Μέγας Βασίλειος ο ουρανοφάντωρ, μεγάλος πατέρας της ορθοδοξίας, ένας από τους τρείς Ιεράρχας. Ο Μέγας Βασίλειος στον σύντομο βίο του επί της γης άφησε πλούσιο έργο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο φιλανθρωπικό του έργο, την περίφημη και ξακουστή Βασιλειάδα, που ανακούφισε χιλιάδες ανθρώπους πεινώντες και αρρώστους. Αναφερόμαστε και στο πνευματικό-συγγραφικό έργο που κατέλειπε αναχωρώντας για τας αιωνίους μονάς σε ηλικία μόλις 49 ετών.
Είναι γνωστό ότι ο Μέγας Βασίλειος, όπως και οι δυο άλλοι Ιεράρχες, έλαβεα πολύπλευρη μόρφωση. Σπούδασε όλες τις επιστήμες της εποχής του. Μεταξύ των επιστημών που σπούδασε περιλαμβάνεται και η δικηγορία, την οποία άσκησε όσα χρόνια ήταν λαϊκός. Παράλληλα δίδασκε και την ρητορική τέχνη. Την περίοδο αυτή συνέγραψε τρία πολύ υπέροχα ασκητικά συγγράμματα: “όροι κατά πλάτος”, “όροι κατ’ επιτομήν” και “όροι Ηθικοί”. Στο πρώτο έργο διαπραγματεύεται τα γενικά προβλήματα του μοναχικού βίου. Στο δεύτερο έργο αναφέρεται σε γενικά προβλήματα αλλά και σε ζητήματα εφαρμογής εις την πράξη της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας από τους μοναχούς και τις μοναχές. Τέλος, στους “όρους Ηθικούς” περιέχονται κείμενά της Αγίας Γραφής, τα οποία αναφέρονται στον πνευματικό και ηθικό βίο των Χριστιανών.
Ο Μέγας Βασίλειος, πριν εισέλθει στις τάξεις του Ιερού κλήρου συνέγραψε 99 κανόνες οι οποίοι αργότερα επικυρώθηκαν δια του Β’ κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνεκλήθη το 691 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Θα αναφερθούμε περιληπτικά, για λόγους ευνόητους, στους κανόνες αυτούς. Αυτοί οι κανόνες δεν είναι ένα «Ποινικό Δίκαιο για τους αμαρτωλούς», αλλά μια σειρά διατάξεων που προτείνουν επιτίμια για την παιδαγωγική αντιμετώπιση των μετανοούντων πιστών από τους πνευματικούς. Οι πνευματικοί, δεχόμενοι την εξομολόγηση των πιστών, επιβάλλουν κάποια επιτίμια (αν, όταν και στον βαθμό που το κρίνουν σκόπιμο) προκειμένου να βοηθήσουν τους μετανοούντες να κατανοήσουν τα σφάλματά τους και να εκφράσουν τη μετάνοιά του γι’ αυτά. Οι κανόνες αυτοί δεν έχουν τον απόλυτο χαρακτήρα των ποινικών διατάξεων, αλλά είναι ενδεικτικοί του μεγέθους των αμαρτημάτων στα οποία αναφέρονται. Ο Μέγας Βασίλειος, παρά το ότι δεν γράφει με νομικό πνεύμα τους ‘’όρους Ηθικούς’’, αλλά με πνεύμα πατρικό, αφήνει το αποτύπωμα της λεπτής, δίκαιης και διακριτικής νομικής του σκέψης. Διαφαίνεται και ο σεβασμός του στον θεσμό της οικογένειας και σε άλλες αξίες.
Στον πρώτο κανόνα, ορίζει με σαφήνεια και καταπληκτική πληρότητα τα μεγάλα «εκκλησιαστικά αμαρτήματα» τα οποία είναι οι αιρέσεις, τα εκκλησιαστικά σχίσματα και οι παρασυναγωγές εντός του εκκλησιαστικού σώματος.
Στον όγδοο κανόνα οριοθετεί και διακρίνει τον «ακούσιο φόνο» από τον «εκούσιο» δηλαδή κάνει λόγο για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, την ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας Η δε αναφορά του στα “εμβρυοκτόνα δηλητήρια” συνδέεται προφανώς με τα αδικήματα της «ετεραμβλώσεως» και «αυταμβλώσεως». Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Μέγας Βασίλειος, συλλαμβάνει και τη σημερινή θεωρία του “Εενδεχόμενου δόλου” για τον οποίο ορίζει ότι “αν κάποιος προσφέρει σε άλλο πρόσωπο “περίεργον φάρμακον” για να τον ελκύσει σε σαρκικό έρωτα και το άτομο αυτό αποθάνει, τότε ο προσφέρων το φάρμακο, είναι υπεύθυνος για τον θάνατο του προσώπου, όπως εκείνος που διαπράττει ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με ευθύ δόλο’’.
