Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335/40 – 394), τον οποίο η αγία μας Εκκλησία τιμά στις 10 Ιανουαρίου, δεν είναι ένας συνηθισμένος Πατέρας της Εκκλησίας. Έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Στη γλώσσα, στο ύφος, στο περιεχόμενο των λόγων του. Στις ίδιες τις αντιλήψεις που ο ίδιος έχει για τα πράγματα του κόσμου.
Υπήρξε ένας από τους Καππαδόκες Πατέρες μαζί με τον Μ. Βασίλειο και τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο. Είχε σπουδάσει την ελληνική παιδεία, επηρεάστηκε από την αριστοτελική, πλατωνική και στωική φιλοσοφία. Δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για την φιλοσοφία κι αυτό το πέρασε στα έργα του. Υπήρξε έγγαμος. Η Θεοσέβεια ήταν η γυναίκα του αλλά εκοιμήθη νωρίς. Μετά την κοίμηση της ο Νύσσης αφιερώθηκε στον μοναχισμό. Με την επιμονή του αδελφού του χειροτονήθηκε Επίσκοπος Νύσσας, ενός τόπου με λίγους κατοίκους. Μάλιστα, γνωρίζοντας ο κόσμος την ευρυμάθειά του, διαμαρτυρήθηκε προς τον Μ. Βασίλειο για την τοποθέτηση του στη Νύσσα ως Επισκόπου. Εκείνος τους είπε πως δεν είναι ο τόπος που αναδεικνύει το πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο που αναδεικνύει τον τόπο.
Ο Γρηγόριος Νύσσης θα λέγαμε πως ήταν περισσότερο φιλόσοφος. Φτάνει στη θεολογία μέσα από τη φιλοσοφία. Αναζητάει την αλήθεια με τη χρήση του φιλοσοφικού λόγου. Μάλιστα, ο ίδιος έλεγε πως η αναζήτηση της αλήθειας γίνεται μέσα από στοχασμούς και υποθέσεις. Δεν είναι αυστηρά δογματικός στη σκέψη του. Τον χριστιανισμό του φιλοσόφου συναντούμε στον Paul Ricoeur, ο οποίος σημειώνει στο Κακό: ‘’Είμαι πιστός χριστιανός προτεστάντης, αλλά επιμένω να διατηρώ την απόσταση ανάμεσα στην πίστη και τη φιλοσοφική μου πορεία. Προτιμώ να χαρακτηρίζομαι ως κάποιος που ομολογεί έναν χριστιανισμό του φιλοσόφου.
Όπως γράφει για τον Νύσσης ο συντοπίτης μας Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας, ‘’δεν υπόκειται στη νοητική ακαμψία του δογματισμού και αμφιβάλλει για τα δεδομένα’’. Αυτό φαίνεται εξάλλου στο έργο του Περί Ψυχής και Αναστάσεως (γνωστό ως Μακρίνεια), όπου ανοίγοντας μία έντονα φιλοσοφική και θεολογικά συζήτηση με την αδερφή του αγία Μακρίνα, με αφορμή την κοίμηση του Μ. Βασιλείου, ο ίδιος σε ολόκληρο το έργο, αφενός μεν καταθέτει έναν βαθυστόχαστο φιλοσοφικό λόγο, αφετέρου δε αμφιβάλλει για ορισμένες θεολογικές αλήθειες.
Όλα αυτά συν το γεγονός ότι στον Κατηχητικό Λόγο αναφέρεται στην θεωρία της αποκατάστασης των πάντων (επηρεασμένος από τον Ωριγένη, την οποία μετέπειτα ανέπτυξε και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής) συνέβαλαν στον παραγκωνισμό του Νύσσης. Ο Νύσσης στην θεωρία της αποκατάστασης δεν αναφέρεται μόνο στην αποκατάσταση του ανθρωπίνου είδους, αλλά και του διαβόλου, αφού υποστηρίζει πως και ο διάβολος θα γιατρευτεί. Να πούμε στο σημείο αυτό ότι ο Νύσσης και ο Μάξιμος Ομολογητής εντοπίζουν στους δαίμονες την κακία στην προαίρεση και όχι στη φύση τους. Γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν δεν τιμήθηκε νωρίς από την Εκκλησία όσο οι δύο άλλοι Καππαδόκες Πατέρες. Μέχρι την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (787) του απέδωσε τον τίτλο ‘’Πατήρ Πατέρων’’. Χρειάστηκε όμως να περάσουν τέσσερις αιώνες.
Ένα τελευταίο σημείο στο οποίο χρειάζεται να σταθούμε αναφορικά με το έργο του Γρηγορίου Νύσσης είναι το ζήτημα του κακού και πως το τοποθετεί. Εδώ η συμβολή του είναι ιδιαίτερα σημαντική και εξ όσων θα σημειωθούν θα κατανοηθεί γιατί αποκαλεί τον θάνατο αφύσικο, αν και δέχεται την πραγματικότητά του. Για τον Νύσσης το κακό είναι ανυπόστατο και έχει την υπόσταση του στο μη ον. Και για τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μάξιμο Ομολογητή το κακό είναι ‘’παρυπόσταση’’. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον 8ο αιώνα στο Κατά Μανιχαίων Διάλογος ξεκινάει το έργο του, έναν διάλογο μεταξύ Μανιχαίου και Ορθοδόξου (Ιωάννης Δαμασκηνός) μέσα από μία ελληνική γνωσιολογική θεώρηση, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία αρχή, το καλό. Το κακό ως παρυπόσταση είναι διάβρωση του πράγματος, δηλαδή του καλού και δεν υφίσταται, εφόσον αποτελεί την αλλοίωση του (για αλλοτρίωση αγαθού θα μιλήσει ο Νύσσης). Να λοιπόν γιατί αποκαλεί αφύσικο τον θάνατο ο Νύσσης, διότι δεν έχει δική του αρχή, αλλά αποτελεί την αλλοίωση της όντως αρχής, δηλαδή της ζωής.
Ποια είναι τώρα η θεολογική σημασία όλων αυτών; Το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί την ύπαρξη αιώνιας κόλασης και αιωνίου βασανισμού των ψυχών, θα τονίσει για τον Νύσσης ο Ν. Berdiaef. Δεν υφίσταται στη σκέψη του Νύσσης αιώνια τιμωρία και φιλανθρωπία του Θεού. Γράφει, σχετικά, ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας στο βιβλίο του Η ανθρωπολογία του κακού: ‘’Ο Γρηγόριος Νύσσης θα κινηθεί στη λογική της άρνησης της πραγματικότητας και της αναγκαιότητας της κόλασης. Κυρίως, δε, αρνείται να δει την κόλαση με νομικό πνεύμα, ως τιμωρία, δηλαδή, η οποία τρομοκρατεί τον άνθρωπο με σκοπό να τον οδηγήσει, μέσα από το μονοπάτι του φόβου, στον Θεό’’.
Στην εποχή μας δεν μπορούμε να απέχουμε από μία σύγκραση φιλοσοφίας και θεολογίας. Η σύζευξη και των δύο μπορεί να συμβάλλει στην αναζήτηση της αλήθειας μέσα από στοχασμούς και υποθέσεις, όπως έχει πει ο Νύσσης. Δεν επιτρέπεται να κλειστούμε σε έναν κόσμο ως αυτοεξόριστοι. Είναι περισσότερο από ποτέ ανάγκη να ανοιχτούμε στον κόσμο, στην κοινωνία, στον άνθρωπο, στις ανάγκες του, στα φιλοσοφικά και θεολογικά του αναπάντητα. Ο τρόπος του Γρηγορίου Νύσσης, να γίνει ο τρόπος μας, η προσέγγιση μας. Αβίαστα πάντοτε. Ανένταχτα πάντοτε. Αμετανόητα ανένταχτα.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας – Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων