σημειώθηκε το χιλιοστό γκολ του Πελέ, αλλά για τη στιγμή που το φέρετρο του Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο του νεκρού ποδοσφαιρικού βασιλιά Πελέ περνάει έξω από το σπίτι της μητέρας του, της Δόνα Σελέστε στο Σάντος της Βραζιλίας, χωρίς εκείνη να μπορεί να αντιληφθεί ούτε ποιος κηδεύεται ούτε γιατί είναι μαζεμένος τόσος κόσμος, σαν σε γιορτή.
«Έμαθες τα νέα μητέρα;; Κάτω κηδεύουν έναν μεγάλο άνθρωπο. Τον βασιλιά του ποδοσφαίρου. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο γιος σου». Θα μπορούσε να της λέει η κόρη της.
«Έμαθες τα νέα Δόνα Σελέστε;», θα μπορούσε να της λέει η κυρία που προσέχει την αιωνόβια “veccia seniora”, καθώς, λόγω της άνοιας παραμένει κλινήρης, με σβησμένον από τη μνήμη της ακόμη και τον διάσημο γιο της.
Μία από τις 5 λέξεις που χρησιμοποιούνται στο MoCA test, για τη διάγνωση και την εκτίμηση της επιδείνωσης των ανοϊκών διαταραχών είναι και η λέξη «εκκλησία». Αν ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να τη θυμηθεί κατά τη δοκιμασία της καθυστερημένης ανάκλησης, λαμβάνει τη βοήθεια κατηγορίας: «είναι ένα κτήριο που υπάρχει σε κάθε χωριό και σε κάθε πόλη (της πατρίδας μας), όσο μικρή ή μεγάλη και αν είναι».
Όπως μας ενημερώνει, πάλι ο Εδουάρντο Γκαλεάνο, στο «Ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως «Υπάρχουν χωριά και χωριουδάκια στη Βραζιλία που δεν έχουν εκκλησία, αλλά δεν υπάρχει κανένα χωρίς γήπεδο».
«Ξαφνικά, στις κερκίδες και στο γήπεδο δεν υπήρχε κανείς…». Συνεχίζει ο Εδουάρντο. «Ο Πελέ και ο τερματοφύλακας, ο Αντράντα, ήταν μόνοι τους. Περίμεναν. Ο Πελέ στεκόταν δίπλα στην μπάλα στο λευκό σημείο του πέναλτι. Δώδεκα βήματα πιο πέρα ο Αντράντα παραμόνευε ανάμεσα στα δοκάρια του. Ο τερματοφύλακας κατόρθωσε να αγγίξει την μπάλα, αλλά ο Πελέ την κάρφωσε στα δίχτυα. Ήταν το χιλιοστό του γκολ. Κανείς άλλος παίκτης δεν είχε κατορθώσει να βάλει χίλια γκολ στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Και τότε το πλήθος ξανάρχισε να υπάρχει και πετάχτηκε, όπως ένα παιδί τρελό από τη χαρά του, φωτίζοντας τη νύχτα».
Τη νύχτα που έχει σκεπάσει για πάντα τη μνήμη και τις νοητικές λειτουργίες της Ντόνα Σελέστε. Λες και η άνοια ήθελε να την πρτοστατέψει από τον μεγαλύτερο πόνο που μπορεί να βιώσει ένας γονέας, αυτόν της κήδευσης του ίδιου του του παιδιού. Ενός παιδιού που πλέον, για εκείνη είτε είναι ζωντανό ή νεκρό, είτε είναι δοξασμένος βασιλιάς ή καταδικασμένος ληστής, δεν έχει καμία σημασία.
Ο βαθιά θρησκευόμενος βραζιλιάνικος λαός δεν θα έχει τη δικιά του ποδοσφαιρική «Πιετά», για τον νεκρό βασιλιά και «θεό» του, καθώς η Δόνα Σελέστε δεν θα κρατήσει αγκαλιά τον νεκρό γιο της, όπως ήθελε ο Μιχαήλ Άγγελος να έχει πράξει η Παναγιά για τον νεκρό Ιησού, μετά την αποκαθήλωση, μολονότι κάτι τέτοιο ουδέποτε κατέστη δυνατόν, όπως μας αναφέρουν οι Γραφές, καθότι ο Χριστός ετάφη όχι από τη μητέρα του, αλλά από τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας.
