Η Εκκλησία δεν είναι μία αφηρημένη έννοια. Δεν περιγράφεται εύκολα. Μάλιστα, δεν ορίζεται. Το ερώτημα παραμένει το ίδιο σε κάθε εποχή, σε κάθε κοινωνία. Τί είναι η Εκκλησία; Είναι ένας θεοΐδρυτος οργανισμός; Ένα θεραπευτήριο; Ένα νοσοκομείο; Αρκεί μία περιγραφική έννοια ή μήπως έχει δοθεί κάποιος ορισμός;
Χρειάστηκε να φτάσουμε στον 14ο αιώνα για να υπάρξει ένας ικανοποιητικός ορισμός της Εκκλησίας. Κάτι παραπάνω από ορισμός, μάλλον. Μία ταύτιση. Οντολογική ταύτιση. Ταύτιση βάθους, απόλυτης οικείωσης και αλληλοπεριχώρησης. Η Εκκλησία είναι τα μυστήρια της, θα πει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Εννοώντας, φυσικά, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Έχουμε λοιπόν το πρώτο έναυσμα για την μυσταγωγία όλων των άδηλων και άρρητων.
Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει Εκκλησία χωρίς την Θεία Ευχαριστία. Η Εκκλησία είναι αυτό που πράγματι είναι επειδή σημαίνει την Ευχαριστία και ταυτόχρονα σημαίνεται από την Θεία Ευχαριστία. Αν δεν είναι Ευχαριστία, τότε δεν είναι Εκκλησία. Σε μία τέτοια περίπτωση μοιάζει με οργανισμό, σύλλογο, σωματείο. Αλλά η Εκκλησία δεν είναι όλα αυτά. Είναι ξένη προς αυτά. Η ζωή της είναι συνυφασμένη με το μυστήριο. Εξάλλου, αλήθεια, μυστήριο δεν παραμένει η Θεία Ευχαριστία; Χρειάζεται να επιμείνουμε σ’ αυτό• η Εκκλησία είναι όλα όσα είναι και είναι όλα όσα γίνεται, ακριβώς επειδή τοποθετεί στο κέντρο της ζωής της την Θεία Ευχαριστία.
Ο Μυστικός Δείπνος αποκαλύπτεται, αλλά συνάμα παραμένει μυστήριο. Ο Θεός τρώγεται και πίνεται. Προσφέρεται. Ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος. Αυτός προσφέρει τα πάντα και αυτός προσφέρεται ο Ίδιος. Όχι όμως ως ιδεολογικό απωθημένο ή μεταφυσικό παροξυσμό ή κάποιον ψυχαναγκαστικό οπτιμισμό. Ο Θεός προσφέρεται στην κτίση, στον άνθρωπο, μέσα στην ιστορία, σε όλους τους αιώνες. Κι ο άνθρωπος προσφέρει στον Θεό, αυτά που Εκείνος του προσφέρει. Τα δικά σου από τα δικά σου.
Η Θεία Ευχαριστία ως κέντρο της ζωής της εκκλησιαστικής κοινότητας προσδίδει μία αυθεντική μυσταγωγία στην ανθρώπινη ύπαρξη και κοινωνεί το ανθρώπινο πρόσωπο με το αρχέτυπο. Δεν προηγείται το φιλανθρωπικό, κατηχητικό έργο σε μία ενορία. Αυτά είναι απόρροια του ευχαριστιακού ήθους, όπως αυτό λειτουργείται σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Οι κοινωνικές συνισταμένες της ενοριακής ζωής πηγάζουν ακριβώς από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ως δέησης, κοινωνίας, χάριτος, ενσωμάτωσης, εν τέλει, στο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο Θεός κοινωνείται. Αυτό κι αν είναι μυστήριο. Πού να τα ακούσει αυτά ο Πλωτίνος; Θα έτρεχε να δραπετεύσει από το σώμα του. Ο Θεός να σμίξει με τον άνθρωπο; ‘’Θεός δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται’’, θα πει στο Συμπόσιο ο Πλάτων. Κι όμως, μείγνυται θα γράψει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Πώς όμως; Με ποιον τρόπο; Ιδεολογικό; Φαινομενικό; Ιδεαλιστικό; Πραγματικό; Γι’ αυτό πάντοτε θα παραμένει μυστήριο η Ευχαριστιακή Σύναξη. Και αυτή είναι η ομορφιά της.
Έρωτας και θάνατος. Οι δύο αμφισημίες της ζωής. Θάνατος και ανάσταση. Οι δύο συμπληρωματικές ‘’αντιθέσεις’’ του μυστηρίου. Κάθε μεταφυσική μετατόπιση των υπαρξιακών στιγμών και αναιρέσεων εγκολπώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η ζωή; Ο θάνατος; Η ελπίδα; Η πίστη; Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας απαντά σε όλες τις μεταφυσικές ανησυχίες του ανθρώπου. Είναι το μυστήριο που στα υπαρξιακά ερωτήματα προσφέρει Εκείνον που αποκαλύπτεται διαρκώς σε ένα μυστήριο. Όλα γίνονται μία καταγγελία. Αυτή είναι η αληθινότητα του μυστηρίου. Η καταγγελία και η ομολογία ως συμπλήρωμα στο κενό που δημιουργεί η καταγγελία.
Τί διαβάζουμε στην Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου; ‘’Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν· ὁσάκις γάρ ἂν ἐσθίητε τόν Ἄρτον τοῦτον, καί τό Ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν ἐμόν θάνατον καταγγέλλετε, τήν ἐμήν Ἀνάστασιν ὁμολογεῖτε’’. Ο Χριστός τοποθετεί το Σώμα και το Αίμα Του ως σημείο, όχι απλά μιας αναφοράς, αλλά μιας κοινωνίας, μετοχής, μέθεξης, ανάμνησης. Η θύμηση έρχεται μέσα από την Σύναξη. Συγκεντρωνόμαστε όχι απλά ως ομοϊδεάτες και οπαδοί μιας παράταξης, αλλά ως κοινωνοί του ίδιου Βαπτίσματος σε μία κοινότητα που μας ενώνει. Αυτή η κοινότητα που λατρεύει τον Θεό, καταγγέλλει τον θάνατο του Υιού Λόγου και ταυτόχρονα ομολογεί την Ανάσταση Του. Δεν βρίσκεται σε αδιέξοδο η Θεία Ευχαριστία. Δεν καταγγέλει τον θάνατο, χωρίς να προσφέρει συνέχεια στο φαινομενικά τραγικό αδιέξοδο του. Ομολογεί το πάτημα του θανάτου. Αυτό είναι η Ανάσταση.
Η εκκλησιαστική κοινότητα είναι μία κοινότητα που συνέρχεται για να λατρέψει τον Θεό. Εκεί συμβαίνει κάτι πολύ παράδοξο. Ο Θεός αποκαλύπτεται συνεχώς ως Θεός ενανθρωπήσας. Προσφέρεται πραγματικά στον άνθρωπο. Προσφέρεται ο Ίδιος. Το Σώμα Του και το Αίμα Του προσφέρονται στον άνθρωπο για να ζήσει ο ίδιος αιώνια. Δεν προσφέρεται ο Θεός για να καταδικαστεί ο άνθρωπος. Αλλιώς δεν θα προσφερόταν. Κάπου τα έχουμε μπερδέψει. Είναι βαθύτατα σωτηριολογική η ενανθρώπιση και η προσφορά του Ίδιου του Χριστού στους πιστούς της Ευχαριστιακής Σύναξης. Εξαρτάται από εμάς πως θα βρούμε τον τρόπο του Καβάσιλα και του Μ. Βασιλείου, με άλλα λόγια τον τρόπο υπάρξεως μας μέσα στην ύπαρξη του προσφερομένου Λόγου.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων