Υπό του Πρωτ/ρου ΦΩΤΙΟΥ ΒΟΥΡΛΑ,
Εφημερίου Διάβας
«Την διακονίαν σου πληροφόρησον» (Β’ Τιμ. 4,5)
Μνημόσυνο καλείται η επιμνημόσυνη Ακολουθία που γίνεται με κόλλυβα ή και χωρίς κόλλυβα στη μνήμη του μεταστάντος πιστού και προς ανάπαυση της ψυχής του. Παράγεται δε η λέξη μνημόσυνο από το ρήμα «μνημονεύω», που σημαίνει ενθυμούμαι κάποιον, φέρω κάποιον στον νου μου.
Τα Ιερά Μνημόσυνα ως έθιμο είναι βαθιά ριζωμένα στην ψυχή του Ορθόδοξου λαού, διότι είναι εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Η αγία μας Εκκλησία, ως φιλόστοργη μητέρα, τελούσε ανέκαθεν Μνημόσυνα και προσευχόταν για τους κεκοιμημένους. Και είναι οι προσευχές αυτές Αποστολική Παράδοση.
Όπως και για άλλα εσχατολογικά ζητήματα επικρατεί, δυστυχώς, άγνοια και σύγχυση στις ψυχές τού Χριστεπώνυμου πληρώματος της Εκκλησίας, έτσι και για τα Ιερά Μνημόσυνα. Οι πιστοί μας δεν γνωρίζουν επαρκώς την αλήθεια για τα Ιερά Μνημόσυνα, και τούτο διότι αυτά αναφέρονται στη μεταθανάτια σφαίρα, σε χώρο δηλαδή που οι προσωπικές εμπειρίες είναι ανύπαρκτες.
Τα Ιερά Μνημόσυνα είναι προσευχή για τους νεκρούς μας. Η πίστη ότι δεν χάθηκαν αλλά ζούνε, «οι γαρ Θεώ πεπιστευκότες, εάν κοιμηθώσι ουκ εισί νεκροί», βάζει λόγια προσευχής γι’ αυτούς στην καρδιά και τα χείλη μας και δίνει παρηγοριά στην ψυχή μας. «Μετά των αγίων ανάπαυσον, Κύριε, τους αγαπημένους μας».
Η διδάσκουσα Εκκλησία και ιδιαίτερα οι Ιερείς, που βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με τους πιστούς, έχουν υποχρέωση να διδάσκουν και να φωτίζουν τον λαό τού Θεού, όσο φυσικά τούτο τούς είναι μπορετό, και να δίνουν απάντηση στις πολλές απορίες και να τον στηρίζουν σε ένα τόσο ζωτικό και πολύ χρήσιμο και ωφέλιμο θέμα.
Η αρχή των Ιερών μνημοσύνων μαρτυρείται από την Αγία Γραφή. Στην Παλαιά Διαθήκη: Στο βιβλίο του Νεεμάν, «και εξηγόρευσαν τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας των πατέρων αυτών» (9,20). Στον Τωβίτ, «έκχεον τους άρτους σου επί τον τάφον των δικαίων» (4,17). Στο δεύτερο βιβλίο των Μακκαβαίων, «εις ικεσίαν ετράπησαν αξιώσαντες το γεγονός αμάρτημα τελείως εξαλειφθήναι» (12,42-45). Η παράλειψη μνημοσύνου θεωρείται μεγάλη κατάρα όπως φαίνεται από τα λόγια του προφήτη Ιερεμία «ου μη κλασθεί άρτος εν πενθεί αυτών εις παράκλησιν επί τεθνηκότι» (16,7).
Στην καινή Διαθήκη: Ο απόστολος Παύλος πιστεύει ότι ο Κύριος θα του φυλάξει, για το έργο που επιτέλεσε, την ανταμοιβή του στη Δευτέρα παρουσία, και για το φίλο και συνεργάτη του Ονησιφόρο εύχεται ο Κύριος να δώσει στον Ονησιφόρο να βρει έλεος κατά την ημέρα της κρίσεως (Β΄ Τιμ. 1,12: 1,18).
Η Ιερά Παράδοση μας δίνει επίσης πολλές πληροφορίες. Το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών μάς πληροφορεί και μας προτρέπει να τελούνται για τους νεκρούς μας «τρίτα», «έννατα», «τεσσαρακοστά», και «ενιαύσια», μνημόσυνα.
Ο ιερός Αυγουστίνος σημειώνει, πως η μητέρα του «δεν θεωρούσε τίποτα άλλο τόσο σπουδαίο πράγμα, όσο να αναφέρεται το όνομά της την ώρα της θεία Λειτουργίας».
Οι άγιοι Πατέρες μνημόνευαν στις Λειτουργίες τα ονόματα των κεκοιμημένων. Όλοι οι συγγραφείς των θείων Λειτουργιών μνημονεύουν τους κεκοιμημένους.
Ο Απόστολος Μάρκος στη Λειτουργία του αναφέρει: «Αυτός μεν ουν τας ψυχάς ανάπαυσον, Κύριε, και βασιλείας ουρανών αξίωσον». Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Κύριε, δος γενέσθαι την προσφοράν ημών… και εις ανάπαυσιν των προκεκοιμημένων ψυχών». Στη λειτουργία τού αγίου Κλήμεντος, μαθητού τού αποστόλου Πέτρου, αναφέρει: «Έτι δεόμεθά σου, Κύριε, και υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων».
Ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Χρυσόστομος αναφέρουν ονομαστικώς τους κεκοιμημένους: «μνήσθητι, Κύριε, πάντων των κεκοιμημένων… και ανάπαυσον αυτούς όπου επισκοπεί το φως του προσώπου σου».
Όλα αυτά, γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν νομοθετήθηκαν τυχαία από τους αγίους αποστόλους, δηλαδή να ενθυμούμεθα, αυτούς που έφυγαν από αυτή τη ζωή, κατά τη διάρκεια των φρικτών μυστηρίων. γνωρίζουν ότι από αυτό προκύπτει πολύ κέρδος και μεγάλη ωφέλεια. Όπως προαναφέρθηκε, στο βιβλίο των «Αποστολικών Διαταγών», τα Ιερά Μνημόσυνα διακρίνονται σε «τρίτα», που γίνονται την Τρίτη μέρα από της Κοιμήσεως του προσφιλούς προσώπου μας, και γίνονται σε ανάμνηση της τριήμερης ανάστασης του Κυρίου, «δια τον δια τριών ημερών εγερθέντα», ενώ τα «ένατα» για θύμηση αυτών που ζουν και αυτών που εκοιμήθησαν, «εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων».
Τα «τεσσαρακοστά», «κατά τον παλαιό τύπον», όπως πένθησαν σαράντα μέρες οι Ισραηλίτες το Μωϋσή: «Μωσήν γαρ ούτως ο λαός επένθυσεν». Τα «ενιαύσια», τα ετήσια, «υπέρ μνήμης αυτού» δηλαδή του κεκοιμημένου. Προσθέτει δε «και διδόσθω εκ των υπαρχόντων αυτού πένεσιν εις ανάμνησιν αυτού». να δίνει, αυτός που κάνει τα μνημόσυνα και ελεημοσύνη στους φτωχούς, διότι ωφελεί την ψυχή τού αποθανόντος.
Στα τριήμερα και ενιάμερα, ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης βλέπει άλλον συμβολισμό. Τα «τρίτα», γράφει, «επιτελούνται δια την αγία Τριάδα», διότι από αυτήν έχουμε την ύπαρξιν και την ζωήν. και επειδή δι’ αυτής προσφέρονται εις ημάς «πάντα τα της ζωής και της σωτηρίας». Τα «ένατα», συνεχίζει ο άγιος, μας υπενθυμίζουν τα εννέα τάγματα των αγίων Αγγέλων εις τους οποίους έχει συγκαταριθμηθεί ως άυλον πλέον πνεύμα και ο κεκοιμημένος προσφιλής μας. Τα «Τεσσαρακοστά», «δια την του Σωτήρος Ανάληψιν», η οποία έγινε τεσσαράκοντα ημέρας μετά την τριήμερον Ανάστασί Του. Τα τρίμηνα, εξάμηνα και εννεάμηνα συμβολίζουν «την Τριάδα, τον των όλων Θεόν» και τελούνται εις δόξαν του Τριαδικού Θεού υπέρ του μεταστάντος. Επειδή ο κοιμηθείς από την Παναγία Τριάδα εδημιουργήθη, εις αυτήν μεταβαίνει τώρα, που εχωρίσθη του σώματος, και από αυτήν ελπίζει να λάβη την ανάστασιν του σώματός του.
«Ευχόμεθα», γράφει, ο άγιος Θεοφάνης, επίσκοπος Σολέας, Κύπριος (1550), «υπέρ των αποιχομένων, απελθόντων, ονομαστί μεν για τον καθένα την πρώτη μέρα της κοιμήσεώς του, την τρίτη, την ενάτη, την εικοστή, την τεσσαρακοστή,… στο χρόνο. Και μετέπειτα όποτε οι προσήκοντες των απελθόντων θέλουν μπορούν να τελέσουν, δεν τους εμποδίζουμε, ου κωλύομεν».
Αξίζει να σημειωθεί το παρακάτω, για τους πιστούς που στεναχωρούνται και αισθάνονται ενοχές αν τα τριήμερα, ενιάμερα, σαράντα, ετήσια μνημόσυνα δεν γίνονται στον ακριβή χρόνο.
Στο βιβλίο των «Αποστολικών Διαταγών», αναφέρει ο λειτουργιολόγος αείμνηστος Ιωάννης Φουντούλης, «μαρτυρείται», από τα τυπικά των μοναστηριών ότι αυτά δεν γίνονταν στον ακριβή χρόνο. «Αν κάποιος απέθνησκε κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τα τρίτα αυτού εγίνοντο το πρώτο μετά το θάνατο Σάββατο, τα ένατα το δεύτερο και αι υπέρ της μνήμης αυτού τεσσαρακοστά, λειτουργίαι ήρχοντο μετά της Κυριακής του Θωμά».
Περιττό να αναφέρουμε ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο των πιστών της, «των εν πίστει τετελειωμένων» και απαγορεύει την τέλεση Μνημοσυνών «σε μη χριστιανούς, αιρετικούς, αφωρισμένους και αυτόχειρες».
Εκτός από αυτά, η Εκκλησία μας καθόρισε και την ημέρα του Σαββάτου ως ημέρα μνήμης των αγίων Μαρτύρων και όλων των κεκοιμημένων.
Στον κύκλο των τακτών μνημοσύνων συγκαταλέγονται και τα ψυχοσάββατα, κατά τα οποία τελούνται κοινά μνημόσυνα δυο φορές το χρόνο. Μια το Σάββατο προ της Αποκριάς και την άλλη το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Τα τελεί για όλους εκείνους, που δεν τους έγιναν τα Μνημόσυνα και στερήθηκαν την ωφέλεια από αυτά.
Το Σάββατο της Αποκριάς, επειδή την επόμενη γίνεται «μνεία», ενθύμηση, της κρίσης, που θα γίνει κατά τη Δευτέρα παρουσία τού Κυρίου, η Εκκλησία παρακαλεί τον Πανοικτίρμονα Θεό να είναι σπλαχνικός όχι μόνο για τους ζωντανούς, αλλά και για τα κεκοιμημένα τέκνα της. «Των απ’ αιώνος σήμερον νεκρών, πάντων κατ’ όνομα, μετά πίστεως ζησάντων ευσεβώς, μνήμην επιτελούμεν οι πιστοί», γράφει ο υμνογράφος.
Στο δεύτερο Σάββατο, προ της Πεντηκοστής, περιλαμβάνονται και οι δίκαιοι που έζησαν από του Αδάμ μέχρι σήμερα, «τους εξ Αδάμ μέχρι σήμερον, λατρεύσαντες σοι καθαρώς». Για όλους τους κεκοιμημένους αδελφούς δεόμεθα και στην ευχή τής Πεντηκοστής, στη γονυκλισία, όπου ζητάμε ο Κύριος να δεχθεί τις δεήσεις και τις ικεσίες μας και να αναπαύσει «πάντας τους πατέρας εκάστου και μητέρας και αδελφούς και αδελφάς και τέκνα… και πάσας τας προαναπαυσαμένας ψυχάς…».
Τα Ιερά μνημόσυνα δεν τελούνται καθ’ όλες τις Δεσποτικές γιορτές, κατά τις μέρες των γιορτών τού Χριστού. Από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι της Κυριακής τού Θωμά συμπεριλαμβανομένης. Κατά την Κυριακή της Πεντηκοστής καθώς και κατά τη γιορτή τής Κοίμησης της Θεοτόκου. Και φυσικά όλες τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής, κατά τις οποίες δεν επιτελείται πλήρης θεία Λειτουργία παρά μονάχα τα Σάββατα και τις Κυριακές.
Τα κόλλυβα είναι έθιμο αρχαιότατο, και ανάγεται στον Δ΄ αιώνα. Είναι η παράθεση και η προσφορά βρασμένου σιταριού, το οποίο έχει βαθύτατο δογματικό συμβολισμό, τον οποίο έδωσε ο ίδιος ο Κύριος. «Αν το μικρό σπυρί τού σιταριού δεν πέσει στη γη και δεν σαπίσει μέσα στο χώμα, μένει μοναχό και δεν πολλαπλασιάζεται. Αν όμως με τη σπορά του στη γη ταφεί και αποθάνει βγάζει πολύ καρπό» (Ιω. 12,24).
Αυτό το συμβολισμό χρησιμοποιεί και ο απόστολος Παύλος για να καταστήσει κατανοητή και προσιτή, στους Χριστιανούς τής Κορίνθου, την αλήθεια της ανάστασης των νεκρών, την οποία δυσκολεύονταν να κατανοήσουν. «Πώς εγείρονται οι νεκροί; Ποίω δε σώματι έρχονται;» ρωτούν τον απόστολο για να πάρουν την απάντηση: «Αυτό, λέγει, που εσύ σπέρνεις δεν λαβαίνει ζωή αν δε σαπίσει μέσα στη γη. Και αυτό που σπέρνεις δεν είναι το σώμα, δηλαδή το γεμάτο καρπό στάχυ, που πρόκειται να προέλθει, αλλά ένα γυμνό σπυρί χωρίς φύλλα και κόκκους σιταριού» (Α’ Κρνθ. 15,36-7).
«Όπως ακριβώς, γράφει ο άγιος Θεοδώρητος, από το σιτάρι φυτρώνει σιτάρι και από τη φακή φυτρώνει φακή, έτσι και τα δικά μας σώματα».
Και ο άγιος Οικουμένιος σημειώνει: Ο Θεός εγείρει το διαλυμένο σώμα ευπρεπέστερο και πνευματικότερο. Αυτό το βλέπεις και στην αναπαραγωγή των κάθε είδους σπόρων. Βλαστάνουν και αναπτύσσονται ευπρεπέστεροι από αυτούς που σπάρθηκαν.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα «κόλλυβα» δεν αποτελούν το σημαντικό, το ουσιώδες συστατικό τού Ιερού Μνημοσύνου. Σημαντικότατα και αναγκαιότατα για ένα Μνημόσυνο είναι: Το πρόσφορο, η λειτουργιά, το Νάμα, ο οίνος, το θυμιάμα, το κερί, τα οποία ανέκαθεν προσέφεραν οι πιστοί σε κάθε τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Οι ψυχές των ανθρώπων που έφυγαν για τον άλλο κόσμο, φέρουν μαζί τους τις κηλίδες των συγγνωστών τους αμαρτημάτων, για τις οποίες τιμωρούνται.
Τα Ιερά μνημόσυνα και οι ευχές της Εκκλησίας βοηθούν τις ψυχές, και ιδιαίτερα αυτές οι προσευχές που γίνονται κατά τη Θεία Λειτουργία.
«Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, κηρύκων ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου». Προσφέρομε τη θυσία αυτή όχι μόνο για εμάς, τους ζώντες, τη στρατευομένη Εκκλησία, αλλά και για τους κεκοιμημένους αδελφούς, τη θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Η θερμή ευχή τής Εκκλησίας έχει αναμφίβολα απήχηση στον Πανάγαθο Θεό και παρέχει βοήθεια και μέγιστη ωφέλεια στις ψυχές των οποίων τα ονόματα μνημονεύει ο Ιερέας. Ο άγιος Κύριλλος λέγει: «μέγιστην όνησιν» απολαμβάνουν οι ψυχές «υπέρ ων η δέησις προσφέρεται της αγίας και φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας».
Τα μέγιστα συμβάλλουν στην ωφέλεια των ψυχών και οι ευεργεσίες και τα ελεήμονα έργα με τα οποία εκφράζεται, όσό με κανένα άλλο τρόπο, η πνευματική σύνδεση αγάπης. «Κορνήλιε, εισακούσθη η προσευχή σου και ο Θεός ενεθυμήθη τας ελεημοσύνας σου δι’ αυτό δε και ευδοκεί να πραγματοποιήσει τους πόθους σου» (Πρξ. 10,31).
Τα Ιερά Μνημόσυνα, εκτός από τη βοήθεια που προσφέρουν στις ψυχές στη μέση κατάσταση όπου βρίσκονται, είναι χρήσιμα και για έναν άλλο πολύ σημαντικό λόγο: διότι κρατύνουν και ενισχύουν την αγάπη, τη φιλαλληλία στις ψυχές αυτών που τα επιτελούν, και με την αίσθηση της ματαιότητας του βίου αφυπνίζουν στην ψυχή τους το αίσθημα της αληθινής ζωής και τη μετάνοια.
Όντως τα Ιερά Μνημόσυνα είναι ωφέλιμα. Η Εκκλησία μας παρέλαβε και τελούσε πάντοτε τα Ιερά Μνημόσυνα. Τελούμε τα «διαταγμένα» Ιερά Μνημόσυνα, διότι αγαπούμε τους ανθρώπους μας που έφυγαν. Με αυτά ωφελούμε τις ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών μας, ωφελούμε πολύ, όπως προαναφέρθηκε και τους εαυτούς μας.
Υπάρχει αμοιβαιότητα ανάμεσα στους ζώντες και στους κεκοιμημένους. Όπως η θριαμβεύουσα στους ουρανούς Εκκλησία ικετεύει και παρακαλεί για τα αδέλφια της, που εξακολουθούν να αγωνίζονται εδώ στη γη, έτσι και η στρατευομένη προσεύχεται για τις ψυχές που προηγήθηκαν στο μεγάλο ταξίδι.
Καθένας που προσεύχεται και κοπιάζει και αγωνίζεται για τη σωτηρία τού άλλου, ωφελεί πρώτα τον εαυτό του και κατόπιν το πλησίον του, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Ο Χριστός, γράφει ο απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους (6,10), είναι δίκαιος και δεν λησμονεί τον κόπο και την αγάπη που δείξατε για το όνομά Του, όταν υπηρετούσατε και υπηρετείτε και φαίνεσθε ευεργετικοί στους αδελφούς σας.
Από τις σύντομες μαρτυρίες που αναφέρθηκαν, βγαίνει το γενικό συμπέρασμα ότι τα Ιερά Μνημόσυνα, τα οποία είναι «κανονικώς» τοποθετημένα στην Εκκλησία, προσφέρουν μεγάλη βοήθεια και ανακούφιση στους κεκοιμημένους, καθώς και μεγάλη ωφέλεια σ’ αυτούς που τα τελούν. Και καθώς λέγει ο ιερός Χρυσόστομος «ωφελείται εκείνος δια σου, ωφελή συ δι’ εκείνου».
Αξίζει, κλείνοντας, να σημειωθεί πως είναι απαραίτητο οι συγγενείς και οι φίλοι να βρίσκονται στη Θεία Λειτουργία για να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου για τον οποίο τελείται το Μνημόσυνο, στα «σα εκ των σων» να πούνε «Θεέ μου ανάπαυσέ τον». Τούτο όμως το αγνοούν πολλοί και νομίζουν ότι το καθ’ αυτό Μνημόσυνο είναι η σύντομη Ακολουθία που τελείται μετά τη Θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό, προσέρχονται δυστυχώς μόνο σ’ αυτή, χωρίς να έχουν λειτουργηθεί.
Πρέπει να αναφερθεί και η καλή συνήθεια που επικρατεί, να εξομολογούνται οι συγγενείς και να κοινωνούν των αχράντων Μυστηρίων. Χρειάζεται μόνο προσοχή να μην κοινωνούν για τα μάτια των ανθρώπων.
Το Μνημόσυνο πρέπει να μας βάλει σε σοβαρές σκέψεις περί θανάτου και σωτηρίας τής ψυχής.