*Μία περιδιάβαση στο ποίημα του Γ. Αλεξανδρή «Στη σωστή και στη δική μας ώρα».|
“ήρθαμε και ζούμε στη σωστή και στη δική μας ώρα”
Ηλία Γιαννακόπουλου
Φιλολόγου
Το βέλος του Χρόνου μπορεί να μην έχει ορατή κατεύθυνση για να προφυλαχτούμε από την ταχύτητά του, αλλά λίγο – πολύ όλοι νιώθουμε το θόρυβο που προκαλεί περνώντας δίπλα μας. Άλλοι μελαγχολούν για τα χρόνια που φεύγουν κι άλλοι πανηγυρίζουν για το νέο χρόνο προσδοκώντας να ζήσουν όσα δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν τον προηγούμενο χρόνο.
Αποτελεί παραδοξότητα να αντιμετωπίζουμε το «δρομολόγιο» του χρόνου άλλοτε με αναθεματισμούς (παρελθόν) κι άλλοτε με δοξαστικούς ύμνους (μέλλον). Κι αυτό γιατί ο δρόμος, η “οδός του Χρόνου είναι πάντοτε η ίδια”, χωρίς ανηφόρες και κατηφόρες, χωρίς στροφές ή άλλα φυσικά εμπόδια. Ίσως ο Ηράκλειτος να είχε δίκαιο όταν έλεγε πως:
“Οδός άνω και κάτω μία και ωητή”
Ωστόσο από τον κατάλογο των ανθρώπινων αντιδράσεων δεν λείπουν κι εκείνοι οι προβληματισμοί για τον τρόπο που αντιμετωπίσαμε τον χρόνο σε διάφορα στάδια της ζωής μας. Άλλοι αφεθήκαμε χωρίς δυνάμεις και θέληση στην καταιγίδα του χρόνου, άλλοι αγωνιστήκαμε και αντισταθήκαμε στις επιταγές του κι άλλοι συμβιβαστήκαμε με τη λογική πως είμαστε τυχεροί που ακόμη ή και σήμερα ζούμε.
Τις παραπάνω στάσεις-αντιδράσεις απέναντι στο χρόνο κωδικοποιεί με τον δικό του τρόπο και τα πολλά σημαινόμενα ο ποιητής Γ. Αλεξανδρής στο ποίημά του «Στη σωστή και στη δική μας ώρα»*. Αν και το ποίημα είναι παλιό (2012) δεν παύει να αποτυπώνει με περισσή ενάργεια τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης στάσης και συμπεριφοράς απέναντι στο χρόνο.
Ο τίτλος του ποιήματος από μόνος του σε προκαλεί να διαβάσεις με προσοχή το ποίημα και να αναζητήσεις ποια είναι η “σωστή και η δική μας ώρα”. Ίσως σε αυτήν την αναζήτηση με την συνακόλουθη περιέργεια να μάς οδήγησε και η γνωστή θέση – παραδοχή πως χώρα και λαός «είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Μία περιδιάβαση στις τέσσερις στροφές του ποιήματος θα μάς βοηθούσε πέραν όλων των άλλων να ακτινογραφήσουμε και τη δική μας εσώτερη στάση προς το χρόνο.
«Τότε που οι καιροί περνούσαν / βιαστικοί /
κι εμείς βγαίναμε να λογαριαστούμε / μαζί τους /
με ανόθευτα όνειρα και αξόδευτες / προσδοκίες, / ξέραμε πως ανηφορίζουμε και δεν / προλαβαίναμε /
ούτε να τους διαβούμε με τα πρώιμά μας / χρόνια/ ούτε να και να τους σημαδέψουμε στις / ζεστές πολιτείες /
που ριζώναμε στις μεγάλες του κόσμου / απλωσιές».
Ως αρχική διαπίστωση του ποιητή καταγράφεται η “βιασύνη” του χρόνου και η αδυναμία του νέου ανθρώπου «ανόθευτα όνειρα, πρώιμα χρόνια» να τον ακολουθήσει στη φρενήρη πορεία του. Η αθωότητα της νιότης, η απειρία της ηλικίας και οι μεγάλες προσδοκίες εμποδίζουν τον άνθρωπο να διαμορφώσει μία ορθολογική στάση απέναντι στην ταχύτητα του χρόνου. Πολύ περισσότερο, όμως, ο νέος στους «βιαστικούς χρόνους» αδυνατεί να δώσει το δικό του στίγμα («σημαδέψουμε») στο χρόνο, αφού η τάση για το ιδανικό και το ονειρικό-ίδιον της νιότης- εξαϋλώνει τον ορθολογισμό και της σωστή γνώση της σκληρής πραγματικότητας.
«Επιμέναμε όμως, μαζί με τόσους, να / πιστεύουμε /
πως θα καταφέρουμε να τους / κρατήσουμε /
ως ιερή σύνοψη και ιστορίας επιταγή /
και να αντιστεκόμαστε στην ύποπτη / ανακούφιση /
που μας οδηγούσε η καλόβολη / παραδοχή /,
πως είναι προτιμότερη η δική μας / προσαρμογή
απ’ της ανάγκης των καιρών την / αλλαγή».
Ωστόσο και παρά τις αποτυχίες και τις απογοητεύσεις της νιότης πολλοί είναι αυτοί που δεν χάνουν την πίστη στις δυνάμεις τους και αντιστέκονται “αντιστεκόμαστε”. Κατεξοχήν, όμως, η “αντίσταση” εστιαζόταν στην άρνηση της εύκολης “προσαρμογής” που με τους μηχανισμούς και τις σειρήνες του προπαγανδίζει το σύστημα. Σε όλες τις εποχές το δέλεαρ της παραίτησης και της “προσαρμογής” είναι πιο έντονο και πιο πλούσιο από την “αναγκαιότητα της αλλαγής”. Στο πέρασμα του χρόνου άνθρωποι, κοινωνίες και λαοί βρίσκονται πάντα μπροστά στο δίλημμα της επιλογής: Ανέξοδη και εύκολη προσαρμογή ή αγώνας και επιμονή για αλλαγή;
Ίσως εδώ ο ποιητής συναντά τη θέση του Ν. Καζαντζάκη “Να’ σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μία συνήθεια γίνεται βολική, να τη συντρίβεις” («Ασκητική»). Μία θέση που αποκαλύπτει το διαβρωτικό ρόλο της προσαρμογής και του βολικής συνήθειας στην αρτίωση του ανθρώπου.
«Ακόμη και τώρα που οι καιροί / φεύγουν αθόρυβοι / ,
κι εμάς μας βαραίνει της εμπειρίας / η γνώση /
απ’ τις μικρές και μεγάλες αποτυχίες και / διαψεύσεις, /
συνεχίζουμε να διεκδικούμε και να / δημιουργούμε /
το δικαίωμα στο όνειρο και την ουτοπία, /
εναρμονίζοντας της ζωής το σκοπό /
με της ψυχής την ελευθερία και το χρέος».
Σε μία πιο ώριμη ηλικία που η εμπειρία και η γνώση πλεονάζουν ως απότοκες των αποτυχιών και των διαψεύσεων οι άνθρωποι συνεχίζουν να διεκδικούν και να ονειρεύονται. Η ουτοπία θερμαίνει την ψυχή του ανθρώπου για δημιουργία και νέες κατακτήσεις. Με το πέρασμα του χρόνου ορίζονται ή επαναπροσδιορίζονται οι σκοποί της ζωής και εναρμονίζονται ή συμπλέκονται με το ιδανικό της “ελευθερίας” και το “Χρέος”. Η συνείδηση του χρέους και ο έρωτας της ελευθερίας είναι οι ατμομηχανές που κινούν το άρμα της ιστορίας ενάντια στη φθορά του χρόνου, του “ολετήρα” χρόνου.
«Με την κάθε γενιά ν’ αρέσκεται σε / επινοήσεις, /
ν’ ανακαλύπτει πως γεννιέται και / φεύγει νωρίς, /
να υποκύπτει σε μεμψιμοιρίες γι’ αυτούς / που έφυγαν /
και να υπαινίσσεται γι’ αυτούς που θα / έρθουν, /
ας συνεχίσουμε γενναιόψυχα, απλά και / χωρίς υπερβάσεις,
να βλέπουμε στη γενναιοδωρία / της φύσης και της ζωής /
πως ήρθαμε και ζούμε στη σωστή και / στη δική μας ώρα».
Στην πάλη του με το χρόνο ο άνθρωπος καταφεύγει σε επινοήσεις αλλά και σε μία ανακάλυψη για την παροδικότητα και την περατότητα της ύπαρξής του “γεννιέται και φεύγει νωρίς”. Η συνειδητοποίηση του εφήμερου χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης ωθεί κάθε γενιά σε μία “μεμψίμοιρη” στάση απέναντι σε αυτούς που χάθηκαν από τον τροχό του χρόνου και σε ένα “υπαινικτικό” λόγο γι αυτούς που θα ακολουθήσουν . Είναι η διαχρονική πάλη των γενεών που άλλοτε λειτουργεί ως γονιμοποιός δύναμη για πρόοδο και υπερβάσεις κι άλλοτε ως εστία άγονων ρήξεων και συγκρούσεων.
Δεν λείπουν, ωστόσο, και κάποιοι άνθρωποι που βιώνουν τον παρόντα χρόνο με απλότητα και γενναιοψυχία χωρίς τις υπερβολές και τις φοβίες ή αγωνίες των υπόλοιπων ανθρώπων. Χωρίς μεμψιμοιρίες και μελαγχολία, χωρίς το αίσθημα του ανικανοποίητου και του φόβου για το αναπότρεπτο τέλος τους. Ζουν τον παρόντα χρόνο, απολαμβάνουν το δώρο της φύσης (ζωή) και θεωρούν πως “ήρθαν και ζουν στη σωστή και δική τους ώρα”.
Αλήθεια πόσοι μπορούμε να νιώσουμε ότι “ζούμε στην πιο σωστή και στην πιο κατάλληλη για εμάς μέρα και ώρα”; Πόσο εύκολο και εφικτό είναι να ορίσουμε την έννοια της «σωστής» και της «δικής» μας ώρας; Πόση αισιοδοξία ή αφέλεια χρειάζεται για να συνταχθούμε με τη θέση-ακροτελεύτια άποψη-του ποιητή «Πώς ήρθαμε και ζούμε στη σωστή και στη δική μας ώρα»;
*Η παρούσα ανάλυση συνιστά μία απόπειρα ερμηνείας των σκέψεων του ποιητή και μία “αυθαίρετη” σύνδεσή τους με την αγωνία και τον αγώνα του θνητού ανθρώπου με τον πανδαμάτορα χρόνο
**Ο Ποιητής Γ. Αλεξανδρής ζει και “ποιεί” στα Τρίκαλα
*ΠΗΓΗ: Blog “ΙΔΕΟπολις” Ηλία Γιαννακόπουλου
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!