Υφίστανται πολλοί και ποικίλοι λόγοι που συνηγορούν προς την άνω παραδοχή. Άλλοι σοβαροί και άλλοι όχι. Σημασία έχει πως η παραδοχή αυτή, όταν συμβαίνει βέβαια κάτι τέτοιο, αφενός μεν απέχει από την αλήθεια, αφετέρου δε αναδεικνύει μία τραγικότητα, αιχμάλωτοι της οποίας καθίστανται αρκετοί άνθρωποι.
Προχθές η Εκκλησία μας τίμησε τη μνήμη του αγίου μεγαλομάρτυρος Φανουρίου. Συνηθίζεται δε κατά την ημέρα τούτη, πιστοί να κομίζουν τις γνωστές φανουρόπιτες στην Εκκλησία, τις οποίες ο ιερέας διαβάζει. Αυτό δεν είναι μεμπτό. Εξάλλου υπάρχει σχετική ευχή στο Μικρό Ευχολόγιο. Δεν είναι μεμπτή λοιπόν η ανάγνωση της ευχής για τις φανουρόπιτες, με τη μνημόνευση των ονομάτων εκείνων που τις ζύμωσαν, αλλά και των ονομάτων των δικών τους και όχι μόνο ανθρώπων. Εκείνο που πρέπει πάση θυσία να επισημανθεί και προσεχτεί είναι υπό ποιες προϋποθέσεις αναπτύσσεται η σχέση πιστού και αγίου.
Η σχέση μας με τους αγίους δεν εμφορείται πάντοτε αγνών και ειλικρινών συναισθημάτων. Πολλές φορές απαιτούμε από τους αγίους με τρόπο ωφελιμιστικό και μάλιστα απαιτούμε περισσότερο για τα υλικά παρά για τα πνευματικά. Η Εκκλησία όμως ποτέ δεν εισήλθε σε μία διαμάχη ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, αλλά σύνολη η φωνή των Πατέρων αναδεικνύει τη σύγκραση των παραπάνω ζευγών εντός του εκκλησιαστικού χώρου. Πολλές φορές ζητάμε από τους αγίους χωρίς να υφίσταται μία πνευματική διάκριση• αυτή της ειλικρινούς σχέσης, μιας άδολης αμοιβαιότητας που δεν θυσιάζει τίποτε και το παραμικρό προς το συμφέρον της επίτευξης στόχων που απομακρύνονται από το θέλημα του Θεού και καταφάσκουν σε μία μαγική ικανοποίηση των αιτημάτων, που σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν προσευχές δεν είναι.
Σχετικά με την εορτή του αγίου Φανουρίου, ένα αρκετά υπολογίσιμου μέρος του κόσμου έχει την εντύπωση ή και πιστεύει πως αν προσφέρει μία φανουρόπιτα, ο άγιος θα του ικανοποιήσει τα αιτήματα ή καλύτερα μάλλον πως είναι υποχρεωμένος να του ικανοποιήσει τα αιτήματα. Παρατηρείται ένα καθεστώς πάρε – δώσε, μία δοσοληψία, απούσης της πίστης, διότι αν υπήρχε πίστη, τότε πολλές φορές δεν θα παρατηρούταν αυτή η δοσοληψία. Μάλιστα δε έχει λάβει τέτοιο έντονο κοινωνικό χαρακτήρα η όλη διαδικασία, αφού πολλοί είναι εκείνοι που ζητούν από τον άγιο να βρουν σύζυγο, να αυξηθούν τα οικονομικά τους, να πετύχουν σε κάτι κ.ο.κ.. Εν τέλει, όλα αυτά μαρτυρούν πως απουσιάζει η πνευματικότητα. Βέβαια, για να δημιουργηθεί πνευματικότητα, απαραίτητα χρειάζεται να εστιάσουμε στη σχέση των προσώπων. Είναι ακριβώς αυτή η συνάντηση με τους αγίους, η κοινωνία μαζί τους, η επικοινωνία διά της προσευχής, η σύναψη ειλικρινούς σχέσης μαζί τους.
Στις μέρες μας, είναι κάποιοι αντιμετωπίζουν την Εκκλησία ως μαγαζί, ως κατάστημα, ως οικονομικό μέγεθος και μετράνε τη σχέση τους με την Εκκλησία μέσα από οικονομικούς όρους. Μπερδεμένοι από τις δικές τους εμπορικές συμφωνίες κι επαγγελματικές υποχρεώσεις έχουν απωλέσει κάθε επαφή με την πραγματική ταυτότητα και προοπτική της Εκκλησίας, εγκλωβισμένοι μέσα σε ωφελιμιστικές επιδιώξεις κέρδους. Ένα ερώτημα βασανίζει το νου τους: Πώς θα μπορέσω να επωφεληθώ οικονομικά από την Εκκλησία, αλλά και πώς θα τα έχω καλά με την Εκκλησία για να κερδίσω; Κι όταν δεν καταφέρνουν το σκοπό τους, γυρνάνε την πλάτη στην Εκκλησία. Και οι άγιοι ακόμη όταν δεν ικανοποιούν τα αιτήματα των προσευχών τους, γίνονται από προσφιλείς ξένοι. Σε μία τέτοια περίπτωση ακόμη κι ο Θεός εμπαίζεται κατά το ανθρώπινο δοκούν και τοποθετείται στην άκρη όταν δεν υπάρχει και δεν προκύπτει κάποιο όφελος από την Εκκλησία.
Η Εκκλησία δεν είναι μαγαζί. Πορεύεται με βάση αυτό που είναι και αυτό που γίνεται. Δεν είναι σύλλογος, μήτε σωματείο, μήτε φιλανθρωπικό ίδρυμα, μήτε ο ιερέας, μήτε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Εκκλησία είμαστε όλοι. Αν θέλουμε πράγματι να μάθουμε τι σημαίνει Εκκλησία, κάτι που θα εξασφαλίσει μία αντικειμενική και απρόσκοπτη αντιμετώπιση των όσων μας απασχολούν και συνδέονται με εκείνη, πρέπει να ανατρέξουμε στον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ο οποίος έγραφε στο περίφημο έργο του ‘’Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς’’ πως η Εκκλησία είναι τα μυστήρια της, εννοώντας το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό σημαίνει Εκκλησία και από εκεί αποκτά ταυτότητα η Εκκλησία. Όλα τα άλλα αποτελούν απόρροια αυτού του εκκλησιαστικού γεγονότος.
Η εσφαλμένη αντίληψη και θεώρηση που έχουμε δημιουργήσει για την Εκκλησία ωφείλεται στο γεγονός ότι εννοήσαμε κακώς την ταυτότητά της, επομένως και την ύπαρξή της, αλλά κι αυτό που η Εκκλησία μπορεί να γίνει μέσα στο διάβα της ιστορίας και στην κοινωνία κάθε εποχής. Είναι αυτό που έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ότι η Εκκλησία σημαίνει γιορτή, ένα γεγονός εμπειρίας, όπου οι πιστοί συγκεντρώνονται σε αυτή, ως πρόσωπα κοινωνούν μεταξύ τους των βιωμάτων και εμπειριών και γιορτάζουν ένα γεγονός όπως το μαρτυρεί και το διατρανώνει με τρόπο πανηγυρικό η παράδοση και το ευαγγέλιο. Αν όλοι μας εντός της Εκκλησίας προσπαθούσαμε να δούμε τον άλλον ως αδελφό, ως συνοδοιπόρο, ως εικόνα Θεού, λερωμένη όπως και η δική μας, τότε τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Μέχρι να έρθει όμως εκείνη η στιγμή, θα μας τρώει κατά πολύ η γκρίνια, η κακομοιριά και η κακεντρέχεια. Αθεράπευτα και τοξικά.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας – Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!