Πώς είναι άραγε να έχεις διαψεύσει, «έτι ζων» τη θεωρία του Άντι Γουόρχολ κερδίζοντας, «αντί για 15 λεπτά δημοσιότητας, 15 αιώνες», αλλά να μη σε θυμάται η ίδια σου η μάνα; Σε ποια τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κρυμμένο το εναντιομερές της έμπνευσης της «Θεσσαλονίκης» του δικού μας Νίκου Καββαδία: «Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού…». Τί γίνεται, άραγε, όταν σε θυμούνται όλοι οι άλλοι εκτός από την ίδια σου τη μάνα;
Μετά το χιλιοστό γκολ του Πελέ, μια ανθρώπινη μάζα συμπαικτών, φιλάθλων που έχουν εισέλθει στον αγωνιστικό χώρο, δημοσιογράφων και φωτογράφων με απαστράπτουσες λάμψεις στα χέρια τους, που εκπυρσοκροτούνε προς αναίτιες -από τον πανζουρλισμό των σπτωξιμάτων- κατευθύνσεις, μπαίνουν μαζί του στα δίχτυα της αντίπαλης εστίας. Μια φωταυγαύζουσα ανθρωπο-σφαίρα που εξακοντίζεται στο παραβιασμένο τέρμα, θέλοντας να τρυπήσει εντελώς τα νικημένα δίχτυα. Μια πυρακτωμένη ανθρωπο-μάζα από φανέλες, γυμνά κορμιά, φλας και ιδρώτα, ένα φλεγόμενο μάγμα πανυγηρισμών, ένα πυρακτωμένο αμάλγαμα γιορτής, παγιδευμένο, όμως, στα δίχτυα του πεπρωμένου. Γιατί ακόμη και παροδικά νικημένος από την ανθρώπινη χαρά, παραφυλάει πάντα στα γκολπόστ της ευτυχίας μας, εκεί όπου θαρρούμε πως σκοράραμε, συσπειρωμένος, σε εκδικητική στάση αναμονής, σαν μαύρος πάνθηρας πριν την επίθεση, έτοιμος για τη μοιραία εκτίναξη που θα μας υπενθυμίσει τη θνητή μας μοίρα, ο μαυροντυμένος τερματοφύλακας του πεπρωμένου.
Ο κλειδοφύλακας της λευκής γραμμής της θνητότητάς μας, ο βάναυσος θηριοδαμαστής που κατευθύνει επιδέξια, νομοτελειακά το δίχτυ που στο τέλος, πάντα φυλακίζει το αιλουροειδές της ευτυχίας μας. Όσα γκολ και αν βάλουμε…Βλέποντας τις σφαγίτιδες φλέβες να φουσκώνουν στον λαιμό του σηκωμένου στα χέρια των πανηγυριζόντων «πιστών» του, Πελέ, μέσα στα δίχτυα της εστίας που δέχθηκε το χιλιοστό του γκολ, σκέφτομαι τους στίχους του Σεφέρη για τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη:
«Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια· προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει. Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι· ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά».
Ο Πελέ δεν ήταν στρυφνός. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν πάντα το καλό παιδί. Ο γιος που κάθε μάνα θα ήθελε. Ο διάσημος και πλούσιος «βασιλιάς» που κάθε γυναίκα θα τον ήθελε για άνδρα της.
Η τραγωδία της ζηλόφθονης για τη δόξα των θνητών μοίρας δεν του επιφύλαξε κάποιο μεγάλο και εμφανές δράμα, όπως ο αλκοολισμός και η πολυομυελίτιδα του Γκαρίντσα, τα ναρκωτικά του Ντιέγκο, η διπολική διαταραχή του Γκασγκόιν, η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης του Μέσι, το κιρρωτικό από τα ποτά ήπαρ του Τζωρτζ Μπέστ, η φυλάκιση για την άρνηση στράτευσης στον πόλεμο του Βιετνάμ και το παρκινσονικό σύνδρομο του Μωχάμετ Άλι, ή η μοιραία στροφή Ταμπουρέλο του συμπατριώτη του Άιρτον Σένα.
Ο Πελέ δεν πέθανε πρόωρα, σπρωγμένος από αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις ή αγνοήσεις των κινδύνων, ούτε έπαθε άνοια όπως ο Γκερντ Μίλλερ και ο Μπόμπι Τσάρλτον ούτε αποκαθηλώθηκε ποτέ, όπως ο Ντιέγκο, ούτε σταυρώθηκε από την κριτική των ειδώλων, ούτε κάθισε στο εδώλιο της κοινής γνώμης όπως ο Ρόσι και ο Πλατινί, γιατί πάντα χαμογελούσε.
Χαμογελούσε στις διαφημίσεις της Mastercard. Χαμογελούσε στις φωτογραφίες με τον στρατηγό Μέντισι, την ώρα που ο δικτάτορας της Βραζιλίας βασάνιζε και σκότωνε χιλιάδες συμπατριώτες του. Οι χλιαρές φωνές που θέλανε να τον εμφανίσουν, δεικτικά, κατά καιρούς ως έναν σύγχρονο, πειθήνιο στο κατεστημένο «Μπαρμπα-Θωμά» με λαμπερή οδοντοστοιχία και πολιτικοκοινωνική κενότητα, ακούγονταν το ίδιο γραφικές όσο ο μεγαλοφυής και αντιδραστικός στην κάθε είδους απολυταρχία Γιόχαν Κρόιφ όταν βάφτιζε τον γιο του με το απαγορευμένο, από τον Φράνκο, λόγω αποσχιστικών συνειρμών, όνομα του Καταλανού Αγίου Ζόρντι.
Ακόμη και οι τρεις γάμοι του Πελέ παραθέτονται δημοσιογραφικά ως απλές καταγραφές, σαν να μιλάμε για την ποδοσφαιρική στατιστική των τριών Παγκοσμίων Κυπέλλων που κατέκτησε. Το ίδιο συμβαίνει και για τις αναφορές του σε εξωσυζυγικές ερωτικές περιπέτειες ή για τα εκτός γάμου παιδιά του. Τα θεωρούμε όλα δικαιολογημένα ερωτικά παρελκόμενα, ηθικώς ημιδιαφανή, αλλά όχι απερίφραστα καταδικασμένα, βασιλικά διάσημα του οφικίου της διαδρομής ενός επιτυχημένου, ποθητού και πάνω από όλα χαμογελαστού ανθρώπου που υπήρξε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής και ο πιο επικερδής διαφημιστής προϊόντων, σίγουρα, της εποχής του και ο οποίος «ίσως απλά, κάποιες φορές να ήθελε να χαρεί τη ζωή και με μια ξένη γυναίκα», ενώ για τον βλοσυρά ασυμβίβαστο με τις νόρμες του κατεστημένου Ντιέγκο οι δημοσιογράφοι θα πούνε πως «ξενοπηδούσε» στη Νάπολη, κολυμπώντας στην κοκκαίνη και στην Κούβα, όταν πήγε για αποτοξίνωση και για εναγκαλισμούς με τον Φιντέλ Κάστρο.
Πράγματι, ο κόσμος μιλούσε επιτιμητικά για τα «εξώγαμα» του Μαραντόνα, την ίδια ώρα που ο Πελέ είχε απλώς «παιδιά εκτός γάμου». Εγγόνια και αυτά της Δόνα Σελέστε που δεν τα θυμάται, όπως δεν θυμάται ούτε τον γιο της, ούτε τα αποκτηθέντα εντός γάμου παιδιά του.
Γιατί, έστω στο τέλος, η μοίρα, όσο γενναιόδωρη και αν στάθηκε απέναντι στον Πελέ, βρήκε τρόπο να εμποτίσει την αιχμή του «πάρθιου βέλους» της στο δηλητήριο της βιολογικής τραγικότητας των θνητών. Ο Πελέ, όσο εύστοχα και αν σούταρε στα γήπεδα, δεν κατάφερε να τρυπήσει το δίχτυ του ανθρώπινου πεπρωμένου που αιχμαλωτίζει και δαμάζει κάθε αυταπάτη για απουσία τραγικών υποσημειώσεων στη βιοτή αυτών των απελεύθερων της μοίρας που καλούνται «άνθρωποι». Όλων ημών που κοιτάζουμε ψηλά, κατά το «άνω θρώσκω» για να ξορκίσουμε την προς τα κάτω βαρύτητα του βλέμματος της αναπόδραστης βιολογικής φθοράς.
“ὦ Φοῖβε, ποῖ μ᾽ αὖ τήνδ᾽ ἐς ἄρκυν ἤγαγες
χρήσας, ἐπειδὴ πατρὸς αἷμ᾽ ἐτεισάμην”. “Φοίβε, τί δίχτυ πάλι μου έστησε ο χρησμός σου, αφού, του πατέρα μου πήρα πίσω το αίμα”,
όπως στιχουργεί ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Ταύροις.
Ναι, ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, ο θρυλικός Πελέ, κατόρθωσε τελικά να πάρει πίσω, από τη μοίρα, το «ποδοσφαιρικό αίμα» του πατέρα του, καθώς από μικρός λουστράκος, γιος ενός άσημου ποδοσφαιριστή με το χαιδευτικό «Ντοντίνιο» που οι τραυματισμοί κατέστρεψαν την επαγγελματική του καριέρα, καταδικάζοντας στη φτώχεια και την παιδική έργασία την οικογένειά του, αναδείχθηκε σε παγκόσμιο βασιλιά του ποδοσφαίρου, αμφισβητούμενον μόνον από τον σκοτεινό «θεό« της στρογγυλής «θεάς». Τον άνθρωπο που δεν χρειαζόταν χαϊδευτικά και παρατσούκλια για να εκδηλώσει την ιδιοφυή δυσπροσαρμοστικότητα του ταλέντου του. Τον άνθρωπο που αναφερόταν είτε με το πρώτο είτε με το τρίτο από τα ονόματά του, είτε με το πλήρες ονωματεπώνυμό του, Ντιέγκο Αρμάντο, Μαραντόνα.
Έναν άνθρωπο φθαρτό όπως όλοι μας που αν και έφυγε πρόωρα, νικημένος από τις αδυναμίες του, πρόλαβε να κηδέψει μία μητέρα που τον θυμόταν.
Αναμφίβολα, αν ο Πελέ υπήρξε ο βασιλικός σύζυγος της Στογγυλής Θεάς, ο Ντιέγκο υπήρξε ο εραστής της. Και οι απατημένοι σύζυγοι ζηλεύουν πάντα τους εραστές. Όπως και η μοίρα, από τους καιρούς της μυθολογίας, ζηλεύει παράφορα τους θνητούς που έσμιξαν με θεές, ανταμοίβοντάς τους με τραγικές στιγμές.
Μπορεί ο Πελέ, υπερασπιζόμενος την ανωτερότητά του, να έλεγε πως «ζήλευε» τους νεότερους παίκτες γιατί αυτός δεν πρόλαβε την εποχή της αθλητικής κυριαρχίας της τηλεόρασης, όμως περισσότερο και από τις περιορισμένες καταγραφές των πανέμορφων φάσεών του στα κινηματογραφικά φίλμς, νομίζω πως θα τον πίκραινε το σβήσιμο των καταγραφών του από τις νευρικές στιβάδες των κροταφικών λοβών της μητέρας του.
Αυτό το τραγικό ιστολογικό δίχτυ που φυλακίζει την ανθρώπινη βιολογία καταδικάζοντάς την πάντα, όσο ευτυχισμένη και αν ήταν η βασιλεία της ζωής της, σε έναν τραγικό επίλογο φθοράς.
Καθώς η νεκρική πομπή περνά στο Σάντος, κάτω από το σπίτι της Δόνα Σελέστε, ο νεκρός «θεός», ο κηδευόμενος «βασιλιάς των θεών» της μπάλας, ο άνθρωπος Έντσον Αράντες δεν μπορεί να κοιτάξει προς τα πάνω, να δει τη μάνα του, ούτε κι εκείνη να κοιτάξει κάτω, γιατί δεν θυμάται πως γέννησε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του κόσμου. Έχει ξεχάσει πως γέννησε έναν «θεό».
«Έξελθε Βασιλεύ», όπως αναφωνούσαν κηδεύοντας τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες. Ορφάνεψε η γιορτή. Ο Έντσον Αράντες ντο Ντασιμέντο έφυγε μόνος, από μια γιορτή ήδη ορφανεμένη από την άνοια της Δόνα Σελέστε.
Έμαθες τα νέα μητέρα; Κάτω περνάει ένας μεγάλος άνθρωπος. Σήμερα κηδεύουμε έναν «θεό», έναν βασιλιά. Ο άνθρωπος αυτός ήτανε γιος σου. Θυμάσαι μητέρα;
Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc,PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας
chliapis@yahoo.gr