Γράφει ο Παναγιώτης Καρασίμος
Ένας τρόπος για να διαφυλαχθεί η μνήμη των ανθρώπων είναι η φωτογραφία. Απλές, ασπρόμαυρες, κατά το πλείστον, φωτογραφίες μάς κοιτούν κατάματα, δημιουργώντας τον διάφορα συναισθήματα. Εκεί αντικρίζει κανείς ηλικιωμένους με βαθειά χαραγμένα στο πρόσωπό τους τα χαρακτηριστικά του αγρότη και του εργάτη και της μάνας που πάλεψε σε όλη της τη ζωή να μεγαλώσει την πολυμελή οικογένειά της.
Όλα αυτά θα μας ήταν άγνωστα αν δεν υπήρχε ο φωτογράφος της εποχής, που, έχοντας στα χέρια του ως εργαλείο τη φωτογραφική μηχανή, αποτύπωνε τις μορφές τους πάνω στη φωτογραφία. Ήταν και οι εποχές του μεγάλου ξενιτεμού της πρώτης δεκαετίας του 1900 και εκείνης του 1950, που ο καθένας φεύγοντας για την ξενιτιά έπαιρνε μαζί του και μια φωτογραφία των αγαπημένων του για να τους θυμάται διότι, «ματάκια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται».
Δυστυχώς η πόλη μας στερείται πινακοθήκης για να φιλοξενήσει καλλιτεχνικές φωτογραφίες, όπως και άλλα έργα που να καλλιεργούν το καλλιτεχνικό συναίσθημα στον επισκέπτη: τοπία, προσωπογραφίες ακόμη και έργα σύγχρονης τέχνης, παρόλο που η πόλη μας διαθέτει εκλεκτούς καλλιτέχνες.
Ας κάνω όμως μια σύντομη αναδρομή στη φωτογραφία και ιδιαίτερα στην τοπική της ιστορία.
Στην αρχή άρεσε στους ανθρώπους να βλέπουν το πρόσωπο – είδωλό τους στην ήρεμη επιφάνεια του νερού. Να χαράζουν σε ξύλο μορφές. Να φτιάχνουν ομοιώματα σε ξύλο ή μάρμαρο. Αργότερα μαρμάρινα ομοιώματα ανθρώπων με βλέμμα απλανές και χέρια πόδια χωρίς να εκφράζουν κάποια κίνηση (Ταναγραίες κούκλες).
Στην κλασική περίοδο όμως ο καλλιτέχνης κατορθώνει και δίνει με την τελειότητα του αγάλματος και κίνηση. Και ερχόμαστε στη σύγχρονη εποχή, που ο επισκέπτης σε μουσείο κέρινων ομοιωμάτων δύσκολα διακρίνει αν το άτομο που κάθεται και τον κοιτάζει είναι ομοίωμα.
Όμως, αν μπορεί να υπερηφανεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος για κάποιο από τα άπειρα επιτεύγματα της επιστήμης, πρέπει να αναφερθεί στην αποκρυστάλλωση του χρόνου μέσα από τη φωτογραφία…
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα με την εφαρμογή προγενέστερων ημιτελών εφευρέσεων κάνει την εμφάνιση η φωτογραφία και το 1888 κυκλοφορούν και οι πρώτες μικρές φωτογραφικές μηχανές τύπου ΚΟΝΤΑΚ.
Από τότε υπήρξε ραγδαία η εξέλιξη της τεχνολογίας τής φωτογραφίας και ευρεία η εφαρμογή της. Η φωτογραφική μηχανή είναι πλέον ένα φθηνό και εύχρηστο μηχάνημα, που δεν ξέρουμε ακόμη πού θα φτάσει η τεχνολογία της. Ήδη, γίνεται η μεταβίβαση και αποστολή σε ελάχιστο χρόνο από τόπο σε τόπο και από αποδέκτη σε αποδέκτη, διανύοντας πολλές φορές σε μηδενικό χρόνο ασύλληπτες αποστάσεις στο διάστημα από διαστημικά οχήματα και δορυφόρους με μορφή κίνησης (τηλεόραση, βίντεο κ.λπ.).
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερόμουν, με όσα στοιχεία διαθέτω, και στους δικούς μας φωτογράφους, που στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την οικογένειά τους, ασχολήθηκαν και με τη φωτογραφία για επαγγελματικό σκοπό και άθελά τους αποτύπωσαν και τον γύρω κόσμο τους σε φωτογραφία. Γνωστότερος ο Στουρνάρας από τον Βόλο, ο Τλούπας από τη Λάρισα και ο Μάνθος από τα Τρίκαλα. Αυτών οι φωτογραφίες ξεπέρασαν τον ελλαδικό χώρο και με τη μορφή Καρτ Ποστάλ, καθώς στη μία επιφάνειά του ο αποστολέας μπορούσε να γράψει και μερικές προτάσεις – εντυπώσεις, συμπληρώνοντας τα όσα η φωτογραφία απεικόνιζε.
Τη δουλειά αυτών συνέχισαν και οι απόγονοί τους, με αποτέλεσμα να μας αφήσουν έναν ανεκτίμητο φωτογραφικό θησαυρό, ιδίως με θέματα τοπία των βράχων και των μοναστηριών των Μετεώρων, αλλά και ιστορικών συμβάντων. Από τον χώρο αυτό της Καλαμπάκας και των Μετεώρων πέρασαν και πάρα πολλοί Έλληνες, όπως ο Κόντογλου, ο Θεόφιλος και ξένοι, που με τον φωτογραφικό τους φακό αλλά και με τον χρωστήρα τους έκαναν γνωστό σε όλο τον κόσμο το μοναδικό πέτρινο και μοναστικό τοπίο των Μετεώρων.
Ο φωτογράφος, ο καλλιτέχνης όπως συνήθιζαν να αυτοαποκαλούνται οι νεότεροι δικοί μας, στην αρχή δεν διέθετε φωτογραφείο. Τη φωτογραφική μηχανή που τη στήριζε δε τρίποδο και η οποία είχε και κάποιο βάρος τη μετέφερε στον ώμο του ή σε κάποιο στέκι που συνήθιζε ή στον τόπο της φωτογράφησης, συνήθως σε σπίτια ηλικιωμένων που «δεν αξιώθηκαν στη ζωή τους μια φωτογραφία»…
Η φωτογράφηση ήθελε χρόνο, προετοιμασία και ειδικά υλικά. Ο πελάτης έπαιρνε θέση συνήθως μπροστά σε τοίχο, τον οποίο κάλυπτε μια κουρελού ή ένα άσπρο σεντόνι. Το πρόβλημα για τον φωτογράφο ήταν πώς να στήσει τον ηλικιωμένο για τη φωτογράφηση: τη θέση των χεριών και των ποδιών, την κλίση τού σώματος, το χαμόγελο (πού να το βρει ο φουκαράς;), το ταίριασμα των ρούχων, αλλά και του μουστακιού και του σκούφου. Και αφού προσπαθούσε και ξαναπροσπαθούσε τελικά τον φωτογράφιζε στη «φυσική» του στάση. Γι’ αυτό, παρατηρώντας παλαιότερες φωτογραφίες, διαπιστώνει κανείς τη θέση των χεριών και το βλέμμα των ματιών σε θέση «Ταναγραίας κούκλας»…
Για τα μικρά παιδιά δεν υπήρχε πρόβλημα, αφού ο φωτογράφος τα ξεγελούσε πως τάχα από εκεί, και έδειχνε το φακό, θα βγει ένα πουλάκι. Μόνον που μέχρι να βγεί το πουλάκι, ο βόμπιρας που ζούσε στην εξοχή αγωνιούσε αν θα ήταν κοτσύφι ή πέρδικα!
Όλες οι φωτογραφίες ήταν ασπρόμαυρες. Στις δυο πλευρές του κουτιού της μηχανής ο φωτογράφος είχε φωτογραφίες πρότυπα, από τα οποία ο πελάτης διάλεγε για τον εαυτό του το μέγεθος και την πόζα.
Ο πελάτης περίμενε υπομονετικά τη φωτογραφία του. Θυμάμαι τον Καλαμπακιώτη Δημήτρη Μάνθο, που τελευταία είχε το στέκι του μπροστά από το κατάστημα του Κάκια Μπαντέκα στην αρχή της οδού Ιωαννίνων, που με χωμένο το κεφάλι στον σκοτεινό θάλαμο της μηχανής, έβγαζε έπειτα από λίγο το αρνητικό της φωτογραφίας, που το τοποθετούσε ανάποδα σε ειδικό σημείο απέναντι από τον φακό. Οι περαστικοί, αλλά και όσοι δεν έτυχε να παρακολουθήσουν τη διαδικασία της εμφάνισης, αναρωτιούνταν για το «λάθος» του. Και να το θαύμα. Η φωτογραφία είναι γεγονός.
Η φωτογράφηση κινούμενων προσώπων ήθελε τέχνη και υπομονή, για το στήσιμο της φωτογραφικής μηχανής, τον ιδανικό φωτισμό και την κατάλληλη στιγμή για τη λήψη της φωτογραφίας.
Υπήρχαν και τα απρόβλεπτα. Όπως η πρόσκληση από συγγενείς να αποθανατίσει μακάβρια γεγονότα: τον νεκρό στο φέρετρο ή όταν τον καλούσε η τοπική αστυνομία να «απαθανατίσει» το σώμα κάποιου ληστή…
Όμως, χαρά ιδιαίτερη ένιωθε όταν τον καλούσαν σε γάμο ή βαφτίσια. Στις περιπτώσεις αυτές ήταν και το χαρτζιλίκι από τους ευτυχείς νεόνυμφους ή τους χαρούμενους γονείς.
Στα χρόνια τού ξενιτεμού ο φωτογράφος έκανε «χρυσές» δουλειές με τις οικογενειακές αναμνηστικές φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες που προορίζονταν για συνοικέσια με ξενιτεμένους ήθελαν ιδιαίτερη τέχνη: Η νύφη να φαίνεται και νεότερη και ωραιότερη… Μόνο που οι μέλλοντες γαμπροί το διαπίστωναν πολύ αργά όταν τις υποδέχονταν χαρούμενοι στο λιμάνι. Αλλά, «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο».
Λίγο αργότερα έφτασαν και στην Καλαμπάκα οι φορητές φωτογραφικές μηχανές, με τις οποίες οι φωτογράφοι της εποχής μπορούσαν να μετακινούνται πιο άνετα και να αποθανατίζουν πρόσωπα και γεγονότα. Ο φωτο Μπούλης (Σουλιώτης) και ο Δραγατογιάννης, εκτός από τις μεγάλες επί τριπόδου φωτογραφικές μηχανές, είχαν εφοδιαστεί και με φορητές, που ήταν πιο εύχρηστες, ενώ ο Κώστας Μιχαλόπουλος με τη φορητή φωτογραφική του μηχανή έκανε κι εκείνος τη δουλειά του. Σαν επαγγελματίες μάλιστα διέθεταν και ειδικά εργαστήρια – φωτογραφεία. Στις φωτογραφίες στο πίσω μέρος τους έκαναν γνωστό το όνομα και την επωνυμία της φωτογραφικής τους επιχείρησης με ειδικό σφραγιδάκι χωρίς να παραλείπουν την ημερομηνία της φωτογράφησης.
Μετά την αναχώρηση του Χαράλαμπου Σουλιώτη για τον Καναδά, ο αδερφός του Μήτσιος μέχρι πρόσφατα και ο γιός του Γιώργος που το φωτογραφείο του επί της οδού Κονδύλη φέρει επάξια το όνομα Φωτο-Σουλιώτης, όπως και ο φωτο Λάκης Δραγατογιάννης στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, είναι μπορώ να πω οι μακροβιότεροι στον τομέα της φωτογραφίας στην Καλαμπάκα, χωρίς να παραλείπω και τους νεότερους στο επάγγελμα: Ευάγγελο Πρεμέτη και Δημήτρη Αλεξανδρίδη φωτο-ΜΕΤΕΩΡΑ επί της οδού Τρικάλων, φωτο-Στάσιο Αθανασίου Ζιώγα επί της οδού Μεγ. Αλεξάνδρου.
Οι δουλειές των φωτογράφων άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα, διότι πέραν από τα διάφορα γεγονότα στα οποία καλούνταν να φωτογραφήσουν ήταν απαραίτητες και οι φωτογραφίες για διαβατήρια, αστυνομικές ταυτότητες, διπλώματα αυτοκινήτων και επαγγελματικών αδειών, σχολικά απολυτήρια, σχολικές γιορτές και παρελάσεις, αθλητικά και ποδοσφαιρικά γεγονότα, αναμνηστικές φωτογραφίες αποφοίτησης μαθητών, ευτυχείς φιλικές παρέες.
Στις μέρες μας αδυναμία έχουν οι ευτυχείς γονείς στη φωτογράφηση των τέκνων τους κατά τη στιγμή της βάφτισης, ενώ τόπος αγαπητός –και μάλιστα από τους πιο συχνούς που τονίζονται στις φωτογραφίες των νεοπαντρεμένων– είναι πλέον το συντριβάνι της πλατείας Δημαρχείου! Και φυσικό είναι, όταν εξασφαλίζουν το μεροκάματό τους, να τους περισσεύει χρόνος και διάθεση να φωτογραφίζουν προς δικήν τους τέρψη και ευχαρίστηση και όμορφα τοπία.
Ο καθένας μπορεί πλέον να γίνει χρήστης φωτογραφικής μηχανής, αφού υπάρχει μαζική παραγωγή από διάφορες φημισμένες βιομηχανίες. Μάλιστα, η επιστήμη της φωτογραφίας έχει προχωρήσει τόσο ώστε και ο απλός χρήστης να μπορεί να μεταβιβάζει σε μηδενικό χρόνο και σε μεγάλες αποστάσεις γραπτά κείμενα και φωτογραφίες. Και όχι μόνον. Η ψηφιοποίηση επιτρέπει παράλληλα και εικόνα μεγάλης ευκρίνειας να μεταβιβάζεται με το απαραίτητο κείμενο σε χώρους δουλειάς, καθώς και σε επιστημονικά εργαστήρια και υπηρεσίες.
Στη φωτογραφία του 1957: Φιλική παρέα στην ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ στο Καστράκι. Ο Σωτήρης Καρδαράς με τη γυναίκα του Λουίζα και τις δυο κόρες τους, στο κέντρο ο Βασίλης Κεραμίδας και δεξιά ο Τάκης Καρασίμος.