Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα
α) Στάση ἐκλεκτικότητας καὶ ἐπιλογῆς. Στὸ γνωστὸ ἔργο του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», ὁ Μ. Βασίλειος παροτρύνει τοὺς νέους νὰ ἐπιλέγουν ἀπὸ τὴν κλασσικὴ παιδεία, ὅπως οἱ μέλισσες τὰ ἄνθη καὶ τοὺς χυμούς, ποὺ θὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμα, καὶ νὰ ἀπορρίπτουν ὅσα εἶναι βλαβερά.
Ἡ διακριτικὴ αὐτὴ διεργασία δὲν εἶναι εὔκολη, ὑπονοεῖ πάντως ὅτι ὑπάρχουν καὶ πολλὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα, στὴν κλασσικὴ ἑλληνικὴ παιδεία, τὴν ὁποία ὁ Βασίλειος παρομοιάζει μὲ τὴ φοίτηση τοῦ Μωϋσέως στὴ σοφία τῶν Αἰγυπτίων πρὶν νὰ προσέλθει «τὴ θεωρία τοῦ ὄντος», δηλαδὴ στὴ θέα τοῦ Θεοῦ στὸ ὅρος Σινᾶ.
Τὴν ἴδια στάση τηρεῖ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἡ ἀρχή του ὡς πρὸς τὴν χρήση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας εἶναι: κράτα τὸ ρόδον, ἀπόφευγε τὸ ἀγκάθι. Παρόμοιες εἶναι καὶ οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Εἰ γὰρ καὶ μή, καθὼς προσῆκε περὶ ἀναστάσεως, φιλοσοφοῦσιν ἅπαντες (οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες), ἀλλ’ ὅμως περὶ τῆς κρίσεως καὶ τῆς κολάσεως καὶ τῶν ἐκεῖ δικαστηρίων ἅπαντες συμφωνοῦσιν, ὅτι ἔσται τις τῶν ἐνταῦθα γινομένων ἀντίδοσις ἐκεῖ».
Ἡ κλασσικὴ μόρφωση δὲν ἀπορρίπτεται ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Χρυσορρήμονα: «Τί οὖν; κατασκάψομεν τὰ διδασκαλεῖα (τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων), φησίν; Οὐ τοῦτο λέγω, ἀλλ᾽ ὅπως μὴ τὴν τῆς ἀρετῆς καθέλωμεν οἰκοδομὴν καὶ ζῶσαν κατορύξωμεν τὴν ψυχήν».
β) «Καινοτομεῖν τὰ ὀνόματα». Ὅλες οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε στὴ γλῶσσα μας εἶναι σχετικὲς καὶ ἀνίκανες νὰ ἐκφράσουν πλήρως τὸ νοούμενο. Καμιὰ γλῶσσα δὲν εἶναι «ἱερή», οὔτε ἡ Ἑλληνικὴ οὔτε ἡ Ἑβραϊκή, ἂν καὶ ὁ Μ. Βασίλειος σημειώνει ἰδιαίτερα τὸ ὅτι οἱ Ἑβδομήκοντα δὲν μετέφρασαν, ἄλλα ἁπλῶς μεταγραμμάτισαν στὰ ἑλληνικὰ λέξεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Θεό, ὅπως οἱ λέξεις Σαβαώθ, Ἀδωνάϊ, Ἐλωὶ κ.λπ.
Παρὰ ταῦτα, τόσον ὁ Βασίλειος ὅσον καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, ὑποστήριξαν μὲ ἐπιμονὴ τὸν ὅρο “ὁμοούσιος” τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας, ἂν καὶ γνώριζαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε στὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ὅτι ἦταν δάνειο ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία.
