Κάποτε, οι Φαρισαίοι ρώτησαν τον Χριστό εάν επιτρέπεται να δίνουν φόρο στον Καίσαρα ή όχι. Ο ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει το περιστατικό ως εξής: ‘’…Αυτός αντιλήφθηκε την πονηρία τους και τους είπε, ‘’Γιατί με πειράζετε; Δείξετε μου ένα δηνάριο. Τίνος εικόνα και επιγραφή έχει;’’. Εκείνοι αποκρίθηκαν, ‘’Του Καίσαρος’’. Τότε αυτός τους είπε, ‘’Δώστε λοιπόν στον Καίσαρα όσα οφείλονται στον Καίσαρα και στον Θεό όσα οφείλονται στον Θεό’’ (Λουκ. 20, 23-25).
Ο λόγος του ευαγγελιστή Ιωάννη είναι σαφής λέγοντας μας πως η Βασιλεία του Θεού δεν προέρχεται από τούτο τον κόσμο (Ιω. 18,36). Στο σημείο αυτό συναντάται μία ισχυρή αμφισημία, η οποία αναδεικνύει τη σχέση του Χριστού με τον κόσμο στον οποίο ζούμε και κινούμαστε• η Εκκλησία του Χριστού ζει μέσα στον κόσμο, αλλά δεν προέρχεται από τον κόσμο αυτό (Ιω. 17, 11 καί 14-15).
Ο χριστιανός, ως πολίτης ενός κράτους, δεν μπλέκει τα πολιτικά κόμματα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Άλλος ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων και άλλος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία απέχει και πρέπει να απέχει από την οποιαδήποτε εκφορά κομματικού λόγου. Την ίδια στιγμή όμως έχει την δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να εκφέρει πολιτικό λόγο, δηλαδή λόγο κοινωνικής ευαισθησίας, λόγο που αφορά τον άνθρωπο, λόγο αποχρωματισμένο όμως από κομματικές -παραταξιακές οριοθετήσεις. Ο λόγος της Εκκλησίας απευθύνεται σε μία κοινωνία προσώπων, κι ας έχει μείνει στην ιστορία η εμβληματική φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ πως δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα, φράση που μας φέρνει ενώπιον ενός άκρατου ατομοκεντρισμού.
Είναι άλλο να διαμορφώνεται ένας πολιτικός λόγος που αφορά τον άνθρωπο, την κοινωνία, βασισμένος στην κοινωνική διδασκαλία του ευαγγελίου και άλλο ένας κομματικός λόγος συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών, αποχρώσεων και επιταγών. Για παράδειγμα, ο χριστιανός μπορεί να μιλήσει για την πατρίδα, τη θρησκεία και να τα υπερασπιστεί, όχι όμως κάτω από την ομπρέλα ενός συγκεκριμένου κομματικού χώρου (εκπροσωπώντας τον την ίδια στιγμή), δείχνοντας πως μόνο ο κομματικός χώρος που εκπροσωπεί αγωνίζεται για το καλό των πολιτών. Ο χριστιανός ξεχωρίζει την πίστη από την κομματική ταυτότητα. Υποτάσσεται όμως στους κοσμικούς άρχοντες με σκοπό την ευταξία. Σ’ αυτό συνηγορεί ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: ‘’Ὑποτασσώμεθα καί Θεῷ καί ἀλλήλοις καί τῆς ἐπί γῆς ἄρχουσι• Θεῷ διά πάντα, διά τήν φιλαδελφίαν ἀλλήλοις, δι’ εὐταξίαν τοῖς ἄρχουσι•’’.
Υπάρχει μία περίπτωση σύμφωνα με την οποία ορισμένοι πιστοί να θεωρούν οι ίδιοι ή να τους θεωρούν άλλοι ως ικανούς για την ανάμειξη τους στην πολιτική. Γι’ αυτό και όταν επιλέγουν να στρατευθούν με ένα πολιτικό σχηματισμό καπηλεύονται την Εκκλησία, την πίστη, την πατρίδα κ.ο.κ.. Είναι θεμιτό κάτι τέτοιο; Σημειώνει για το θέμα ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης: ‘’… η άμεση ή έμμεση ανάμιξη άξιων πιστών στην πολιτική δεν δικαιολογεί τη σύνδεση της Εκκλησίας με πολιτικούς σχηματισμούς ή πολύ περισσότερο με πολιτικές παρατάξεις. Φυσικό ακόμα είναι να προτιμούν οι Χριστιανοί τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας από πιστούς ανθρώπους. Αλλά και αυτό δεν είναι απόλυτο. Η πολιτική αναφέρεται στην τακτοποίηση των κοσμικών πραγμάτων και απαιτεί ειδικές ικανότητες, που δεν προϋποθέτουν οπωσδήποτε τη χριστιανική πίστη, αλλά μπορούν να υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο’’.
Σε κάθε προεκλογική περίοδο, όπως και σ’ αυτή που διανύουμε, δεν εκλείπουν οι υπερασπιστές της ορθόδοξης πίστης, οι οποίοι με δόλιο τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και με μελοδραματικό και άκρως σκηνοθετικό τρόπο εμφανίζονται ως σωτήρες του γένους. Εμπλέκουν έτσι την Εκκλησία σε ένα άκρως επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι. Είτε με σύμβολα, είτε με συμβολισμούς, είτε με έναν λόγο που επιδιώκει να διεγείρει το θρησκευτικό και εθνικό συναίσθημα, αυτοπαρουσιάζονται ως οι θεματοφύλακες της πατρίδας. Όλα αυτά βέβαια είναι ξένα και θα παραμένουν ξένα προς την ιδιοσυγκρασία του χριστιανού που δεν εκμεταλλεύεται την πίστη των συνανθρώπων του για να αναδειχθεί εκείνος στο προσκήνιο. Και το τραγικότερο; Η συμμετοχή ρασοφόρων σε κομματικές συγκεντρώσεις προεκλογικού χαρακτήρα, κάτι που δεν συνάδει με το ιερατικό σχήμα και την ιερατική διακονία.
Η ταυτότητα της Εκκλησίας είναι ξένη προς την ταυτότητα του κομματικού ύφους. Προδοσία της ταυτότητας της είναι η οποιαδήποτε ταύτιση της με την πολιτική και την εξουσία, που αίρει την αμφισημία του τρόπου της, γράφει ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης. Η Εκκλησία (και το έχουμε πει πάμπολλες φορές) έχει ευχαριστιακό χαρακτήρα. Η Εκκλησία υφίσταται ως τρόπος ευχαριστιακός μέσα σε μία κοινωνική συνεκτικότητα μυστηριακού τρόπου υπάρξεως. Οι πιστοί αποτελούν τα μέρη του σώματος, του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός (Α’ Κορ. 12, 27). Δεν είναι κομματικός, κοινωνικός, εθνικός, θρησκευτικός, οικονομικός ο σύνδεσμος των πιστών με τον Χριστό. Ο σύνδεσμος είναι σύνδεσμος κοινής πίστης, ένας τρόπος μυστηριακός και λειτουργεί στον αντίποδα της ανθρωποκεντρικής φιλοσοφίας του Διαφωτισμού.
Η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μία Βασιλεία που θα έρθει ως αντιστάθμισμα σ’ εκείνες τις κοινωνικές και οικονομικές αδικίες του κόσμου τούτου και ως αποκατάσταση της κυριαρχίας του Θεού έναντι της πολιτειακής διακυβέρνησης των κατά μέρους τόπων της γης. Αυτό πρέπει να το αντιληφθούμε πολύ καλά. Αναφερόμενος στη Βασιλεία του Θεού, ο μακαριστός Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος γράφει: ‘’ Η ουράνια αυτή βασιλεία είναι αιώνια, δεν έχει τέλος. Στη βασιλεία αυτή του Θεού δεν υπάρχει τίποτε από τα θλιβερά που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στη ζωή αυτή• όπως «πόνος, θλίψις, στεναγμός» θάνατος και τα όμοια, παρά μόνον ευτυχισμένη «ζωή ατελεύτητος».
Ο χριστιανός είναι ευαισθητοποιημένος άνθρωπος. Δεν στέκεται αποστασιοποιημένος από την κοινωνική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας παράλληλα, την αυθεντικότητα του ευαγγελικού και πατερικού λόγου, ο οποίος διακατέχεται από έντονο κοινωνικό ήθος. Δίνοντας απαντήσεις σε κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά ζητήματα. Κι αυτό στον βαθμό που εξυπηρετείται με ήθος διακονίας η σχέση Θεού – ανθρώπου, Θεού – κτίσης, ανθρώπου – συνανθρώπων. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να συμβαίνει μέσα από υποψήφιους που καπηλεύονται την πίστη και την πατρίδα. Σε μία τέτοια περίπτωση όλα αυτά είναι εκ του πονηρού.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων