Μια φορά ζούσε κάποιος γέρος χωρικός που είχε πολλούς γιους και πολλούς γαμπρούς. Οι τελευταίοι μάλιστα τον πίεζαν να τους μοιράσει την περιουσία του και να πάει να καθίσει μαζί με ένα απ’ τα παιδιά του, γιατί στην ηλικία που βρισκόταν δεν έπρεπε πια να εργάζεται και θα ήταν καλύτερα ν’ αναπαυθεί.
Ο γέροντας τους άκουσε και ζήτησε προθεσμία ενός μηνός για να τους δώσει την απάντηση που περίμεναν με τόση ανυπομονησία.
Αφού λοιπόν πέρασε ο μήνας τους κάλεσε όλους μαζί και τους είπε:
– Παιδιά μου, θα διηγηθώ μιαν ιστορία και στο τέλος θα σας ανακοινώσω την απόφαση μου.
«Μια μέρα που είχα βγεί στα χωράφια, βρήκα πάνω σ’ ένα δέντρο μια φωλιά σπουργιτιών. Την πήρα λοιπόν και την έβαλα μαζί με τα σπουργιτάκια σ’ ένα κλουβί που κρέμασα έξω απ’ το παράθυρο μου.
Ο πατέρας και η μητέρα των σπουργιτιών αναστατώθηκαν πολύ απ’ την αρπαγή των παιδιών τους. Με παρακολούθησαν κι είδαν πού τα πήγα. Στην αρχή δεν τολμούσαν να πάνε κοντά τους, αλλ’ ακούγοντας τις απελπισμένες φωνίτσες τους άρχισαν να μαζεύουν σπειριά και να τους τα δίνουν ανάμεσα απ’ τα σύρματα του κλουβιού, γιατί διαφορετικά θα πέθαιναν απ’ την πείνα.
Όταν μεγάλωσαν τα μικρά, έστησα μια ξόβεργα κι έπιασα τους γονείς τους. Στη συνέχεια απέλυσα τα νεογνά και στη θέση τους έβαλα τον πατέρα και τη μητέρα τους. Κι επειδή ήμουν βέβαιος πως για την τροφή τους θα φρόντιζαν τα παιδιά τους, δεν έβαλα στο κλουβί τους ούτε σπόρους, ούτε νερό. Γελάστηκα όμως γιατί δεν είχα λογαριάσει ως πού μπορούσε να φθάσει η αχαριστία τους. Τα μικρά, μόλις ελευθερώθηκαν, πέταξαν μακρυά κι ούτε ξαναθυμήθηκαν τους δυστυχισμένους γονείς τους».
Επειδή λοιπόν φοβάμαι μήπως πάθω κι εγώ τα ίδια, δεν θα σας μοιράσω ακόμη την περιουσία μου… Περιμένετε πρώτα να πεθάνω….
Η ιστορία αυτή, κατ’ άλλους μεν είναι αληθής, κατ’ άλλους δε όχι. Οι γείτονες μας Ιταλοί υποστηρίζουν πως κάποιες ιστορίες κι αν ακόμη δεν είναι αληθείς, καλώς εφευρέθηκαν.
Υπενθυμίζεται ωστόσο πως:
Τα λάθη που κάνουμε απ’ την καλή μας την καρδιά είναι τα χειρότερα. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη, να τυφλώσεις την εμπιστοσύνη σου, για να την δώσεις σε κάποιον (Λαϊκή σοφία).
Άμα δεν είσαι άντρας περπατημένος στο μαχαλά, να ιδείς τί κοροϊδιλίκι πάει πέρα δώθε, στο σούρτα-φέρτα στην κενωνία, πέφτεις κανονικά και πιάνεσαι κώτσος… (Ν. Τσιφόρος).