Ἔτσι, οἱ Πατέρες αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη Ἐκκλησία, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χρήση τοῦ “ὁμοούσιος” ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, δὲν δίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν φιλοσοφικοὺς ὅρους τῆς ἐποχῆς τους, καὶ μάλιστα νὰ τοὺς ἐπενδύσουν μὲ αὐθεντία δογματική, δηλαδὴ ἀκατάλυτη, καθιστώντας τους κατὰ κάποιο τρόπο ἀναντικατάστατους.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ φιλοσοφία, ὡς τὸ κύριο διαθέσιμο στὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς μέσον ἐπικοινωνίας, ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιηθεῖ προκειμένου νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸ πολιτισμικὸ γίγνεσθαι ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔτσι, ὁ Μ. Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι εἶναι οὐσιῶδες καὶ ἀπαραίτητο γιὰ ὅσους θεολογοῦν «νὰ θεωροῦν τοὺς ὅρους ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴ θεολογία ὡς πρωταρχικῆς σημασίας, καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἐξάγουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ὑποκρυπτόμενο σὲ κάθε φράση καὶ σὲ κάθε συλλαβὴ νόημα». Ἡ στάση αὐτὴ τῶν Πατέρων ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ γλώσσης δηλώνει σαφῶς τὴν πρόθεσή τους νὰ μεταφέρουν ὁπωσδήποτε τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς τους, ὅσους κίνδυνους καὶ ἂν αὐτὸ συνεπάγεται.
Ἡ Πατερικὴ θεολογία ἀποτελεῖ αὐτὴ καθαυτὴν πολιτισμικὸ γεγονός. Ὄχι μόνο δὲν ἀρνεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα τῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ – αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικό– ἐπιδιώκει καὶ κατορθώνει νὰ τῆς δώσει χριστιανικὸ περιεχόμενο, νὰ τὴν ἐκχριστιανίσει. Ἔτσι χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς Πατέρες οἱ ὅροι οὐσία, φύση, ἐνέργεια, ὑπόστασις, πρόσωπον κ.λ.π., γιὰ νὰ πάρουν ὅμως ἄλλο περιεχόμενο, σύμφωνο μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ φιλοσοφία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ὁ Θεὸς ὅμως μπορεῖ νὰ τὴν χρησιμοποιήσει γιὰ τοὺς σκοπούς Του.
γ) Ἡ τρίτη ἀρχή, ποὺ διέπει τὴ στάση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς σοφίας, εἶναι καὶ ἡ πιὸ σημαντική.
Πρόκειται γιὰ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀναθεώρηση τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ μὲ βάση τὴ Βιβλικὴ θεώρηση τῆς σχέσεως Θεοῦ καὶ κόσμου, ἀνθρώπου καὶ ἱστορίας. «Τὸ κύριο διακριτικὸ στοιχεῖο τῆς Πατερικῆς θεολογίας ἦταν ὁ ὑπαρξιακός της χαρακτήρας». Ἡ φράση αὐτὴ ἀνήκει στὸν ἀείμνηστο π. Γ. Florovsky, καὶ δικαιώνεται πλήρως ἀπὸ τὰ Πατερικὰ κείμενα.
Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ «ὑπαρξιακὴ» ἀναθεώρηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δὲν ἔχομε κατὰ νοῦν ἕνα συγκεκριμένο φιλοσοφικὸ σύστημα ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὸ ὡς «ὑπαρξισμός».
Ἐννοοῦμε τὸ ὅτι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο παρὰ στὴν ἱκανοποίηση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου, τὴ λύτρωση καὶ σωτηρία του ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο μέσα ἀπὸ μία συγκεκριμένη στάση ζωῆς, μία ὁρισμένη σχέση του μὲ τὸν Θεό, τοὺς συνανθρώπους του καὶ τὸν κόσμο.
Ἡ θεολογία καὶ τὰ δόγματα δὲν εἶναι διανοητικὰ κατασκευάσματα, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου, ἀλλὰ σημεῖα, ποὺ παραπέμπουν σὲ ζητήματα ζωῆς καὶ θανάτου, ὑπάρξεως καὶ ἀνυπαρξίας. Ἔχουν σωτηριολογικὸ περιεχόμενο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἠθικῆς βελτιώσεως, ἀλλὰ τῆς ὀντολογικῆς καταφάσεως καὶ βεβαιώσεως παντὸς ὅ,τι ὑπάρχει καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία καὶ τὸ θάνατο.
Σὲ τέτοια θέματα δόθηκε ἡ πνευματικὴ μάχη μεταξὺ Πατερικῆς θεολογίας καὶ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, καὶ στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ κρίθηκε τελικὰ ἡ διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
(ἀπόσπασμα Ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου
γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης, 30.01.1998)
(Πηγή: ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!