Ένας χρόνος και πλέον έχει συμπληρωθεί από την ανακάλυψη του ταφικού μνημείου της Αμφιπόλεως, το οποίο επανήλθε προσφάτως στο προσκήνιο της επικαιρότητας, καθώς φέρεται να αποδίδεται στον αδελφικό φίλο του Αλεξάνδρου Ηφαιστίωνα, κατ´ αναθηματική εντολή του πρώτου. Η αναπτυχθείσα φιλολογία -και δυστυχώς και παραφιλολογία- σχετικά με τον τύμβο είχε εμβάλει, κατά τον περσινό Αύγουστο, στην τότε καθημερινή ειδησεογραφία τα ελπιδοφόρα μηνύματα της ιστορικής, διπλωματικής και πολιτιστικής αισιοδοξίας που συνεπάγετο η αναπόφευκτη σύνδεση των ευρημάτων -που έφερνε καθημερινά στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη- τόσο με τη Μακεδονική Δυναστεία όσο και με τον ίδιον τον Μέγα Αλέξανδρο και συνεπακολούθως με την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας.
Η ειδησεογραφική φρενίτιδα που συνεπήρε τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως με αφορμή την αρχαιολογική ανακάλυψη στη μακεδονική κωμόπολη, είχε τότε καταφέρει να αλλάξει, για λίγες ημέρες, τη μηντιακή φρασεολογία, εμπλουτίζοντας το λεξιλόγιό μας με λέξεις δανεισμένες από την ορολογία της ‘αρχιτεκτονικής της αρχαιολογίας’ όπως ορθοστάτες, ημικίονες, ανωδομή και αντίθημα. Λέξεις που εισέβαλαν ευχάριστα ως ιστορική, εθνική και πολιτισμική παρηγορία στην πραγματολογία της μηντιακής εκφραστικότητας κατ´ ανάλογο, αλλά κατοπτρικά αντίθετο, τρόπο με την προ πέντε, περίπου, ετών άλωση του καθημερινού μας λεξιλογίου από όρους όπως spreads, τρόικα, ασφάλιστρα κινδύνου και λίγο παλαιότερα, δομημένα ομόλογα.
Όροι που απετέλεσαν τους θλιβερούς λεξιλογικούς ακόλουθους και προπομπούς της κρίσης. Ήρθαν, λοιπόν, πέρυσι, κατά το τέλος του θέρους, οι εμβάτες και οι λατύπες του λέοντος της Αμφιπόλεως να ενσταλαχτούν ως αργυρές σταγόνες πολιτισμικού αντιδότου στο φαρμάκι που έσταξε στις φλέβες της καρδιάς και της γλώσσας του ελληνισμού η κρίση. Ήταν οι ίδιες αυτές ημέρες κατά τις οποίες στο λεξιλόγιο των Ελλήνων πρωτομπήκε και ο ΕΝΦΙΑ και μάλιστα, είχε κατηγορηθεί η τότε κυβέρνηση Σαμαρά πως υπερπροέβαλλε αντιεπιστημονικά και αντιδεοντολογικά τα πρώιμα ανασκαφικά ευρήματα, προς επικοινωνιακό αποπροσανατολισμό από την τότε επιβληθείσα φοροεπιδρομή στα ακίνητα. Ήταν οι ίδιες ημέρες κατά τις οποίες ο σημερινός Πρωθυπουργός δήλωνε από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως πως μαζί με τα μνημόνια που θα έσκιζε θα καταργούσε και τον ΕΝΦΙΑ.
Έναν χρόνο μετά φαίνεται πως ο ΈΝΦΙΑ είχε έρθει για να μείνει. Ο τότε αντιπολιτευτικός και νυν κυβερνητικός λόγος μπορεί να έκανε αρκετές ιδεολογικές και πολιτικές κυβιστήσεις, φτάνοντας να υπογράψει το πλέον δυσβάστακτο εκ των μνημονίων, παρέμεινε όμως σταθερός ως προς την προσπάθεια απαξίωσης της αρχαιολογικής αξίας των ταφικών ευρημάτων της Αμφιπόλεως. Με το μνημόνιο να διατηρεί τη δυσβάσταχτη απόλυτη τιμή των εξουθενωτικών μέτρων λιτότητας, αλλά να αποκτά πλέον για πρώτη φορά αριστερό πρόσημο, η κυβέρνηση επαναστοχοποιεί την προ έτους ανασκαφική δραστηριότητα στην Αμφίπολη επικρίνοντας τους τότε εμπλεκόμενους για πολιτική εκμετάλλευση του θέματος, για διαστρέβλωση των επιστημονικών δεδομένων και των ευρημάτων καθώς και για απαράδεκτα επικίνδυνη επιτάχυνση του ανασκαφικού χρόνου με πολιτική υστεροβουλία συγχρονισμού των περί των ευρημάτων ανακοινώσεων με την επίσκεψη του τότε Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
Ενώ οι κάτοικοι της Αμφιπόλεως έχουν αρχίσει ήδη να καρπώνονται τα οικονομικά οφέλη που επέφερε η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής τους, χάρη στην αύξηση της επισκεψιμότητας ξένων και Ελλήνων οι οποίοι έλκονται από το επιβλητικό μνημείο του τύμβου -ανεξαρτήτως της συνδέσεως αυτού με τον Μέγα Αλέξανδρο ή και τον Ηφαιστίωνα- κυβερνητικοί κύκλοι υποβαθμίζουν εκ νέου το μνημείο, απομειώνοντας το ιστορικό του κύρος με την χρονοθέτησή του στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους, αντί για την περίοδο της Μακεδονικής Δυναστείας των Αργεαδών.
Φυσικά θα πρέπει να είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης της ιστορίας προς απόκτηση -εξ επικοινωνιακού αποπροσανατολισμού- πολιτικού οφέλους ή -εξ επιστημολογικής παραχαράξεως των αρχαιολογικών ευρημάτων- τέρψιν των εθνικών μας αντανακλαστικών που εκλύονται αυτόματα όταν αγγίζεται το πατριωτικώς νευραλγικό θέμα της Μακεδονίας μας. Όμως, όπως συμβαίνει με όλα τα νομίσματα, συμπεριλαμβανομένων των ευρωκερμάτων, των δραχμών, των φοινίκων αλλά και αυτών που βρέθηκαν ως κτερίσματα στους Μακεδονικούς Τάφους, έτσι και με το θέμα της Αμφιπόλεως, υπάρχουν δύο όψεις, αμφίπλευρες.
Μπορεί, τελικώς, να μην ήταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος στην Αμφίπολη, μπορεί να αποδειχθεί πως ούτε προς τιμή του Ηφαιςτίωνος ανηγέρθη το μνημείο, όμως αυτό δε σημαίνει πως πρέπει τώρα να υποβαθμίζονται τα ιστορικά συμφραζόμενά του, ιδιαίτερα όταν αυτό λειτουργεί ως μείζων πόλος τουριστικής έλξεως και συνακόλουθης τονώσεως της τοπικής οικονομίας. Ακόμη και αν η περσινή ανασκαφική δραστηριότητα στον Τύμβο Καστά είχε προπαγανδιστικώς διογκωθεί για να ξεχάσουμε τον ΕΝΦΙΑ –τον οποίο η τότε αντιπολίτευση αντιπροπαγάνδιζε πως θα καταργούσε, ως η μελλοντική πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς- αφού και φέτος καλούμαστε να υποστούμε εκ νέου την ΕΝΦΙΑκή φοροεπιδρομη, ας αφήσουμε τουλάχιστον ήσυχον τον αμφιπόλειο Λέοντα να αυταπατάται -και αυτός- πως φρουρούσε τόσα χρόνια τον τάφο του Μεγαλέξανδρου ή έστω του Ηφαιστίωνος.
Και καθώς η συζήτηση ανοίγει ξανά γύρω από τον Μέγα Αλέξανδρο, τον θάνατό του και το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού, παραθέτω αποσπάσματα από το Διήγημά μου «Ενας βώλος από ασήμι» το οποίο είχε βραβευθεί σε Διεθνή λογοτεχνικό Διαγωνισμό τον οποίο είχε διοργανώσει το 2009 η Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών της Αργεντινής και το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, με θέμα, «O ελληνισμός και ο Μέγας Αλέξανδρος». Ένα διήγημα σφαιρωμένο γύρω από τη συναρμογή ανάμεσα στο μεγάλο όραμα του Αλέξανδρου, τις κατακτήσεις και τις πολεμικές συγκρούσεις από τη μια μεριά και τις ανθρώπινες πλευρές, τις εσωτερικές του συγκρούσεις και ανησυχίες από την άλλη.
Ο Μακεδόνας Βασιλιάς παρουσιάζεται μέσα από την αντίστιξη ανάμεσα στον θεϊκό μύθο που περιέβαλλε τη ζωή του και τη θνητότητα που αναπόδραστα χαρακτηρίζει τη μοίρα όλων των ανθρώπων. Αυτός που έφτασε να κρατά την υδρόγειο στην παλάμη του (…παρότι τότε οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι η γη ήταν επίπεδη και όχι σφαίρα..) παρουσιάζεται, κατά τις τελευταίες ώρες της ζωής του, να κρατά στο χέρι του τον παιδικό του βώλο και να επαναφέρεται στη βασική αφετηρία της ζωής του, στα παιδικά του όνειρα. Όνειρα για όλον τον ελληνισμό αλλά και για όλον τον κόσμο. Η επιθανάτια αγωνία του επεκτείνεται σε μια αγωνία για το μέλλον του ελληνισμού. Σε μια ανασκόπηση των χαρισμάτων αλλά και των ελαττωμάτων της φυλής μας που η κρίση των τελευταίων ετών τα φέρνει αναπόφευκτα στην επιφάνεια. Είτε ήταν θαμμένος, ο Αλέξανδρος, στην Αμφίπολη, είτε αλλού…
‘Σήκωσε με κόπο το εξαντλημένο χέρι του και έγνεψε με ένα ανεπαίσθητο τρεμόπαιγμα των μακρόμισχων, καλοσμιλεμένων δακτύλων του που η οστεώδης, αλλά στιβαρή, κατασκευή τους ήταν, σίγουρα, κληρονομικό δώρο της Ολυμπιάδας.
Έγνεψε προς την ατελείωτη σειρά των στρατιωτών, των αξιωματικών και των στρατηγών του που με τα δάκρυα να ρυακίζουν στα φαγωμένα από τους πολέμους μάγουλα, διάβαιναν σιωπηλοί μπροστά από το κρεβάτι του.
Μπερδεύονταν και αναρωτιόνταν αν αυτός που από ορφανός πρίγκιπας της Μακεδονίας, περνώντας τον Ελλήσποντο ως ηγεμόνας των Ελλήνων, έφτασε να γίνει σατράπης του Κόσμου, μονάρχης των φυλών της Ασίας, κύριος της Περσίας, της Μηδίας και των χωρών της Ανατολής, έως εκεί που ο Μεγάλος Ωκεανός βρέχει τις μαγικές ακτές της Ινδίας∙ αν αυτός, που το μεγαλείο των πόλεων που ίδρυσε μπορούσε να συγκριθεί μόνον με τη δύναμη των πόλεων που κατέκτησε, μπορούσε τελικά να πεθάνει…
Απόκαμε να χαιρετά κι άπλωσε το χέρι του έξω από το κρεβάτι, όπως έκανε μικρός, υποταγμένος στα πνευματικά γυμνάσια του Λεωνίδα. Αυτού του αυστηρού Ηπειρώτη παιδαγωγού, με τις σπαρτιάτικες μεθόδους, που η μάνα του τον είχε φέρει στην ακολουθία της και ο οποίος, αφού τον σκληραγωγούσε όλη μέρα με έναν σωρό σωματικές ασκήσεις, τη νύχτα τον υποχρέωνε να ξαπλώνει, κρατώντας το χέρι του τεντωμένο πάνω από μια αργυρή λεκάνη, με έναν ασημένιο βώλο στα δάχτυλά του. Όταν ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρα του, ο βώλος έπεφτε κι εκείνος ξυπνούσε για να συλλογιστεί τις πνευματικές ασκήσεις και τα μαθηματικά προβλήματα του δασκάλου του(….)
Δεν ρώτησε τίποτα για τον εαυτό του….
Εκείνος ρώτησε μόνο για την Ελλάδα. Ρώτησε για τη νέα Ελλάδα που ξεπηδούσε μέσα απ’ τις κατακτήσεις του, μέσα απ’ το μωσαϊκό των ανθρώπων, των εδαφών και των πολιτισμών που διάβαινε. Ρώτησε για το μέλλον του ελληνισμού που χάρη σε εκείνον απλωνόταν από τον Δούναβη ως τη Βακτριανή κι απ’ το Αιγαίο μέχρι τον Νείλο και τον Ινδικό.
Ρώτησε για την αυτοκρατορία των Μακεδόνων, την αυτοκρατορία όλων των Ελλήνων, αλλά και όλων των κατακτημένων λαών. Αν πλέον θα ζούσαν με τη σοφία του Αριστοτέλη, την πειθαρχία και τους νόμους που θα τους όριζε, χωρίς διακρίσεις για το χρώμα, τους θεούς ή τη φυλή τους, αλλά με μόνο κριτήριο την αρετή. Ρώτησε για το αστραφτερό πνευματικό αμάλγαμα που γύρευε να φτιάξει σφυρηλατώντας στην πολεμική φωτιά της μεγαλοφυΐας του τη σοφία της Ελλάδος και της Ανατολής.
Έκλεισε τα φλογισμένα μάτια του και ο θεός τού τα φανέρωσε όλα.(…)
Είδε τον Πτολεμαίο, τον Περδίκα, τον Σέλευκο, τον Ευμένη, τον Μελέαγρο, τον Αντίγονο τον μονόφθαλμο και όλους τους άλλους που τώρα περνούσαν σκυφτοί μπροστά του, να πολεμούν μεταξύ τους. Όχι για να αυξήσουν τα όρια της αυτοκρατορίας, αλλά κυριευμένοι από τον δαίμονα της διχόνοιας και της φιλοπρωτίας που κυβερνά το γένος των Ελλήνων.
Ένιωσε τη γλυκιά μυρωδιά της Ρωξάνης που πλησίαζε το κρεβάτι του. Αρώματα των ρόδων της Σογδιανής και σμύρνα που απλώνουν στα κορμιά τους οι ιέρειες του Άμμωνα. Ο πυρετός της Βαβυλώνας και η δίψα της Σίβα ενώσανε αυτά τα αρώματα με τη μυρωδιά της μάνας του. Όπως ενώθηκαν οι μυρωδιές τους όταν οι δυο γυναίκες αντάμωσαν στη Μακεδονία, για να τις σκοτώσει ο Κάσσανδρος μαζί με τον μικρό γιό του, τον Αλέξανδρο, στην Πύδνα και την Αμφίπολη….
Μα κι αν ακόμα οι Ρωμαίοι πυρπόλησαν τη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, στίχοι καβαφικοί φωτίζουν το παγκόσμιο πνεύμα, όπως φωτίζει ο φάρος της, στα μακρινά νυχτερινά ταξίδια, τα ποντοπόρα πλοία των Ελλήνων. Πλοία που δεν είναι πια από ξύλο, όπως του Νέαρχου, αλλά που στα μεταλλικά τους αμπάρια κρύβουν τα ειρηνικά φορτία και τ’ αγαθά που μεταφέρουν, από τη Γη του Πυρός ως την Ωκεανία, από τις βόρειες Θάλασσες ως τις ακτές της Αραβίας και της Αφρικής που ο ίδιος δεν πρόλαβε να περιπλεύσει.
Και οι ναυτικοί τους βγαίνουν κάθε βράδυ στη γέφυρα, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη και τη ματιά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, μήπως και δουν, λίγο έξω απ’ το Μοντεβίδεο, πλάι στις Εβρίδες ή στα ανοιχτά του Χάλιφαξ και της Καναδικής Ασπίδας, να στραφταλίζουν στο φεγγαρόφωτο οι ασημωτές φολίδες της αδερφής του, της Γοργόνας. Να τους ρωτήσει, με τα μαλλιά ξέπλεκα στα αλμυρά της στήθη, αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος και εκείνοι να απαντήσουν πως ζει και βασιλεύει, έστω και αν δεν πρόλαβε να του δροσίσει τα φλογισμένα χείλη του με το αθάνατο νερό, τις δεκατρείς ημέρες της αρρώστιας του στη Βαβυλώνα.
Ζει και θα ζει όπου υπάρχουν Έλληνες, όπου υπάρχουν πολίτες των εθνών, έτοιμοι να αφήσουν πίσω το παλιό, να ενωθούν, πάνω από διαφορές κι από ενάντιες κουλτούρες, να υποτάξουν, ή έστω να κοιμίσουν τους εσωτερικούς τους δαίμονες και να ονειρευτούν μια νέα οικουμένη για το γένος των ανθρώπων, όπου το πνεύμα θα νικά την ύλη.
Και τότε, η Γοργόνα γαληνεύει τη θάλασσα, καταλαγιάζει τη φουρτούνα που πνίγει τους απίστους στον βυθό, μερώνει τα κύματα και βγάζει τα καράβια στο λαμπροφορεμένο λιμάνι της πόλης της, στις θαλασσοφίλητες ακτές του Θερμαϊκού, στη Σαλονίκη. Εκεί όπου άνθισε ξανά η Μακεδονία και ο Ελληνισμός και πάνω στους αρχαίους ναούς χτίστηκε η βασιλική του Άη-Δημήτρη του Μυροβλύτη, που το νεκρό του σώμα ανέδιδε μύρο, όπως μοσχοβολούσε, μεταθανάτια, και το σώμα του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα.
Και πάνω στα ερείπια του ιερού των Καβείρων, που τους υπηρετούσε ιέρεια η Ολυμπιάδα, ορθώθηκε κυκλική η Ροτόντα, ο ναός του Αη-Γιώργη, που σαν πολεμιστής που ήταν και αυτός, κάρφωσε με τη λόγχη του τον δράκοντα που φύλαγε τις πηγές κι έσωσε τη βασιλοπούλα, όπως χιλιάδες χρόνια πριν, λευτέρωσε την Ανδρομέδα, από τον βράχο κι απ’ τα σαγόνια του Κράκωνα, ένας άλλος γιος της χρυσαφένιας βροχής του Δία, ο Περσέας.
Πέτρα πάνω στην πέτρα, Έλληνας πάνω στον Έλληνα, εκκλησιά πάνω στον βωμό, άγιος πάνω στον ήρωα, χτίζεται το πεπρωμένο της φυλής, σε μια αδιάσπαστη συνέχεια. Κι ας φύτρωσε πλάι στη Ροτόντα ο μιναρές και ας έπεσε η μεγάλη Πόλη που χτίσανε οι Έλληνες λίγο πιο ανατολικά, κοντά στο Ίλιο, όπου είχανε σταθεί οι Μακεδόνες να προσκυνήσουν τον τάφο του Αχιλλέα, λίγο πριν εξορμήσουν στην Περσία.(…)
Μέσα απ’ τις σκοτεινές γωνιές των μαντείων του μυαλού του ο αρχιερέας του Άμμωνα τού μιλούσε τώρα για ένα μικρό κράτος στα βόρεια της Ελλάδας που καπηλευόταν το όνομα της Μακεδονίας του και το χρυσό αστέρι από τη σαρκοφάγο του πατέρα του. Του έλεγε και για κάτι μεγάλα σιδερένια πουλιά με νύχια από ατσάλι και ανάσα από φωτιά που χτυπιούνται σαν γρύπες και σαν άρπιες πάνω από το Αιγαίο.
Μα ο Αλέξανδρος δεν άκουγε. Οι ναοί της σκέψης του καιγόταν απ’ τον πυρετό, σαν το ναό της Αρτέμιδος που έκαψε ο Ηρόστρατος στην Έφεσσο, το βράδυ της γεννήσεώς του…
Έπλεε πια στον Αχέροντα. Το παράστημα του πατέρα του δεν ήταν πια σκυφτό και τρεκλίζον. Το λαβωμένο μάτι του δεν σκεπαζόταν πια απ’ τον μαύρο επίδεσμο αλλά αστραποβολούσε μαζί με το άλλο, σαν τα δύο αστροπελέκια που σημάδεψαν τον ουρανό τη νύχτα που γεννήθηκε ο γιος του. Το πόδι του δεν κούτσαινε.(…)
Κοίταξε τα χέρια του. Από το ένα του φάνηκε πως έσταζε αίμα. Από το άλλο είδε να ακτινοβολεί μία απόκοσμη λάμψη. Στα αυτιά του έφταναν κιόλας οι φωνές του λαού που κατά την τελετή της κηδείας του τον περιέφερε στην πόλη, με τα χέρια έξω απ’ το νεκρικό του φορείο φωνάζοντας «Ο Αλέξανδρος με καθαρά χέρια γεννήθηκε και με καθαρά χέρια πηγαίνει στον άλλο κόσμο».
Κοίταξε το χέρι του με την περίεργη λάμψη, που το είχε τεντώσει πάνω από τη λεκάνη που είχε φέρει ο Αρίστανδρος. Είδε ανάμεσα στα δάχτυλά του να λαμπυρίζει ο ασημένιος βώλος. Τώρα μπορούσε να παραδοθεί στον ύπνο άφοβα. Σαν θα ‘κλειναν τα βλέφαρά του, ο βώλος θα έπεφτε και εκείνος θα ξυπνούσε… ‘