Βρισκόμαστε ήδη στον έκτο χρόνο της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας. Μιας κρίσης που ξεκίνησε το 2008 με το Αμερικανικό οικονομικό κραχ και συμπαρέσυρε τις ευαίσθητες δημοσιονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού νότου.
Το παράδοξο και δυσάρεστο είναι ότι μετά από τόσα χρόνια, όλες οι πληγείσες χώρες καταφέρανε σε κάποιο βαθμό να σταθεροποιηθούν οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά.
Η μοναδική χώρα που παραπαίει και με καθοδική δυστυχώς πορεία είναι η Ελλάδα. Οι ευθύνες πολλές και διαχέονται στο σύνολο του πολιτικού κόσμου και σε κάποιο βαθμό και στους πολίτες, που αντί με πνεύμα ομόνοιας να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, προσπαθούν περισσότερο να βρούνε τα αίτια μακριά από τους ίδιους παρά να παράγουν δημιουργική πολιτική.
Η δεύτερη κυβερνητική θητεία του Σύριζα πλέον διέλυσε όλες τις ψευδαισθήσεις. Τα ίδια προβλήματα, η ίδια ατολμία, η ίδια νοοτροπία τακτοποίησης ημέτερων και τα βάρη αυξανόμενα στους ήδη εξαντλημένους πολίτες. Ο ίδιος ο Σύριζα, αναγνωρίζοντας προφανώς την λυτρωτική για τους πολίτες ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας, προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τις αριστερίζουσες ιδεοληψίες με λάθος τρόπο. Μαζεύοντας φθαρμένα ουσιαστικά υλικά του παλαιού ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη οποιαδήποτε αντιπολίτευση φαντάζει ανύπαρκτη μαστιζόμενη από τις δικές παθογένειες των κυβερνητικών της θητειών και της εσωστρέφειας.
Ταυτόχρονα η επικράτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Ευρώπη οδήγησε σε μια Ένωση άτολμη, χωρίς όραμα και αδύναμη να δώσει λύσεις. Τώρα πια φαντάζει περισσότερο επίκαιρο και επιτακτικό από ποτέ το αίτημα μια σοσιαλδημοκρατική στροφή της Ευρώπης.
Στη χώρα μας μετά την ουσιαστική κατάρρευση του κύριου εκπροσώπου της κεντροαριστεράς, του ΠΑΣΟΚ, και τις νεοφιλελεύθερες παλινωδίες του της εποχής Βενιζέλου ,έγιναν διάφορες άτολμες και εν πολλοίς εκ του πονηρού προσπάθειες ανασύστασης και επανένωσης του κατακερματισμένου κέντρου ( Κίνηση 58, Ελιά κτλ). Εκ του πονηρού γιατί ο καθένας από τους παλαιοκομματικούς μηχανισμούς εννοούσε την συνένωση ως ευκαιρία συνέχισης της δικής του χαμένης ηγεμονίας στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Τα αποτελέσματα;
Καθαρά καιροσκοπικά που περιοριζότανε στη διάρκεια μιας εκλογικής περιόδου, χωρίς να δίνουνε καμιά ουσιαστική απάντηση στα πιεστικά προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου οι ταλαιπωρημένοι πολίτες γυρίζανε συνεχώς την πλάτη στις κινήσεις αυτές.
Τώρα τι γίνεται;
Η συζήτηση για το μέλλον της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας οφείλει να ανοίξει για τα καλά. Χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς ηγεμονισμούς, με επίκαιρες θέσεις στα σύγχρονα προβλήματα.
Η καθαρή απάντηση είναι ένα νέο «Συνέδριο του Επινέ» των σοσιαλιστικών κομμάτων της κεντροαριστεράς.
Ήδη έχει μιλήσει για αυτή την αναγκαιότητα ο Φ. Σαχινίδης που τάχθηκε υπέρ της συγκρότησης του χώρου της Κεντροαριστεράς από μηδενική βάση με τη συμμετοχή και σύμπραξη ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και Ποταμιού όλες οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, της Πολιτικής Οικολογίας, του Πολιτικού Φιλελευθερισμού, της Δημοκρατικής Ανανεωτικής και Μεταρρυθμιστικής Αριστεράς. Να ξεκινήσουν από μία μηδενική βάση σε μια λογική ενός Γαλλικού «Επινέ» και να πουν, ότι πλέον παραιτούμεθα από όλα, από αξιώματα, από θέσεις, βάζουμε κάτω ένα καινούριο πρόγραμμα που θέλει να εκφράσει τον χώρο αυτό, επιλέγουμε νέα πρόσωπα και προχωρούμε πλέον προς την ανασύνταξη του χώρου, μέσα από έναν νέο πολιτικό σχηματισμό.
Η όλη κατάσταση θυμίζει το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα της δεκαετίας του ’60 που έβγαινε ημιθανές από τον κυβερνητισμό του ’50, τα νταραβέρια και τα σκάνδαλα της εποχής SFIO του Γκι Μολέ. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια απομόνωσης και ένας Μιτεράν για να αναγεννηθεί η γαλλική σοσιαλδημοκρατία καθώς και μια νέα γενιά στελεχών που προήλθε από την άκρα αριστερά για να μπορέσει να επανιδρυθεί το σοσιαλιστικό κόμμα.
Το συνέδριο του Επινέ το 1971 ισοδυναμούσε με το delete των παρηκμασμένων μεταπολεμικών βαρονιών της αριστεράς και το restart ενός νέου πολιτικού φορέα από μηδενική βάση. Άλλο όνομα, άλλες αξίες, άλλα σύμβολα!
Να σημειώσουμε ότι το 1971 η Γαλλία ζούσε στον απόηχο του Μάη του ’68 και το κομμουνιστικό κόμμα του Ζόρζ Μαρσέ κυριαρχούσε στην Αριστερά με ένα εκλογικό ποσοστό που πλησίαζε το 25%. Το συνέδριο του Επινέ κυοφόρησε το κοινό πρόγραμμα με τους κομμουνιστές που οδήγησε στις εκλογές του 1974 τις οποίες έχασε οριακά ο Μιτεράν απέναντι στον Ζισκάρ και στον θρίαμβο του ’81 που διασφάλισε την ηγεμονία της σοσιαλιστικής αριστεράς για 15 χρόνια. Στην κυβέρνηση Πιέρ Μορουά του 81 συμμετείχαν για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο σε δυτική χώρα, πέντε κομμουνιστές υπουργοί!
Άλλες εποχές, άλλες αναλογίες, άλλες χώρες θα μου πείτε. Σωστά! Σκεφτείτε όμως τι θα είχε απομείνει από την σοσιαλδημοκρατία αν ο Μιτεράν το 1971 είχε επανιδρύσει την αριστερά για να την κρατήσει ίδια…Αν ένιωθε αυτό το σιγουρατζίδικο κόλλημα με ξεπερασμένα σύμβολα που τα διαχειρίζονταν τελειωμένα στελέχη.
Βέβαια, όσο εύκολο είναι να διαπιστώνει κανείς ότι αυτός ο πολιτικός χώρος θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί / επανιδρυθεί, άλλο τόσο ακανθώδης και μη ευθύγραμμος πιστεύω ότι θα είναι ο δρόμος προς αυτή την «επαναθεμελίωση». Επαναθεμελίωση που είναι αναγκαία και για έναν επιπλέον λόγο.
Ένας δικομματισμός με πρωταγωνιστές τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο θα είναι πιο πολωτικός από τον παλαιό, αλλά ενδεχομένως να αποβεί και ολέθριος για τη χώρα.
Απώτερος στόχος αυτής της ανασυγκρότησης δεν μπορεί παρά να είναι η διαμόρφωση ενός σύγχρονου φιλοευρωπαϊκού/μεταρρυθμιστικού πολιτικού φορέα, κατά πάσα πιθανότητα μέσα από ένα ιδρυτικό συνέδριο, καλά προετοιμασμένο ώστε να αποφευχθούν το χάος και η απλή εκτόνωση, το οποίο, εκτός των άλλων, θα κληθεί να αποφανθεί και για το διόλου ευκαταφρόνητο ζήτημα της οργανωτικής δομής του εγχειρήματος και γιατί όχι και της ηγεσίας.
Από τη στιγμή που εκ των πραγμάτων ο σχετικός διάλογος θα ανοίξει, θα δοθεί προφανώς η ευκαιρία σε όσους ενδιαφέρονται/όμαστε να επανέλθουν/ουμε, όχι μόνο με περισσότερες και εκτενέστερες αναφορές στο παρελθόν, αλλά και με σκέψεις, προβληματισμούς και προτάσεις για το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας, συμβάλλοντας έτσι, στο μέτρο των δυνάμεών του ο καθένας, στην υπέρβαση της σημερινής αμηχανίας και του σημερινού κατακερματισμού.
Και μη ξεχνάμε ότι οι πολιτικοί φορείς είναι προϊόντα κοινωνικής αναγκαιότητας και αυτή τη στιγμή η αναγκαιότητα «φωνάζει» πιο έντονα από ποτέ.