Η μαμά πέθανε λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 15/07/24. Πέθανε. Δεν έφυγε ταξίδι, δεν ανέβηκε στον ουρανό. Απλά έπαψε να υπάρχει. Έπαψε να είναι. Αυτό είναι θάνατος: η πλήρης παύση των διαδικασιών που επιτρέπουν σ’ έναν οργανισμό να επιβιώνει.
Γράφει η κόρη της Στέλλα Αλμπάνη
Η μαμά πέθανε πλήρης ημερών. Βασανισμένων ημερών. Παιδί του πολέμου γνώρισε την πείνα, το φόβο και τη φρίκη με αποκορύφωμα τα κεφάλια του Βελουχιώτη και των συντρόφων του που είδε –μην καταλαβαίνοντας τί βλέπει– στην κεντρική πλατεία στα Τρίκαλα.
Ο πόλεμος της άφησε κι ένα αγιάτρευτο μεράκι. Δεν πήγε σχολείο. Γράμματα έμαθε μόνη της σκαλίζοντας την αλφαβήτα στο χώμα μ’ ένα τσάκνο, όπως έλεγε.
Κι όμως, επί χρόνια ξεκοκάλιζε την εφημερίδα και κάθε φορά με ρωτούσε όσες άγνωστες λέξεις είχε.
Εντύπωση μου προκαλούσε ότι ακόμα και μέσα στη φρίκη του πολέμου δεν ξεχνούσε δύο περιστατικά που την έκαναν να πιστεύει ότι παντού υπάρχουν καλοί άνθρωποι:
• Καλοκαίρι του 1941 ή του 1942 η μαμά κοιμάται κάτω από ένα δέντρο μαζί με τον αδερφό της, όταν ένας Γερμανός στρατιώτης σκεπάζει τα δυο παιδιά μ’ ένα ωραίο, μεγάλο μαντήλι για να μην πέσει πάνω τους ο ήλιος. Η μαμά ξυπνάει φοβισμένη και προλαβαίνει να δει το Γερμανό που έχει ήδη απομακρυνθεί.
• Και το χειμώνα του 1941 ή του 1942 Γερμανοί ψάχνουν για όπλα στο Καστράκι. Μπαίνουν στο σπίτι των γονιών της κι αντικρίζουν έκπληκτοι την πεντάχρονη-εξάχρονη μαμά να πλέκει κάλτσες. Επιστρέφουν την επόμενη μέρα «… μ’ ένα ντέρλικα νήματα, ό,τι χρώμα ήθελες, …εμείς είχαμε μόνο μαύρα και καφέ…», και δίνουν εντολή με τη βοήθεια του διερμηνέα το νήμα να γίνει κάλτσες, αλλά μόνο η μικρή θα τις πλέξει, κι ό,τι περισσέψει μπορούν να το κρατήσουν.
Η μαμά γεννήθηκε 29 Φεβρουαρίου 1936. Κατά λάθος στην ταυτότητα έγραψαν 15/04/1935. Για χρόνια δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Ακούς να με γράψουν ένα χρόνο παραπάνω», έλεγε. Εκεί γύρω στα 50 της δεν άντεξα: «Αμάν, ρε μάνα, δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι θα πάρεις σύνταξη ένα χρόνο νωρίτερα;» Τότε μόνο έπαψε να γκρινιάζει για το λάθος.
Η μαμά είχε σκέψη διαφορετική από τις γυναίκες της ηλικίας της. Όταν έγινα 25 χρόνων –πολύ μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής– μου έλεγε συχνά: «Αν δεν μπορέσεις (!) να παντρευτείς μέχρι τα 30-35, θα πάμε εκεί σιακάτ στην Αφρική να υιοθετήσεις ένα παιδάκι απ’ αυτά που πεινάνε».
Το μυαλό της κι η καρδιά της ήταν πάντα με τους φτωχούς, τους στερημένους, τους μη-προνομιούχους. Αγρότισσα η ίδια επιθυμούσε όλοι να ζουν με αξιοπρέπεια. Δεν μπορούσε να καταλάβει με τί κριτήρια ψήφιζε ο κόσμος. Με ρωτούσε συχνά: «Πώς και γίνεται και βγαίνουν αυτοί που δεκάρα δε δίνουν για το φτωχό λαό;»
Έζησε ευτυχισμένη η μαμά; Η δική μου απάντηση είναι όχι. Η ευτυχία της ήταν στάλες σ’ έναν ωκεανό ταλαιπωρίας. Μερικές στάλες ήταν όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, όταν ένοιωσε ότι ο αδερφός μου έγινε άντρας, όταν γεννήθηκαν τα εγγόνια της.
Αυτά είναι πάνω-κάτω ό,τι μπορώ να πω δημόσια για τη μαμά και πρέπει να επαναλάβω τη προτροπή στην κόρη της και κατ’ επέκταση σ’ όλα τα κορίτσια: «Να μάθετε γράμματα, γράμματα , ν’ ανοίξει το μυαλό σας και η γλώσσα σας», κι όταν τό ’λεγε αυτό δεν μπορούσα να μην σκεφτώ το σπουδαίο Βιτγκενστάιν που έγραψε: «Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του», και η μαμά το ήξερε αυτό ενστικτωδώς. –
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!