Το γεγονός της Ανάστασης παραμένει αχαρτογράφητο τόλμημα για όσους έχουν επιχειρήσει να εντάξουν το μυστήριο αυτό στη διαδικασία αναπαραγωγής λογικών μέσων και αποδείξεων. Αναντίρρητα αποτελεί ένα υπέρλογο γεγονός. Το υπέρλογο όμως δεν είναι παράλογο αλλά βαθύτατα λογικό.
Η Κυριακή του Πάσχα έχει παρέλθει. Οι μέρες πέρασαν και ο άνθρωπος πορεύεται σε άλλα νοήματα που ίσως να ξεπερνούν την παραδοξότητα ενός γεγονότος που δεν τιθασεύεται εύκολα και δεν νοηματοδοτεί ακόμη και τις ψυχολογικές ανάγκες της προέκτασης του υπαρκτικού γεγονότος. Φώτα, φωνές που ψάλλουν σε πανηγυρικό ήχο την νίκη του Χριστού και την κατάργηση του αφύσικου και άρριζου, κατά Γρηγόριο Νύσσης, θανάτου, καμπάνες, πολύχρωμα φορέματα, ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο για μία καθιερωμένη συνήθεια, μία αγκαλιά για το καλό των ημερών και όλα αυτά υπό το βλέμμα του Χριστού που προσφέρει κάτι μοναδικό στην ανθρωπότητα. Την αναζωογόνηση του ανθρώπου, την ανακαίνιση των πάντων κτιστών όντων.
Όμως αυτά έχουν πλέον παρέλθει. Η μοναξιά και η τραγικότητα του ανθρωπίνου προσώπου αδυνατώντας να φυλάξει το μυστήριο ως νόημα, ως ζωή αλήθειας και πλήρωσης, κατρακυλά σε μία άλλη βιωτή, όχι στη νέκρωση του θανάτου, την καθαίρεση του Άδου, της αιωνίου εκείνης απαρχής, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας πανηγυρικά την ημέρα εκείνη. Ντύνοντας ο άνθρωπος την υπαρξιακή του αδυναμία με ακούσιες ή και εκούσιες ψυχολογικές εκφάνσεις μιας συναισθηματικής σύγκρουσης μεταξύ αιτίας και αναίτιου, εξακολουθεί να βιώνει την αυθεντικότητα μιας ανεκπλήρωτης προφητείας• εκείνης της αληθινής νοηματοδότησης των πραγμάτων.
Εξάλλου, η Ανάσταση ως κατάφαση στο μυστήριο και στο απροσπέλαστο των εκκωφαντικών προσδοκιών για την αιωνιότητα της ζωής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν σημαίνεται ως υπόθεση ιστορική και διαλεκτική με κάθε νοητική και ψυχολογική αποδοχή γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν. Επιβεβαιώνεται ως εμπειρία κοινωνούμενης και κοινωνικά επαληθευόμενης εμπιστοσύνης (πίστης) στην υπαρκτική δυνατότητα της ανάστασης – εμπειρία που συγκροτεί (και συνέχει διαχρονικά) την εκκλησιαστική κοινωνία των σχέσεων, θα σημειώσει σε πρόσφατη επιφυλλίδα του ο Χρήστος Γιανναράς.
Εδώ, η προφητεία διέρχεται μία κρίση. Αναμετράται με την λογική παραδοχή και εξέρχεται νικημένη. Η προς αφθαρσία μεταστοιχείωση του φθαρτού επιμένει πιο ζωηρά τώρα στη δική της παραδοχή. Μία παραδοχή που δεν φιλοξενείται στις αγκάλες του κόσμου της νοησιαρχικής αντίληψης και των βεβαιωμένων αντιλήψεων.
Αντιθέτως, χρειάζεται πολύ δουλειά και θέλει άφθονο κόπο για να ομολογήσει η κοινωνία της αφθονίας πως της χρειάζεται η εμπειρία της Ανάστασης. Πώς ο κόσμος να εισέλθει σε μία άλλη βιωτή; Πώς η αφθαρσία να αναμετρηθεί με την ανεπαρκή τεχνητή νοημοσύνη που ποτέ δεν θα μάθει να προσεύχεται; Όλα αυτά δεν κατανοούνται με ένα μανδύα εντρύφησης στη συνάφεια του λόγου και της παραδοχής όλων όσων βεβαιούνται διά του λόγου. Θα το πει πολύ όμορφα ο Βιτγκενστάιν όταν θα μιλήσει για τις μεταφυσικές ανησυχίες του υπαρκτικού, χαρακτηρίζοντας τες ως χώρο του ‘’πονόδοντου’’.
Υπό τις παραπάνω αφετηρίες, υπαρκτικές και ανύπαρκτες, τι νόημα μπορεί να σημάνει για τον άνθρωπο η Ανάσταση; Εξαντλείται, άραγε, στα όρια μιας χρονικής σημείωσης και περάτωσης; Ενός Πάσχα που διαρκεί; Οριοθετημένου; Ενταγμένου στις κελεύσεις των στιγμών του καιρού; Η Ανάσταση δεν έχει να κάνει με μία επιδερμική συγκίνηση και δεν εγκλωβίζεται σε ηθικολογικά συναισθήματα έντονης λυρικής παροδικότητας. Ακόμη και ο ψυχολογισμός που λειτουργεί στον αντίποδα της λογικής, δεν έχει τη δυναμικότητα να αντιπαρατεθεί με την οντολογία του γεγονότος.
Η Ανάσταση είναι ένας διαρκές βλέμμα προς την αιωνιότητα. Αν θελήσουμε να βιώσουμε τη μοναδικότητα του χαρισματικού αυτού γεγονότος, θα εκπλαγούμε αν το αναζητήσουμε μέσα στο ίδιο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Μέσα στη μελωδικότητα του μυστηρίου αυτού, ο θάνατος πατείται. Θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ο θάνατος νικιέται. Η εξουσία του μηδενίζεται, ως γεγονότος ανυπαρξίας που εξαντλεί την περατότητα του στην ίδια του την ακινησία. Ακινησία φθοροποιού δυνάμεως, ενός εμβρόντητου πατήματος της φθοράς και της λύπης. Η αμηχανία του θανάτου πλέον προσφέρεται προς στοχασμό. Ως φιλοσοφικό στοχασμό στις σελίδες του Πλάτωνα και μετέπειτα του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού. Πέρα από το στοχασμό βρίσκεται η αυθεντικότητα της ζωοποίησης. Ο όλος άνθρωπος ζωοποιείται στο φως της ζωής που είναι ο αναστημένος Χριστός.
Πλέον τα πράγματα γίνονται σοβαρά. Είναι αδύνατο να συνυπάρχει ο θάνατος και το κράτος του διαβόλου με τη ζωή, τη Βασιλεία του Θεού. Μέσα στη Θεία Λειτουργία, στην παρουσία του αληθινού Σώματος και Αίματος καταγγέλλουμε τον θάνατο και ομολογούμε την ανάσταση. Αυτό το δικαίωμα που μας δόθηκε δεν αναιρείται. Δεν αμφισβητείται. Ακόμη και η αμφιβολία της υπάρξεως του, καταφάσκοντας στην άρνηση, καθίσταται αποφατική ομολογία. Να σμίξει η γιορτή με το νόημα. Να γίνει όχι συνήθεια αλλά ζωή το νόημα του πατήματος του θανάτου. Ο θάνατος πατείται. Ναι, ο θάνατος πατείται.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων