Ασυμβίβαστο το πένθος με τη χαρά. Ξένα. Ξένα και εξόριστα. Πώς να εναρμονιστεί η χαρά με το πένθος; Ποια σχέση διέπει και τα δύο; Και το θάνατο; Ποια η ελπίδα σε μια ‘’αδίδακτη ύλη’’, όπως θα σημειώσει για το θάνατο η Κική Δημουλά;
Μία αλληλοπεριχώρηση! Ναι, να χωρέσουν οι λέξεις πέρα από το μυστήριο. Όχι στο ίδιο το μυστήριο. Ακατάληπτο κι αυτό δείχνει, εξάλλου. Στην αιτία του μυστηρίου, στην πηγή του μυστηρίου, στην πηγή εκπόρευσης κάθε άρρητου και άδηλου λόγου που συντρίβει και πονά τούτες τις στιγμές. Αλληλοπεριχώρηση λέξεων. Να εισέλθουν οι λέξεις κάπου. Να χωρέσουν οι λέξεις κάπου, σε κάποιον, επιτέλους, μήπως και υπάρξει νόημα. Να δώσουμε τις λέξεις στο πρόσωπο του αναστημένου Χριστού. Αυτό ακριβώς να συμβεί. Ο Χριστός να στολίσει τις λέξεις με τη δική Του ομορφιά.
Ο θάνατος. Η ταύτιση του με τη φιλοσοφία. Θα το πει ο Πλάτων και αιώνες αργότερα ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός: Φιλοσοφία είναι η μελέτη του θανάτου. Το πιο φοβερό μυστήριο κατά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό. Μόνο στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας δείχνει ανίσχυρος. Δεν μπορεί να αναμετρηθεί με το φως. Ακριβώς γιατί δεν υπάρχει! Δεν υφίσταται θάνατος. Θάνατος σημαίνει τέλος. Τέλος για πάντα. Θάνατος σημαίνει οντολογία, αρχή, υπόσταση. Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για το τέλος, για την εξαφάνιση της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για αφθαρσία και ζωή, θα πει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Δεν είναι φυσικός ο θάνατος. Όμως, αν δεν είναι φυσικός, τότε πώς υφίσταται και μάλιστα με τον πιο δραματικό τρόπο;
Ό,τι αποτελεί διάβρωση δεν σημαίνει πως υφίσταται ως οντολογία, αρχή, υπόσταση. Δεν αποτελεί το αρχικό κάλλος, την αρχική δημιουργία, την πηγή. Το ίδιο το κακό δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό. Ο Μ. Βασίλειος έχει γράψει μία καταπληκτική πραγματεία γι’ αυτό. Το κακό δεν έχει υπόσταση. Δεν υπάρχει ‘’αὐτότακον’’ κατά άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και άγιο Μάξιμο Ομολογητή. Το κακό είναι παρυπόσταση θα πουν οι Πατέρες. Υπάρχει ως διάβρωση του καλού, όπως το σκοτάδι ως έλλειψη του φωτός. Δεν έχει οντολογία με άλλα λόγια το κακό, ο θάνατος. Ο θάνατος δεν ανήκει στο Είναι της ζωής. Είναι ‘’άρριζος’’, ‘’αφύτευτος’’ και ‘’αφύσικος’’ κατά άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Γι’ αυτό και στη Βασιλεία του Θεού δεν θα υφίσταται.
Το 358 περίπου, ο Μ. Βασίλειος έγραψε μία επιστολή στον Νεκτάριο που είχε χάσει τον πολύ μικρό γιο του. Γράφει σ’ αυτή την επιστολή απευθυνόμενος προς τον Νεκτάριο: ‘’…οι πιστεύοντες στον Χριστό δεν πρέπει να λυπούνται για τους αποθνήσκοντες λόγω της ελπίδος της αναστάσεως και ότι για την μεγάλη υπομονή απόκεινται μεγάλοι στέφανοι δόξης πλησίον του αθλοθέτη, εάν λοιπόν επιτρέψουμε στον λογισμό να μας ψάλλει αυτά διαρκώς, θα μπορούσαμε ίσως να βρούμε κάποια μέτρια λύση του κακού. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, ως γενναίο αγωνιστή, να σταθείς όρθιος μπροστά στο μέγεθος του τραύματος και να μην γονατίσεις από το βάρος της λύπης και καταπονηθεί η ψυχή σου. Να είσαι πεπεισμένος ότι ακόμη και αν μας διαφεύγουν οι λόγοι των οικονομουμένων υπό του Θεού, πάντως ό,τι οικονομείται από τον σοφό που μας αγαπά είναι αποδεκτό, όσο επίπονο και αν είναι. Διότι αυτός γνωρίζει πως διαθέτει στον καθένα ό,τι συμφέρει και γιατί ορίζει σ’ εμάς άνισα τα πέρατα του βίου.
Υπάρχει πράγματι κάποια αιτία ακατάληπτη από τους ανθρώπους, για την οποία άλλοι μεν απάγονται γρηγορότερα από εδώ, άλλοι δε εγκαταλείπονται περισσότερο χρόνο στον οδυνηρό τούτο βίο για να ταλαιπωρούνται… Δεν στερηθήκαμε του παιδιού, αλλά το δώσαμε σ’ αυτόν που το χορήγησε• δεν αφανίσθηκε η ζωή του, αλά μεταβλήθηκε προς το καλύτερο• δεν έκρυψε η γη τον αγαπητό μας, αλλά τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας περιμένουμε λίγο και θα συναντηθούμε με τον ποθούμενο’’.
Να σμίξει το πένθος με τη γιορτή, τη χαρά, την προσμονή, την ελπίδα. Δεν ελπίζουμε στην ανάσταση των νεκρών. Την προσδοκούμε. Την λαχταρούμε, την περιμένουμε ως δεδομένη κατάφαση του Θεού στην αιώνια προοπτική αγιασμού της νέας του Βασιλείας, του νέου Πολιτεύματος στον Ουρανό. Η ανάσταση του γλυκύτατου Νυμφίου δεν λειτουργεί ως ιδεολογικό απωθημένο, μήτε αποτελεί το τέλμα ενός μεταφυσικού οπτιμισμού. Σημαίνει την πιο αυθεντική μαρτυρία που θα μπορούσε να μας δώσει Εκείνος που δημιουργεί ζωή και φέρνει ζωή αιώνια. Να υπάρξουμε και να λειτουργήσουμε τις υπάρξεις μας ως πρόσωπα πνευματικά και όχι ως θρησκευτικά άτομα. Φτάνει η υποκρισία της θρησκευτικότητας, επομένως και του ατομικισμού, που αντιβαίνει τον εκκλησιασμό του γεγονότος της ζωής στον άνθρωπο.
Το νόημα της γιορτής αυτής δεν μπορεί ο άνθρωπος να το αναζητήσει εκτός του χώρου της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας όχι ως τόπο οριοθετημένων διευθετήσεων, αλλά ως τόπο γέννησης, αλληλοπεριχώρησης και βιωμάτων. Αληθειών. Ναι, αληθειών με βάθος, βάθος πνευματικό που διακαώς αποκαλύπτεται. Κοινωνώντας το υπαρξιακό γεγονός στο άκτιστο μυστήριο με τρόπο χαρισματικό. Κοινωνώντας το νόημα της ανάστασης του Θεανθρώπου στις υπάρξεις μας. Τρώγοντας το Σώμα Του, πίνοντας το Αίμα Του για να καταστούμε σύμμορφοι της εικόνας του απολύτου Θεού, σύσσωμοι Χριστού. Και τότε η σχέση, αυτή η μοναδική σχέση θα γεννήσει την εμπειρία, το βίωμα, ως βεβαιωμένη αίσθηση της παρουσίας του Θεανθρώπου στη ζωή μας. Αυτή τη σχέση τότε κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει, καθότι σχέση σημαίνει ύπαρξη.
Να γιορτάσουμε Πάσχα, σαν αυτό που σημειώνει ο π. Λάμπρος Φωτόπουλος, αναφερόμενος σε Αναστάσεις παλιότερων ετών στην Καλαμάτα: ‘’Το Πάσχα γινόταν η ανάσταση σε μόνιμη εξέδρα στο κέντρο του Κοιμητηρίου. Πέρα από τους συγγενείς των κεκοιμημένων που παράστεκαν στους τάφους κρατώντας την πασχαλινή λαμπάδα, εκατοντάδες πιστοί περιστοίχιζαν τον π. Ευσέβιο που έψελνε πανηγυρικά το «Χριστός Ανέστη». Η ταπεινή και σταθερή του φωνή αντηχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη. Άστραφτε όλος ο χώρος. Κανένας δεν φοβόταν εκείνη την ώρα το θάνατο. Μέσα στο πάνδημο αναστάσιμο ψάλσιμο δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει αν άκουγε μόνο τις φωνές των ζώντων να ψέλνουν «Χριστός Ανέστη» ή διέκρινε και το ισοκράτημα των κεκοιμημένων’’.
Να αντικρίσουμε το θάνατο κατάματα. Να αναμετρηθούμε με την ασημαντότητά του. Το βράδυ του Μ. Σαββάτο στήνεται πανηγύρι και χορός. Ένας ατέρμονος χορός που δεν θες ποτέ να τελειώσει. Τί γράφει στον Κατηχητικό του Λόγο για το Πάσχα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που διαβάζουμε το βράδυ του Μ. Σαββάτου; ‘’Κανείς ας μην φοβάται το θάνατο· γιατί ο θάνατος του Σωτήρα μας ελευθέρωσε. Τον έσβησε, ενώ ήταν υπό την εξουσία του. Τιμώρησε τον Άδη, αφού πρώτα κατέβηκε στον Άδη. Τον επίκρανε, όταν εκείνος γεύτηκε τη σάρκα του… «Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι, Άδη, η νίκη σου;» Αναστήθηκε ο Χριστός, και συ καταβαραθρώθηκες. Αναστήθηκε ο Χριστός, και οι δαίμονες ρίχτηκαν κάτω. Αναστήθηκε ο Χριστός, και χαίρονται οι άγγελοι. Αναστήθηκε ο Χριστός, και κανείς νεκρός δεν μένει πια στο μνήμα. Γιατί ο Χριστός σηκώθηκε από το μνήμα και έγινε οδηγός των κεκοιμημένων. Σ’ αυτόν η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν’’.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων