Στο παρόν άρθρο του ο Μανόλης Ανδρόνικος ταυτίζει τα πολιτιστικά με τα παιδευτικά αγαθά.
Σε παλαιότερο δημοσίευμα (βλ. ΕΔΩ) υποστήριξα ότι οι έννοιες πολιτισμός και πολιτιστικά δεν ταυτίζονται, και ότι κακώς μερικοί χρησιμοποιούν τη λέξη πολιτισμός στη θέση εκείνης των πολιτιστικών. Στο δημοσίευμα εκείνο είχα υποσχεθεί ότι θα δημοσίευα σχετικό άρθρο τού Καθηγητή Αρχαιολογίας και Δασκάλου μου στο Πανεπιστήμιο Μανόλη Ανδρόνικου, που εκτός από τη μεγάλη προσφορά του στην Αρχαιολογία (ανασκαφή των τάφων τής Βεργίνας κ.λ.π.), πολλά έχει προσφέρει με τα βιβλία και τα άρθρα του και στην πνευματική ανάπτυξη της χώρας μας, όντας πνευματικός άνθρωπος πρώτου μεγέθους.
Ιδού λοιπόν το άρθρο του, όπου ξεκαθαρίζει τις έννοιες πολιτισμός και πολιτιστικά.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ
Είναι πολύ λογικό, ο πρώτος και καίριος στόχος τών πολιτικών που ευθύνονται για την κυβέρνηση ενός τόπου, να είναι η Οικονομία. Αν τούτο ισχύει για κάθε χώρα, για τον δικό μας τόπο με τα σωρευμένα προβλήματα και τις περιορισμένες δυνατότητες ένας τέτοιος στόχος έχει δραματική προτεραιότητα. Όμως, η χρονική προτεραιότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με τον τελικό στόχο. θέλω να πω, η σταθεροποίηση της οικονομίας αποτελεί μόνο τη βάση, για να στηρίξουμε τους ουσιαστικούς στόχους τής Πολιτείας, που είναι η βελτίωση της ζωής τού πολίτη, η δημιουργία τών απαραίτητων όρων για μιαν ανθρώπινη ζωή.
Και πάλι μπαίνουν μπροστά στο στόχαστρο του πολίτη και του πολιτικού οι αντικειμενικοί στόχοι που οφείλει να σκοπεύσει. Η εξασφάλιση των απαραίτητων βιοτικών αγαθών μέσα από την εξασφάλιση της εργασίας είναι αναμφισβήτητα η πρώτη και καίρια απαίτηση. μαζί με αυτή τοποθετούμε όλοι -πολίτες και Πολιτεία- την εξασφάλιση, την προστασία τής υγείας. Όμως, και αυτές, οι τόσο αυτονόητες απαιτήσεις τού ανθρώπου, αποτελούν τις προϋποθέσεις και όχι τους σκοπούς τής ανθρώπινης ζωής σε μια κοινωνία πολιτισμένων ανθρώπων.
Η υπέρβαση -όχι η άρνηση ή η παραγνώριση- αυτών των αναγκών σημαδεύει τις κοινωνίες που θέλουν να ονομάζονται «αναπτυγμένες» ή «πολιτισμένες» ή όποιο άλλο όνομα διαλέγουν φιλάρεσκα για τον εαυτό τους. Και η υπέρβαση αυτή πραγματώνεται με ό,τι ονομάζουμε «παιδεία» στην πιο πλατιά και βαθιά σημασία που κλείνει αυτή η έννοια. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος γίνεται Homo Sapiens (έμφρων, όπως ωραία έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), η απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και σε όλα τα άλλα έμβια όντα μεγαλώνει με τρομακτικό ρυθμό χάρη στον «νου», αυτό το εκπληκτικό όργανο, που τον έκανε κυρίαρχο της Γης.
Και όταν μιλούμε για παιδεία, εννοούμε όλα όσα επινόησε και δημιούργησε ο ανθρώπινος νους, από το πρώτο παλαιολιθικό εργαλείο ώς τις ελληνικές τραγωδίες και τα ανώτερα μαθηματικά, από τις τοιχογραφίες του Lascaux ώς τις συμφωνίες τού Beethoven και τους computers. Ακόμη, όταν λέμε παιδεία, εννοούμε όσα μας έχουν παραδώσει οι πρόγονοί μας στη σύντομη ανθρώπινη ιστορία, αλλά και όσα δημιουργούμε εμείς αυτή την ιστορική στιγμή. Τέλος, εννοούμε και τα δημιουργήματα, αλλά και την ενέργεια της δημιουργίας. τα επιτεύγματα, αλλά και τον δρόμο -τη μέθοδο- που μας οδήγησε σε αυτά. Όσα με μια λέξη αποτελούν την ανθρώπινη περηφάνια, και τελικά τη δικαίωση της ανθρώπινης ζωής. Όσα, για να το πούμε αλλιώς, μας δίνουν το δικαίωμα να θεωρούμε τον ανθρώπινο εαυτό μας σημαντικότερο από μια μύγα ή από έναν ελέφαντα.
Αν οι απλές -ίσως και απλοϊκές- αυτές διατυπώσεις δεν είναι ολότελα παράλογες -και πιστεύω πως δεν είναι- έχω, νομίζω, το δικαίωμα να προχωρήσω σε ένα απλό συμπέρασμα. Πως πέρα από τις βιοτικές ανάγκες τής τροφής και της υγείας, ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται να μοιραστεί αυτή την κληρονομιά που ονομάζεται «παιδεία». Έχει ανάγκη και δικαίωμα να μάθει όσα το ανθρώπινο μυαλό κατάφερε να κατακτήσει με την επιστήμη, να χαρεί όσα ο ανθρώπινος νους δημιούργησε με το χρώμα, με τον ήχο ή με τον λόγο.
Έχει το δικαίωμα να καταλάβει γιατί μπορεί να είναι περήφανος που γεννήθηκε άνθρωπος σε μια κοινωνία που δούλεψε γι’ αυτόν λίγες χιλιάδες χρόνια. Αυτό το δικαίωμα το απαιτεί από την Πολιτεία, και την εκπλήρωση αυτής της ανάγκης την προσδοκά από αυτή, αν όχι τόσο έντονα, όσο την εξασφάλιση των βιοτικών αναγκών του, όμως με την ίδια ελπίδα και την ίδια λαχτάρα.
Η Πολιτεία έχει δεσμευθεί με συνταγματική δέσμευση να προσφέρει στους πολίτες της «παιδεία». Και ένα μέρος αυτής της παιδείας, αυτό που παρέχεται στην Τρίβαθμη Εκπαίδευση, δίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό και με μια σταθερή προσπάθεια βελτίωσης και πλουτισμού. Αντικειμενικά τούτο ελέγχεται από τα ποσοστά τού εθνικού προϋπολογισμού που διαθέτει το Υπουργείο Παιδείας. Αν δεν έχουν φτάσει ακόμα στην ιδανική στάθμη, πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι ασήμαντα, και προπάντων πως η ετήσια αύξησή τους είναι αξιοσημείωτη.
Όμως, η «παιδεία» τού πολίτη δεν εξαντλείται με την εκπαίδευση, τη σχολική εννοώ. Πολύ ουσιαστικόν ρόλο στην παιδεία τού λαού παίζουν οι Τέχνες και τα Γράμματα, το θέατρο και ο Κυματογράφος, η Λογοτεχνία και η Μουσική, η Ζωγραφική και η Γλυπτική, η Αρχιτεκτονική, όλα όσα με μιαν άλλη ονομασία τα χαραχτηρίζουμε ως πολιτιστικά αγαθά. Μέσα σε αυτά εντάσσεται και αυτό που αποκαλούμε πολιτιστική κληρονομιά, που σημαίνει την πολιτιστική δημιουργία αμέτρητων αιώνων. Ο τόπος μας έχει την ασύγκριτη μοίρα μιας υψηλότατης καλλιτεχνικής δημιουργίας, που αρχίζει κάπου γύρω στα 4000 π.Χ. και συνεχίζεται αδιάσπαστη ώς τις ημέρες μας.
Αν ζητήσουμε να διαπιστώσουμε αντικειμενικά τη μέριμνα της Πολιτείας για όλα αυτά τα πολιτιστικά-παιδευτικά αγαθά, πρέπει να δούμε το ποσοστό του προϋπολογισμού που δαπανά το αρμόδιο Υπουργείο, αυτό που ονομάζεται Υπουργείο Πολιτισμού (και Επιστημών). Η διαπίστωση που θα κάμουμε είναι ότι το ποσοστό αυτό δέν φτάνει ούτε το 1/100 του συνολικού προϋπολογισμού. Πιστεύει κανείς πως είναι ορθή αυτή η αποτίμηση της συμβολής τών πολιτιστικών αγαθών στη βελτίωση της ζωής τού λαού μας; Αν μάλιστα σκεφτεί πως μέσα σε αυτό το ποσό μπαίνουν όχι μονάχα οι σύγχρονες Τέχνες και τα Γράμματα και τα λογής-λογής συνέδρια και οι λεγόμενες πολιτιστικές εκδηλώσεις σε πολιτείες και χωριά, αλλά και ολόκληρη η πολιτιστική μας κληρονομιά, τα μουσεία μας και τα μνημεία μας, τότε καταλαβαίνει πως το ποσό αυτό είναι κάτι λιγότερο και από ψίχουλα.
Επειδή όμως όσοι ασχολούνται με οικονομικά μεγέθη απεχθάνονται τους αισθηματισμούς και βλέπουν την άτεγκτη λογική τών αριθμών, δεν κρίνω χρήσιμο να τους θυμίοω πως η παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν μπορεί να μετρηθεί μονάχα με τις εξαγωγές καπνού ή τις εισαγωγές βουτύρου και αυτοκινήτων, αλλά με τη δυναμική μας φωνή σε όλους τους τομείς τής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπου το ανθρώπινο δυναμικό μας δεν είναι καθόλου ασήμαντο. Θα τους ζητήσω μονάχα να μας πουν τί ποσοστά από το συναλλαγματικό μας έλλειμμα καλύπτει το τουριστικό συνάλλαγμα. Και θα τους ζητήσω να σκεφτούν τί ποσοστό από το τουριστικό αυτό συνάλλαγμα οφείλεται στην ύπαρξη στον τόπο μας των αρχαιοτήτων. Γιατί η εμπειρική μου γνώση μού λέει πως οι μισοί τουλάχιστον επισκέπτες τής χώρας μας αποφασίζουν το ταξίδι τους στην Ελλάδα, για να δουν κάποιες από τις θρυλικές εκείνες τοποθεσίες, που έμαθαν να θαυμάζουν στα μαθητικά τους θρανία ή από τα διαβάσματά τους αργότερα, όπως λ.χ. την Ακρόπολη και τους Δελφούς, την Ολυμπία και την Κνωσό, κ.λπ. Θέλω να πω πως και με καθαρά οικονομικά κριτήρια η αρχαιολογική μας κληρονομιά δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Αυτά για τους «ρεαλιστές». Όμως οι πολιτικοί που έχουν την ευθύνη για τις επιλογές τής Πολιτείας, πρέπει να έχουν πεισθεί πως ο ελληνικός λαός δεν εγκλωβίζεται σε τέτοιους «ρεαλιστικούς πειρασμούς». Συνεχίζοντας τη γνήσια ελληνική παράδοση του Μακρυγιάννη, που ορμήνευε τους στρατιώτες του να προστατεύουν τα αρχαία, γιατί «γι’ αυτά πολεμήσαμεν», ξέρει πως αξίζει να δοθούν τα χρήματα που χρειάζονται, για να συντηρηθούν και να γίνουν κι άλλες έρευνες για την αποκάλυψη της προγονικής κληρονομιάς. Γιατί οι Έλληνες είμαστε φιλότιμοι. Και δέν θα καταδεχόμασταν να επικαλούμαστε κάθε λίγο και λιγάκι αυτή την κληρονομιά και την ίδιαν ώρα να της δίνουμε τη θέση τού φτωχού συγγενή, που περιμένει να ζήσει με τα αποφόρια που θα περισσέψουν ύστερα από το μοίρασμα. Αν όσοι συχνάζουν στα θέατρα και στα μουσεία ούτε σκοτώνουν ούτε σκοτώνονται μέσα και έξω από αυτά, τούτο δεν σημαίνει πως αξίζουν την αδιαφορία και την παραγνώριση. Τουλάχιστον, ας αξιωθούν το ένα δέκατο από τις παροχές που δίνονται σε όσους έχουν καταντήσει δημόσιος κίνδυνος με τη φανατική προάσπιση της ποδοσφαιρικής ιδεολογίας τους.
(«Το Βήμα τής Κυριακής», 1985)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!