Αν μελετήσει κανείς τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των Καππαδοκών Πατέρων (Μ. Βασίλειος, άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος Νύσσης), θα διαπιστώσει μία κοινή γραμμή σκέψης, ως επί το πλείστον στο ζήτημα των σχέσεων των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η μελέτη όμως των κειμένων τους ξεπερνάει κατά πολύ μία αμιγώς δογματική σκέψη και προεκτείνεται στην κοινωνία, στον άνθρωπο. Γιατί όχι και στον άνθρωπο της σύγχρονης εποχής;
Και στους Τρεις Καππαδόκες Πατέρες (αρχικά οι Καππαδόκες Πατέρες αποτελούσαν τη χορεία των Τριών Ιεραρχών, αλλά ο Γρηγόριος Νύσσης αντικαταστάθηκε από τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο λόγω των τολμηρών θεωριών και θέσεων του περί θεολογικών ζητημάτων) συναντούμε έναν εκλεκτισμό. Αυτό ωφείλεται στην ευρυμάθεια τους αλλά και στην οικουμενική διάσταση του ευαγγελικού μηνύματος. Είναι πάντοτε επίκαιρη και διδακτική η φράση του αποστόλου Παύλου ‘’τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω’’ (Α’ Κορ. 9,22).
Βέβαια, η συγκριτική τάση των Πατέρων της Εκκλησίας επουδενί δεν σημαίνει μία υποχώρηση ως προς την αυθεντικότητα του ευαγγελικού μηνύματος αλλά μία ακραιφνή αλληλοπεριχώρηση όλων εκείνων των στοιχείων που έχουν τη δυναμική να αναδείξουν την αλήθεια του καινού ευαγγελικού μηνύματος ακόμη και στους πιο δύσπιστους της εποχής τους. Οι Τρεις Καππαδόκες Ιεράρχες καταφάσκουν στην ελληνική φιλοσοφία. Ιδιαίτερα η ανάπτυξη της θεολογίας τους περί των προσώπων της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στηρίζεται σε όρους δανεισμένους από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Αυτό δεν μπορεί να παραλειφθεί.
Ο Μ. Βασίλειος στην Εξαήμερο μας εκπλήσσει. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να μελετήσει θεολογικούς λόγους περί της δημιουργίας του κόσμου, διαπιστώνει κανείς πως στο έργο αυτό γίνεται ευρεία χρήση επιστημών, όπως της φιλοσοφίας, φυσικής, μετεωρολογίας, γεωγραφίας, γεωλογίας, φυτολογίας, φαρμακευτικής, αστρονομίας, ιχθυολογίας, πτηνολογίας και ζωολογίας. Ξεφεύγει από έναν αμιγώς θεολογικό δρόμο η σκέψη του Μ. Βασιλείου, χωρίς εντούτοις να παραθεωρεί την θεϊκή καλλιτεχνία στο ζήτημα της δημιουργίας. Προς κάτι τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι οι ως άνω επιστήμες αποτελούν δώρα Θεού για την ανθρωπότητα.
Ένα άλλο έργο του Μ. Βασιλείου που δεν εμφορείται αμιγώς δογματικού συμβιβασμού είναι το Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων. Σ’ αυτό δίνει συμβουλές στους νέους της εποχής του. Τους συμβουλεύει να δέχονται στη ζωή τους ό, είναι χρήσιμο και να γνωρίζουν τι πρέπει να παραβλέψουν.
Σημειώνει σχετικά: ‘’Και να συναναστρεφόμαστε με ποιητές και λογογράφους και ρήτορες και με όλους τους ανθρώπους, από τους οποίους πρόκειται να προέλθει κάποια ωφέλεια για την επιμέλεια της ψυχής’’. Ως παραδείγματα δε ενάρετου βίου αναφέρει τον Ησίοδο, Πλάτωνα, Όμηρο, Πλούταρχο, Αισχύλο, Ευριπίδη, Σόλωνα. Είναι εμφανής λοιπόν η ανοικτότητα του Μ. Βασιλείου σε πρόσωπα, σχήματα και λόγους της εποχής του που δεν σχετίζονται με την θεολογική διδασκαλία αλλά με τη θύραθεν παιδεία.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος που κι εκείνος δεν εξόρκισε την φιλοσοφία και δεν έμεινε κλεισμένος σε θεολογικά στεγανά, επαινεί τον φίλο του Ήρωνα, έναν κυνικό φιλόσοφο, ο οποίος κατά τον λόγο του Γρηγορίου κινήθηκε αλιευτικώς μεταξύ της κυνικής φιλοσοφίας και της θεολογίας. Γράφει για τον φίλο του ο Γρηγόριος Θεολόγος: ‘’Θα επαινέσω τον φιλόσοφο, αν και είμαι κουρασμένος σωματικώς• διότι είναι φιλόσοφος… Διότι ή πρέπει να φιλοσοφούμε, κατά την αντίληψη μου, ή να τιμούμε την φιλοσοφία, εάν δεν θέλουμε να πέσουμε εντελώς έξω από το καλό, ούτε να κατηγορηθούμε δι’ απερισκεψία, αφού έχουμε δημιουργηθεί λογικοί και σπεύδουμε με τον λόγο προς τον Λόγο’’.
Οι Τρεις Καππαδόκες Ιεράρχες έχοντας κοινή θεολογική σκέψη, χρησιμοποίησαν κάθε σχήμα του κόσμου της εποχής τους. Χρησιμοποίησαν τις επιστήμες, τον λόγο, την φιλοσοφία κατά το σχήμα, εξωτερικά δηλαδή για να ντύσουν την θεολογική αλήθεια. Αυτό μας δείχνει πως στάθηκαν απέναντι στον κάθε άνθρωπο με σκοπό τη σωτηρία του και τη δόξα του Θεού. Το πνεύμα τους υπήρξε πνεύμα καταλλαγής, συμφιλίωσης με τις δομές του κόσμου, αλληλοπεριχώρησης και δημιουργικής σύνθεσης. Ακομπλεξάριστοι, δίχως απωθημένα, δίχως φοβίες με αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Αν έρθουμε στην εποχή μας τώρα θα διαπιστώσουμε πως μιλούμε για τους Πατέρες, εντούτοις όμως τους έχουμε απομακρύνει από την εποχή μας, αφήνοντας τους σε ένα ιερό και ένδοξο παρελθόν για το οποίο μιλούμε περισσότερο απ’ ότι για το παρόν και τις προκλήσεις που έρχονται. Απέχουμε από την οξυδέρκεια, την ανοικτότητα και το πνεύμα διαλόγου που είχαν οι Πατέρες. Για πολλούς οι Πατέρες υπήρξαν πολέμιοι των αιρετικών, αγνοώντας την ίδια στιγμή τα διδακτικά κοινωνικά, ηθικά και παιδαγωγικά κείμενά τους.
Αντιμετωπίζουμε τους Πατέρες με ευσεβοφανή ευλάβεια, κλείνοντας τους σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ως μουσειακά εκθέματα. Οι Πατέρες τόλμησαν για την εποχή τους. Τόλμησαν με τον θεολογικό τους λόγο, με τη φιλοσοφική τους ενάργεια. Το θεολογεῖν ἀεὶ σχοινοβατεῖν κατά Γρηγόριο Θεολόγο.
Οι προκλήσεις της εποχής μας δεν συμβιβάζονται με εφησυχασμούς και φυσικά δεν συγκινούνται με μία μουσειακή αντιμετώπιση των προσώπων και της θεολογικής γραμματείας των Τριών Καππαδοκών Ιεραρχών.
Είναι ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, για μία νεοπατερική σύνθεση, όπως την περιέγραψαν και πραγμάτωσαν οι μακαριστοί π. Γεώργιος Φλορόφσκυ και Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Όλα τα αναδυόμενα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, επομένως και τον άνθρωπο, επιβεβαιώνουν αταλάντευτα πως ο αιώνας μας είναι ο αιώνας της ανθρωπολογίας, όπως είχε πει ο μακαριστός Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Wear.
Υπάρχει ένα χρέος της ορθοδοξίας που δεν θα επιτρέψει το αλληθώρισμα προς το παρελθόν και την ερμηνεία των σημαινόντων και σημαινομένων με όρους απολογητικής φύσεως. Αρκετά βολευτήκαμε και βασανιστήκαμε στην θεολογική εθελοτυφλία μας. Το λέει με σαφήνεια ίσως ο μεγαλύτερος θεολόγος του αιώνα μας, ο μακαριστός Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας: ‘’Χρέος της Ορθόδοξης θεολογίας είναι να προσπαθεί να απαντά διαρκώς στο ερώτημα, όχι τι είπαν οι Πατέρες στην εποχή τους (αυτό είναι έργο των ιστορικών), αλλά τί θα έλεγαν σήμερα, αν βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα προβλήματα ενός σύγχρονου δυτικού ανθρώπου ή ενός Αφρικανού κ.ά. Αυτό θα αποτελούσε ‘’προδοσία’’ των Πατέρων; Κάθε άλλο. Προδοσία θα αποτελούσε, αντιθέτως, η μετατροπή των Πατέρων σε αρχαιολογικούς θησαυρούς, που τους φυλάσσουμε στο μουσείο, χωρίς να του αφήνουμε να μιλήσουν την γλώσσα της εποχής μας’’.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας – Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων