Η πρόσκληση της φίλης και συμμαθήτριας είχε καταντήσει ανέκδοτο. Επί χρόνια μού πρότεινε η Μαρούλα να πάω μαζί της σε ορειβατικές εξορμήσεις, μα η απάντησή μου ήταν πάντα μισο-αρνητική. Άφηνα βέβαια κι ένα περιθώριο απόφασης της τελευταίας στιγμής, αλλά τα χρόνια περνούσαν και, ως λάτρις της μοναχικότητας και των ήρεμων Σαββατοκύριακων, απογοήτευα κάθε φορά τη Μαρούλα, η οποία έχει ανέβει σε όλες τις κορυφογραμμές εν Ελλάδι και τελευταία ανέβηκε στο Έβερεστ μαζί με τους τους Νεπαλέζους Σέρπα.
Τώρα όμως δεν υπήρχε δικαιολογία. Η πορεία θα ήταν εδώ κοντά, στο Γάβρο –Γάβρογο το ήξερα το χωριό παλιά-, και θα ήταν εύκολη. Όχι και τόσο τελικά…
Κυριακή 10 Μαρτίου, αντί για το Κιλελέρ, ξεκινήσαμε για το Γάβρογο.
Παρατήρηση 1η: Στη στροφή για το χωριό είδαμε σε πινακίδες τα ονόματα όλων των κοντινών χωριών, εκτός αυτού που μας ενδιέφερε. Πού πήγε η πινακίδα με το όνομα Γάβρος;
Παρατήρηση 2η: Το τοπίο θυμίζει απίστευτα Καλαμπάκα, ως προέκταση του Καλαμπακιώτικου τοπίου, που όντως είναι.
Παρατήρηση 3η: Κοιτάζω γύρω μου όλους τους συνοδοιπόρους (τί λέξη όμως κι αυτή για τους γνωρίζοντες!) και βλέπω εξοπλισμό που δεν έχω: μποτάκια ορειβασίας, μπατόν, ισοθερμικά κολάν και μπουφάν. Είμαι ντυμένη για χαλαρή βόλτα, κι αρχίζω ν’ ανησυχώ.
Η παρέα μού βρίσκει ένα μπατόν και η Μαρούλα μού λέει τον τίτλο αυτής της μικρής περιγραφής: «Το βουνό, Στέλλα, θέλει εξοπλισμό και αλληλεγγύη». Σκέφτομαι ότι αυτό ισχύει παντού: στα σχολεία, για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να διδάσκουμε εξοπλισμό (=κριτική σκέψη) και αλληλεγγύη; Αλλά, οι κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις είναι ακατάλληλες την ώρα αυτή.
Ξεκινάμε σχετικά ομαλά μέσα από μικρά ρέματα και πηγούλες, ανεβαίνουμε σιγά-σιγά σε μικρά πλατώματα για τις σχετικές απαθανατίσεις, κυκλάμινα ξυπνάνε τους ιμπρεσσιονιστές μέσα μας, όλα καλά, μέχρι που αρχίζουν οι πρώτοι ανήφοροι.
Διάλειμμα τώρα για μια έκπληξη πρώτου μεγέθους, όταν ανακαλύπτω-ανακαλύπτουμε ότι στην πορεία συνυπάρχουμε πέντε (!) πρώην συμμαθήτριες: Δέσποινα, Λίτσα, Μαρία, Μαρούλα και η γράφουσα. Άλλη εμφάνιση απ’ τα σχολικά μας χρόνια, μα κάποια σχετικά οικεία αίσθηση ότι γνωριζόμαστε. Τέλος διαλείμματος.
Είμαστε τώρα στον πρώτο πραγματικό ανήφορο και ο Ιντιάνα Τζόουνς μέσα μου λιποψυχεί. Το σακίδιο με βαραίνει, ο ιδρώτας τρέχει ασταμάτητα, τα παπούτσια έχουν στραβώσει από λάθη δικά μου στο περπάτημα και κάθομαι στην πρώτη πέτρα δίπλα μου. Να συνεχίσω; Να σταματήσω; Και πώς να γυρίσω πίσω; Ήδη έχουμε κάνει πάνω απ’ τη μισή διαδρομή.
Τότε αντιλαμβάνομαι πώς ορίζεται η αλληλεγγύη στο βουνό. Την έλλειψη εξοπλισμού τη βιώνω σε κάθε βήμα.
Συνεχίζω ακούγοντας οδηγίες να πηγαίνω ζικ-ζακ και να μην παίρνω τον ανήφορο «καρφί».
Υπακούω και κακήν-κακώς φτάνουμε στο επόμενο πλάτωμα, αφού περνάμε δύο ευμεγέθεις λάκκους με λασπωμένο νερό, προφανώς «τζακούζι» αγρογούρουνων. Δυο-τρία άτομα κάθονται μαζί μου και κουβεντιάζουν για τον κατήφορο που είναι πιο δύσκολος, κι εγώ εύχομαι να ήμουν μπάλα και
να κατρακυλήσω στον κατήφορο εύκολα και γρήγορα.
Όντως, το κατέβασμα αποδεικνύεται δυσκολότερο και τα παπούτσια που φορώ σχεδόν διαλύονται, στραβοπατημένα, ταλαιπωρημένα, κοινώς για πέταμα. Κάποτε τελειώνει ο κατήφορος, κι ο Θανάσης, προνοητικός, έχει αφήσει το αμάξι του πριν το τέλος της διαδρομής, κι έτσι γλυτώνουμε κάνα δυο χιλιόμετρα κατάβασης.
Κουράστηκα; Κουράστηκα.
Θα ξαναπάω; Το μόνο σίγουρο.
Μα την επόμενη φορά με τον σωστό εξοπλισμό.
Η αλληλεγγύη της ομάδας είναι δεδομένη.
* Ευχαριστώ όλους τους συνοδοιπόρους μου –ιδιαίτερα τα παιδιά της «σκούπας»–, τον κ. Ζήση που κουβάλησε το σακίδιό μου, τη Μαρία για τα κάσιους, τον Νίκο για τις μαύρες σταφίδες και τη Φρόσω για τις οδηγίες προς μία αρχάρια και για την αποδοχή στην ομάδα.
Στέλλα Αλμπάνη
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!