Του Γεωργίου Παπασίμου
Η προκλητική και ιταμή παραχάραξη της Ιστορίας από τον Ερντογάν εν σχέσει με την καταστροφή της Σμύρνης, φτάνοντας στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι Έλληνες έκαψαν αυτήν και όχι ο τουρκικός στρατός του Κεμάλ, πέραν της οργής και της θλίψης που δημιουργεί στον απανταχού Ελληνισμό, φωτίζει εναργώς την πολιτική θέση του τουρκικού εθνικισμού και αναθεωρητισμού.
Και αυτό, γιατί οι δηλώσεις αυτές, βοηθούσας και της ανεκδιήγητης ηγεσίας του ΝΑΤΟ που απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στην Τουρκία, έγιναν σε μια περίοδο, όπου υπάρχει επιφανειακή νηνεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, λόγω της ανάγκης μερικής φιλοδυτικής στροφής του Ερντογάν, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα και να πετύχει την προμήθεια των F-16 από τις ΗΠΑ.
Αποκτούν, δε, πολύ μεγάλη σημασία λόγω της ελληνικής στάσης, που προσέρχεται σε έναν αχαρτογράφητο και επικίνδυνο πολιτικό διάλογο κορυφής, που θα εγκαινιαστεί σε λίγες μέρες, όπου θα συναντηθούν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών.
Ήδη η Τουρκία την προηγούμενη τριετία έθεσε με τον πιο δυνατό και επίσημο τρόπο (ΟΗΕ) όλη την ατζέντα των παράνομων διεκδικήσεών της (αποστρατικοποίηση νησιών, αμφισβήτηση της κυριαρχίας όχι μόνο των βραχονησίδων, αλλά και των μεγάλων νησιών στο Αιγαίο, δημιουργία ανεξάρτητου κατοχικού κράτους στην Κύπρο με προσπάθεια επέκτασης του ΑΤΤΙΛΑ στη νεκρή ζώνη και εποικισμό της Αμμοχώστου, παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και διαμοιρασμός του Αιγαίου με βάση την κατάπτυστη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν ΑΟΖ αλλά μόνο χωρικά ύδατα).
Με βάση αυτό το διακηρυγμένο πλέγμα των παρανόμων τουρκικών διεκδικήσεων η αποδοχή της Ελλάδος για διμερή πολιτικό διάλογο σε υψηλό επίπεδο κρύβει σοβαρούς κινδύνους, είτε αυτοί οι κίνδυνοι αφορούν το επικοινωνιακό κομμάτι στο διεθνή χώρο, όπου ο μόνιμος ταραξίας εμφανίζεται εικονικά με προβιά προβάτου, βοηθούντος σε αυτό η χώρα μας, η οποία έτσι αποδυναμώνει ισχυρά διεθνή ερείσματα της (π.χ. Μενέντεζ), είτε στην απευκταία περίπτωση υπαρκτών υποχωρήσεων από τις πρόθυμες ελληνικές ελίτ, που διέπονται διαχρονικά από φοβικό σύνδρομο και είναι έτοιμες να συνομολογήσουν συμφωνίες τύπου «Πρεσπών του Αιγαίου».
Ήδη η λεγόμενη «πέμπτη φιλοτουρκική φάλαγγα» εντός της χώρας έχει ξιφουλκήσει δημόσια υπέρ του διαλόγου και υπέρ μιας συμφωνίας με κάθε κόστος με την Τουρκία μέσω της Χάγης, αν και είναι γνωστό ότι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί, αφού η Τουρκία προτάσσει τις παράνομες διεκδικήσεις της, που αφορούν αμιγώς την εθνική μας κυριαρχία, όπως αποστρατικοποίηση νησιών, γκρίζες ζώνες κ.λπ.
Τα παραπάνω όμως δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μια ελληνική κυβέρνηση θα τολμούσε να συμπεριλάβει στο συνυποσχετικό που απαιτείται για την παραπομπή θεμάτων στο Δικαστήριο. Αλλά ακόμα και στην απίθανη περίπτωση, που η Τουρκία αποδεχόταν στο συνυποσχετικό να συμπεριληφθεί μόνο ο καθορισμός της ΑΟΖ, αυτό προϋποθέτει την πρότερη άσκηση του μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων.
Έτσι, οι προκλητικές δηλώσεις Ερντογάν επαναφέρουν στο προσκήνιο «χωρίς αναισθητικό» αυτό που οι λωτοφάγοι της ελληνικής πολιτικής εξουσίας προσποιούνται ότι δεν βλέπουν: Ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει ιστορικό βάθος, αποτελώντας ουσιαστικά την οδυνηρή συνέχεια της Μικρασιατικής Καταστροφής πριν έναν αιώνα, με αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, που το πολιτικό κατεστημένο της χώρας φρόντισε ενοχικά να μην αναλύσει και να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού.
Είναι προφανές ότι για μια στοιχειώδη σοβαρή αντίδραση της Ελλάδος στις ιταμές δηλώσεις Ερντογάν, που παραχαράσσουν βιαίως την Ιστορία, θα έπρεπε να είναι η δημόσια αποκατάσταση της αλήθειας για το έγκλημα καταστροφής της Σμύρνης, όπου ο κεμαλικός στρατός σχεδιασμένα, με εκτελεστή τον Νουρεντίν Πασά, εξολόθρευσε όλο τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό και έκαψε εκ θεμελίων όλη την ελληνική και αρμενική συνοικία, διαπράττοντας εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και μια ακόμα γενοκτονία.
Μάλιστα, για την ιστορική αποκατάσταση των πραγμάτων, οι κάτοικοι της Σμύρνης ήταν παντελώς άοπλοι και αβοήθητοι, τόσο από τους ξεδιάντροπους πρώην συμμάχους (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ), όσο και από την Ελλάδα, αφού ο φιλομοναρχικός θίασος, μετά τις καταστρεπτικές εκλογές του 1920 έως την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922, διέπραξε σωρεία εγκληματικών λαθών, που οδήγησαν στον ξεριζωμό του ακμαίου ελληνισμού στην Μικρά Ασία.
Έτσι, το τραγικό δεν είναι ότι ο εθνικιστικός και ακροδεξιός συρφετός της Άγκυρας επί χρόνια ομιλούσε με καμάρι για τα εγκλήματά του στη μαρτυρική Σμύρνη το 1922 (πλέον ο Ερντογάν αποδίδει το κάψιμο της πόλης στην Ελλάδα!), αλλά ότι η ελληνική πλευρά διαχρονικά σιωπά, μη αναδεικνύοντας στα διεθνή φόρα την γενοκτόνο συμπεριφορά του τουρκικού κράτους, που ξεκίνησε από το 1914 από τους Νεότουρκους και γιγαντώθηκε το 1923 από τον Κεμάλ με τον θάνατο, εκτοπισμό και τον ξεριζωμό χιλιάδων Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων και γενικά όλων των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στην πολυεθνική, τότε, Μικρά Ασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πραγματική σημασία για την Ελλάδα, αλλά και τη Δύση, της εσκεμμένης καταστροφής της Σμύρνης από τον Νουρεντίν Πασά επισημαίνεται όχι από Έλληνες ιστορικούς, αλλά από τον Βρεττανό Gilles Millton («Χαμένος Παράδεισος: Σμύρνη 1922»), ο οποίος τονίζει με έμφαση ότι αποτελεί οδυνηρή διαπίστωση, ότι οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την ιστορία της Μικράς Ασίας και των εθνικών εκκαθαρίσεων που πραγματοποίησε εκεί ο τουρκικός εθνικιστικός μιλιταρισμός, όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων.
Στο εσωτερικό μάλιστα, εάν κανείς συγκρίνει τις απόψεις μεγάλης μερίδας της ελληνικής ιστοριογραφίας όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων (δεξιάς και αριστεράς), θα βρεθεί προ της εκπλήξεως να διαπιστώνει ότι κυριαρχεί η άρνηση της πραγματικότητας, τα ενοχικά συμπλέγματα, καθώς και η μεταφορά των τουρκικών απόψεων.
Αυτό, για παράδειγμα, το διαπιστώνει κανείς ιδιαίτερα εν σχέσει με την πυρκαγιά της μαρτυρικής Σμύρνης, που αποδίδεται συνήθως σε τυχαίο γεγονός και όχι σε συνειδητή προσπάθεια του κεμαλικού εθνικισμού να εκδιώξει δια παντός κάθε μη μουσουλμανικό στοιχείο από το χώρο της Μικράς Ασίας. Πλην όμως την αλήθεια για το θέμα αυτό φωτίζει ο Fatih Rifki Atay, σημαίνον κεμαλικό στέλεχος, που από τη δεκαετία του 1950 είχε γράψει εμφατικά ότι: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτίρια στη θέση τους δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες» (βλ. Βλάσης Αγτζίδης «Μικρασιατική Καταστροφή»).
Η οδυνηρή πραγματικότητα είναι ότι συστηματικά το στρατο-ισλαμιστικό καθεστώς της Άγκυρας πρώτα υπό τον μανδύα του δυτικού κεμαλισμού και εν συνεχεία υπό τον μανδύα του αντιδυτικού ισλαμο-οθωμανισμού, χωρίς όμως καμία ρωγμή μεταξύ τους ως προς τις επεκτατικές επιδιώξεις του, φιλοτέχνησε τις ανύπαρκτες νομικές με βάση τις υπογραφείσες συνθήκες και το διεθνές δίκαιο παράνομες διεκδικήσεις του, χωρίς τη στιβαρή και οργανωμένη ελληνική αντίδραση.
Γιατί αν κάποιος παρατηρήσει από απόσταση το ιστορικό διάβα αυτών των εκατό χρόνων, θα διαπιστώσει ότι ουδέποτε υπήρξε πραγματική περίοδος ειλικρινούς φιλικής προσέγγισης των δύο χωρών και άρσης της ιστορικής αντιπαλότητας από την πλευρά της Τουρκίας.
Μετά τη σύναψη της συνθήκης της Λωζάνης το 1923, που υπήρξε η γενέθλια πράξη ιδρύσεως του σημερινού τουρκικού κράτους, ο Κεμάλ Ατατούρκ επιδίωξε τη σταθεροποίηση και ισχυροποίηση του τουρκικού κράτους υπό τον μανδύα του φιλοδυτικού ηγέτη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος και λόγω των τότε συνθηκών του ψυχρού πολέμου υπήρξε η ανάπτυξη μεγάλων ερεισμάτων της Τουρκίας στη Δύση.
Η σχέση όμως αυτή αποδείχθηκε πάντα ετεροβαρής σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, καθόσον ο βασικός πυρήνας του τουρκικού κεμαλικού καθεστώτος, παρά τον επιφανειακό κοσμικό χαρακτήρα, παρέμεινε βαθιά αυταρχικός και υπέκρυπτε τις ανομολόγητες επιθετικές και κατακτητικές επιδιώξεις του τουρκικού κράτους. Γι’ αυτό, όταν ισχυροποιήθηκε και αναπτύχθηκε η ενδογενής τουρκική οικονομική ολιγαρχία, υπήρξε η επανάληψη της βασικής τουρκικής πολιτικής που αποτυπώθηκε στο συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη το 1911 και που ήταν η εξολόθρευση όλων των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Στο πλαίσιο αυτό έγινε ο εξανδραποδισμός της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης στα θλιβερά γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, με στόχο τη βίαιη υποκατάσταση της ακμάζουσας εμπορικής δραστηριότητας του ελληνικού στοιχείου από την αναδυόμενη τουρκική οικονομική ολιγαρχία.
Στη συνέχεια, στη δεκαετία του ’70 υπήρξε η επιχείρηση ΑΤΤΙΛΑΣ με κατάληψη της Μεγαλονήσου εξαιτίας της μικρονοητικότητας της χουντικής τριανδρίας στην Ελλάδα και η σταδιακή αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, παραποιώντας τις υπογραφείσες συνθήκες, αλλά και τη συνεχή κατευναστική ελληνική πολιτική.
Στη συνέχεια μέσω της πολιτικής το γκριζαρίσματος των 152 βραχονησίδων με αφορμή τα Ίμια αποκαλύφθησαν οι πραγματικές επιδιώξεις της που είναι το μοίρασμα του Αιγαίου κατ’ ισομοιρίαν, όπως τόνιζε εμφατικά πάντα ο Α. Παπανδρέου, η δημιουργία ασαφούς καθεστώτος κυριαρχίας στα ελληνικά νησιά και η υφαρπαγή τεραστίων θαλασσίων ζωνών της εν δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μέσω του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Επιδιώξεις που έχουν ως τελικό σκοπό τη φιλανδοποίηση της Ελλάδος και της Κύπρου και τη μετατροπή τους σε δορυφόρους της τουρκικής επικυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτή η κατάληξη των πραγμάτων στα ελληνοτουρκικά δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά είναι το αποτέλεσμα των χρόνιων παθογενειών της ελληνικής στάσης απέναντι στις τουρκικές παράνομες επιδιώξεις με την κυριαρχία του φοβικού συνδρόμου και της κατευναστικής πολιτικής που είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή έμμεση νομιμοποίηση των τουρκικών παράνομων απαιτήσεων.
Οι ψευδαισθήσεις και τα μυθεύματα που κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική σκηνή σταδιακά, ιδιαίτερα την περίοδο της Ύστερης Μεταπολίτευσης ως σήμερα και αφορούσαν ότι είτε ότι θα λυθούν τα προβλήματα με βάση τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα (ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ βάσει του Διεθνούς Δικαίου), είτε μέσω της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. ως μέσο εξημέρωσης του «θηρίου», είτε μέσω βοήθειας και λύσεως από τρίτους, έχουν πλήρως συντριβεί μπροστά στον κυνισμό του γκρίζου λύκου.
Και ενώ θα μπορούσε να υπάρξει η ουσιαστική μελέτη και απεικόνιση των πραγματικών γεγονότων και πράξεων, των ιστορικών ευθυνών εκείνων που συντελέστηκαν δια των πράξεων και παραλείψεων μέσω του εθνικού διχασμού και των συσσωρευμένων λαθών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, που οδήγησαν στην Μικρασιατική Καταστροφή το Καλοκαίρι του 1922 έτσι ώστε να αποτελέσει όλο αυτό πηγή εθνικής αυτογνωσίας και αποφυγής ίδιων λαθών στο παρόν και στο μέλλον (τα οποία δυστυχώς αναπαράγονται), το ελληνικό πολιτικό σύστημα επέβαλε τη συλλογική αμνησία και την υποδόρια κατασκευασμένη λήθη προκειμένου να ξεπλυθούν τις ευθύνες για την εθνική αυτή τραγωδία, που παραμένει όμως ως σήμερα χαίνουσα. Χαρακτηριστική προσπάθεια και όχι μόνο αυτή, για την προώθηση της συλλογικής αμνησίας αποτέλεσε το βιβλίο της ιστορίας της Στ’ δημοτικού το 2006 στην οποία περιγράφεται η καταστροφή της Σμύρνης και ο βίαιος θάνατος χιλιάδων Ελλήνων ως «συνωστισμός» στην προκυμαία της πόλης.
Πρόκειται για το απαύγασμα της αποδομητικής ιστοριογραφίας, που έχει εισχωρήσει σε μεγάλο μέρος των ιστορικών της χώρας (ψευδοαριστερής και νεοφιλελεύθερης κοπής).
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!