Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Σήμερα φίλοι αναγνώστες ο γράφων σκέφτηκε, για «αποτοξίνωση» από την συνεχή πολιτικολογία που δεν οδηγεί άλλωστε και πουθενά έτσι όπως τα κατάφεραν οι «πατέρες» και οι «μητέρες» του Έθνους μας, να γυρίσει για λίγο την γραφίδα του στο χρονογράφημα. Στο είδος δηλαδή της δημοσιογραφίας με το οποίο ξεκίνησε την επαφή και τη σχέση του με το αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων, πριν κάποιες δεκαετίες.
Να θυμίσουμε κατ’ αρχήν ότι το χρονογράφημα διαφέρει από την ενημερωτική δημοσιογραφία στο γεγονός ότι έχει την ευχέρεια επιλογής θεμάτων που καλύπτουν όλους τους χώρους της ζωής μας και της κοινωνίας. Είναι ένα ανάλαφρο συνήθως γραπτό, το οποίο μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη χαλάρωση σε ώρες που τον τυλίγουν προβλήματα και ανησυχίες. Να του ξυπνήσει νοσταλγία αν αναφέρεται σε παλιές καλές θύμησες, ίσως κι ένα κάποιο χαμόγελο αν είναι ευθυμογράφημα, που είναι και το πιο δύσκολο είδος για τον χρονογράφο. Και είναι πιο δύσκολο διότι δεν αναφέρεται ούτε σχολιάζει γεγονότα που προσφέρει έτοιμα η επικαιρότητα. Καταγράφει ελεύθερα δικές του επιλογές, δοσμένες με χιουμοριστική διάθεση, με τις οποίες όμως και ακροβατεί ανάμεσα στο να επιτύχει τον σκοπό του, που είναι η πρόκληση εύθυμων και ευχάριστων συναισθημάτων στον αναγνώστη ή, αν αποτύχει, να του δημιουργήσει ανία και απογοήτευση.
Καιρός όμως να μπούμε στο θέμα που επιλέξαμε για σήμερα.
Στο περίφημο ποίημά του με τίτλο «Αν…» (1910) ο γνωστός Βρετανός ποιητής Ράντγιαρντ Κίπλινγκ γράφει σε ένα σημείο: «Αν μπορείς να ονειρεύεσαι χωρίς να γίνεσαι των ονείρων σου σκλάβος…» Και μπορούμε βέβαια να μην γινόμαστε σκλάβοι των ονείρων μας, όπως μας παροτρύνει ο ποιητής, τίποτα όμως δεν μας εμποδίζει να ανατρέχουμε στο παρελθόν και να ταξιδεύουμε στα όνειρά μας νοσταλγικά, θα προσθέταμε εμείς…
Είναι κάτι στιγμές που, ενώ βρίσκεσαι μέσα σε πλήθος κόσμου, νιώθεις μια ανεξήγητη, μια απέραντη, μελαγχολική μοναξιά. Είναι εκείνες οι στιγμές που θέλεις να μείνεις μόνος, κατάμονος, με μόνη συντροφιά τον εαυτό σου και τις αναμνήσεις σου.
● Ν’ αφήσεις τη σκέψη σου να σε ταξιδέψει στο παρελθόν για να σου ξαναζωντανέψει εικόνες παλιές που τις έζησες και τις νιώθεις πάντα νωπές, κι ας έχουν περάσει χρόνια και χρόνια απ’ όταν καταγράφηκαν σαν το «παρόν» του τότε!
● Να ξαναζήσεις νοερά στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, για παράδειγμα, όταν η βρεγμένη στο νερό φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη επάνω της, αν υπήρχαν κι αυτά, ήταν το καλύτερο μας «κρουασάν» και το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια με το προσεκτικά κρεμασμένο στη ντουλάπα επίσης μοναδικό κουστούμι (που μεγάλωναν περιέργως μαζί μας για κάθε μας ηλικία…) ήταν η «πλούσια γκαρνταρόμπα μας»!
● Στην αγωνία των εξετάσεων στα οκτατάξια τότε γυμνάσια και την απελπισία που μας πλημμύριζε αν δεν γράφαμε σε κάποιο διαγώνισμα καλά, λες και ήταν το τέλος του κόσμου!
● Το πρώτο οδυνηρό ξύρισμα μετά την εφηβεία. Το ντύσιμο στο «χακί» αργότερα. Η αγωνία για την επαγγελματική μας αποκατάσταση μετά την απόλυση απ’ τον στρατό. Τα πρώτα σοβαρά αισθηματικά σκιρτήματα και η αγωνία αν μας θέλει ή δεν μας θέλει το ίνδαλμα του έρωτά μας, που το θεωρούσαμε σαν τον μοναδικό για μας άξιο σύντροφο στον κόσμο.
● Κι αργότερα, μιας και «μας ήθελε»… και είπε το πολυπόθητο «ΝΑΙ», ο γάμος, η γέννηση των παιδιών, οι πρώτες τους λεξούλες, το ξενύχτι στο προσκέφαλό τους όταν τά ’ψηνε ο πυρετός από κάποια παιδική αρρώστια. Και, πριν τα χορτάσεις σαν μωρά, να τα βλέπεις στα πρώτα θρανία του νηπιαγωγείου να κλαίνε, γιατί ήθελαν εκεί και τη μαμά τους.
● Κι ενώ θυμάσαι να τα καμαρώνεις λίγο αργότερα στις παρελάσεις και πριν καταλάβεις πότε πέρασε ο χρόνος, να ζεις τις αγωνίες τους για τ’ αποτελέσματα των εξετάσεών τους στα Πανεπιστήμια.
● Χαρές και γλέντια σαν πήραν το πτυχίο τους στη συνέχεια, προβληματισμός για τη σταδιοδρομία τους και το ρίξιμό τους στη βιοπάλη, ύστερα ο γάμος τους και, πριν ακόμη συνειδητοποιήσεις ότι γκριζάρισαν τα μαλλιά σου, ν’ ακούς απ’ τα χειλάκια των δυο φορές παιδιών σου, την πιο όμορφη, την πιο γλυκιά λέξη του κόσμου… «Παππού!» Μια λέξη που σε γεμίζει ευτυχία αλλά και δέος. Μα πότε πέρασαν Θεέ μου τόσα χρόνια;… Πότε;(!)
● Φιλικά ζευγάρια, που ζήσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια, να σου χαμογελούν μέσα απ’ τις παλιές φωτογραφίες, γεμάτα νιάτα κι ομορφιά και να χαίρεσαι που τα βλέπεις να συνεχίζουν ταιριασμένα και να θυμούνται τις χαρές που ομόρφυναν τη ζωή τους και τις λύπες που χάραξαν τα πρόσωπά τους…
● Οι εικόνες του πολέμου και της φρίκης που βιώσαμε ξαναγυρίζουν κι έχουν κι αυτές μοιραία τη θέση τους στη σκέψη, σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία τρόμου. Αγαπημένα πρόσωπα που «έφυγαν» από κοντά μας για πάντα, λες θα μιλήσουν με τη γνώριμη φωνή τους μέσα απ’ το κάδρο με τη φωτογραφία τους, που κρέμεται στο σαλόνι.
● Θυμάσαι μοιραία και τις κακίες του κόσμου και τον ανεξήγητο φθόνο και την αχαριστία εκείνων που κάποτε τους «στάθηκες» σε δύσκολες ώρες.
Και ξαφνικά ο θόρυβος κι ο ανελέητος ξέφρενος ρυθμός της πόλης, στην οποία όλοι τρέχουμε σαν κάποιος να μας κυνηγάει, δίνουν τέλος στην ονειροπόληση. Η ζωή προχωράει τον δρόμο της κι εμείς στο κατόπι της, από κοντά, για να την προλάβουμε! Μόνο που τρέχει γοργά, όπως και τα χρόνια «που πίσω ποτέ δεν γυρνούν» όπως τραγουδούσε μελαγχολικά με την κιθάρα του ο τροβαδούρος της παλιάς Αθήνας…
Έτσι είναι, αλίμονο, η ζωή και πώς να την αλλάξεις…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!