Στον δεύτερο κανόνα του κάνει λόγο για τα αδικήματα της αμβλώσεως, εκτρώσεως. Δυστυχώς στην σημερινή εποχή, νομικά, τα αδικήματα αυτά θεωρούνται νόμιμα, δεν διώκονται νομικά. Το κυοφορούμενο έμβρυο δεν έχει ζωή;; Έχει…
Ο τέταρτος κανόνας του ασχολείται με τους δίγαμους και τρίγαμους και ακολουθώντας παλαιότερους πατέρες αποδέχεται μόνο την μονογαμία και απορρίπτει με κάθε τρόπο την διγαμία και τριγαμία, αποδεχόμενος σε ειδικές μόνο περιπτώσεις κατ’ οικονομία την διγαμία για να μη θεωρηθεί μοιχεία ο δεύτερος γάμος.
Στον έβδομο κανόνα ο Άγιος Βασίλειος αναφέρεται στις ακόλαστες και ανήθικες σαρκικές πράξεις της «αρσενοκοιτίας» και της «κτηνοβασίας», τις οποίες εξομοιώνει με την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Οι τελέσαντες τα ανωτέρω παραπτώματα εν αγνοία τους είναι άξιοι συγχωρήσεως μετά από τριάντα χρόνια ειλικρινούς μετανοίας.
Στον όγδοο κανόνα ο σεπτός Ιεράρχης αναφέρεται στους λόγους διαζυγίου. Πρόβλημα, θα έλεγα, λίαν έντονο των ημερών μας. Απασχολεί την κοινωνία και θλίβει τον Κύριο. Αναφέρει ο νομομαθής Ιεράρχης ως λόγους διαζυγίου την πορνεία, την μοιχεία, αλλά και την διγαμία, για την οποία ομιλεί στον ΙΒ’ (δωδέκατο) κανόνα του.
Ο ενδέκατος κανόνας αναφέρεται σε ένα πολύ λεπτό θέμα του ποινικού δικαίου και για τη σημερινή εποχή, το θέμα της διακρίσεως, το οποίο αφορά την δύσκολη διάκριση ανάμεσα στο αδίκημα της θανατηφόρου σωματικής βλάβης και της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.
Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν τη σημερινή κοινωνία είναι και το θέμα της τοκογλυφίας. Πολλοί συνάνθρωποί μας έχασαν τις περιουσίες τους από αδίστακτους και σκληρούς τοκογλύφους. Στο ζήτημα αυτό αναφέρεται στον δέκατο τέταρτο κανόνα ο Μ. Βασίλειος γράφοντας ότι ο τοκογλύφος μπορεἰ να γίνει ιερέας αν το άδικο κέρδος το μοιράσει στους πτωχούς.
Σύμφωνα με τον εικοστό πρώτο Κανόνα ο νομομαθης Ιεράρχης ορίζει ότι αν νυμφευμένος άνδρας αμαρτήσει με άλλη νυμφευμένη γυναίκα λογίζεται ως πόρνος και τιμωρείται βαρύτερα από έναν άνδρα ανύπαντρο. Στην άποψη αυτή καταλήγει γιατί ο ανύπανδρος αναγκάζεται προς το πορνεύειν εξ αιτίας της φυσικής επιθυμίας του, ενώ ο παντρεμένος έχει ως παρηγοριά της φυσικής επιθυμίας την νόμιμη γυναίκα του.
Στο αδίκημα της απαγωγής αναφέρεται ο εικοστός δεύτερος κανόνας του Αγίου, ορίζοντας ότι τιμωρούνται όλοι όσοι απαγάγουν γυναίκες είτε ελεύθερες είτε «προμνηστευμένες». Κατά κανόνα όμως γίνονται δεκτοί εις μετάνοια εκείνοι που αποδίδουν τις γυναίκες αυτές στους άνδρες ή τους γονείς τους.
Ο εικοστός τρίτος κανόνας εισάγει την απαγόρευση να νυμφεύεται κάποιος την αδελφή της θανούσης γυναικός του. Το ίδιο να ισχύει και για την γυναίκα να μη μπορεί να παντρευτεί τον αδελφό του αποθανόντος ανδρός της.
Ο τριαντακοστός τρίτος κανόνας αναφέρεται στο αδίκημα της «ἑκθέσεως» σε κίνδυνο ζωής και αναφέρεται στο παιδί που εγκαταλείπεται στο δρόμο από την μητέρα του μετά την γέννησή του.
Το ζήτημα της εκούσιας απαγωγής απασχολεί τον Ιεράρχη στον ΛΗ’ (τριακοστό όγδοο) κανόνα αναφέροντας ότι οι γυναίκες που ακολουθούν τον άνδρα που αγαπούν παρά τη θέληση των γονέων θεωρούνται ως πόρνες. Αν οι γονείς δώσουν την συγκατάθεσή τους η έγγαμη συμβίωση θεωρείται νόμιμη. Η εκκλησία διακηρύσσει «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων» (ακολουθία του μυστηρίου του γάμου).
Ως νομομαθής ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στα όρια της νόμιμης άμυνας κανόνας, τεσσαρακοστός τρίτος την οποία δεν συγχωρεί ως πράξη όταν είναι δυσανάλογα υπερβολική από την επίθεση που δέχεται ο αμυνόμενος, ο οποίος τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή.
Το πρόβλημα του ακούσιου φόνου, απασχολεί τον Ιεράρχη εις τον πεντηκοστό έβδομο κανόνα που ορίζει ότι εκείνος που προκαλεί ακούσιο φόνο, για δέκα έτη απέχει από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτά ισχύουν για τους λαϊκούς, για τους κληρικούς είναι πιο αυστηρά τα πράγματα. Αυτόν τον κανόνα πρέπει να προσέξουν οι κληρικοί που οδηγούν.
Ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να προκαλέσουν ακούσιο φόνο και να μη δύνανται να εκτελέσουν τα ιερατικά τους καθήκοντα. Δέχεται ο ιερός πατήρ, ως ελαφρυντικό την έμπρακτο μετάνοια του διαπράξαντος ακούσιο φόνο.
Για ζητήματα που είναι ακραιφνώς πνευματικά ο Μ. Βασίλειος ορίζει ο επίορκος να απέχει για μια δεκαετία από την Θεία Κοινωνία. Την ίδια δε ποινή επιβάλλει εξηκοστός έκτος κανόνας και στον τυμβωρύχο.
Ο δε εξηκοστός έβδομος κανόνας επιλαμβάνεται του ζητήματος της αιμομιξίας μεταξύ των αδελφών, την οποία χαρακτηρίζει απερίφραστα ως έγκλημα. Θεωρεί επίσης ότι “αδελφομιξία” υφίσταται και στην περίπτωση των ετεροθαλών αδελφών. Το ίδιο μάλιστα επιτίμιο φαρμόζει ο ιερός πατήρ και σε εκείνους που έχουν ερωτικές σχέσεις με την μητριά τους.
Για τα οριζόμενα από νομική επιστήμη «κωλύματα γάμου» ο Ιεράρχης ορίζει ότι απαγορεύεται ο γάμος ως δευτέρου βαθμού συγγενείας εξ αίματος του ενός των συζύγων με δευτέρου βαθμού εξ αίματος συγγενείας του ετέρου συζύγου. Το κώλυμα υπάρχει και μετά την λύση ή ακύρωση του γάμου, εάν συμβεί δεν θεωρείται μοιχεία.
Ο ογδοηκοστός πρώτος κανόνας ορίζει ότι όποιοι «εξ ανάγκης και εκ βασάνων φρικτών» αρνήθηκαν την πίστη τους εις τον Χριστόν μπορούν και πρέπει να αντιμετωπιστούν από την Εκκλησία με περισσότερη αγάπη και πνεύμα συγχωρήσεως. Ενώ είναι ασυγχώρητοι και παντελώς εκτός του σώματος της Εκκλησίας όσοι χωρίς βάσανα, χωρίς ανάγκη αλλά με ιδιοτέλεια και σκοπιμότητα πρόδωσαν την πίστη τους στον Κύριο και έγιναν αρνησίθρησκοι και επίορκοι.
Ο 90ός κανόνας ασχολείται με ένα το ιδιαίτερο εκκλησιαστικό αδίκημα, την σιμωνία (φιλαργυρία των κληρικών). Επαινεί την αφιλαργυρία και ανιδιοτέλεια των ιερέων εκείνων που τελούν τα μυστήρια χωρίς να απαιτούν από τους πιστούς χρήματα για να επιτελέσουν τα ιερατικά τους καθήκοντα. Γι’ αυτό θεωρεί μέγα αμάρτημα την φιλαργυρία, την δε σιμωνία των κληρικών χαρακτηρίζει ως ειδωλολατρία και βαρεία εκτροπή.
Από τα παραπάνω αναφερόμενα, πιστεύουμε ότι, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ό Άγιος Βασίλειος είναι ένας σύγχρονος νομικός που δείχνει τον σωστό δρόμο σε ποινικολόγους και νομικούς του αστικού δικαίου. Τέτοιους δασκάλους χρειαζόμαστε, τέτοιους νομικούς απαιτεί η κοινωνία για να λειτουργήσουν οι θεσμοί της πολιτείας και της κοινωνίας προς τον ορθό δρόμο. Το αστικό και ποινικό δίκαιο σέβεται τους κανόνες αυτούς και αυτό αποτελεί πολύτιμη και ανεκτίμητη παρακαταθήκη του αγίου ανδρός.
Τέτοιοι δάσκαλοι χρειάζονται για τα παιδιά μας. Τέτοιοι δάσκαλοι είναι κοινωνική και εθνική ανάγκη να στελεχώσουν και να διδάξουν τα Ελληνόπουλα. Στη σημερινή εποχή της απαξίωσης των ιερών και των οσίων της φυλής και του Ελληνικού γένους είναι πολλαπλώς χρήσιμο να υπάρξουν φωτισμένοι δάσκαλοι να ανάψουν την φλόγα της Ορθόδοξης πίστης, των υψηλών ιδανικών και εθνικών οραμάτων για να μη πορευτούμε άδοντες και χαίροντες στον σύγχρονο μεσαίωνα της ηθικής παρακμής και λατρείας της σάρκας και του χρήματος.
Να ανακοπεί η πορεία, συν Θεώ, προς την εκσυγχρονισμένη ειδωλολατρία.
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός