Του Σαράντου Ιω. Καργάκου
Προ ετών άκουσα κάποιον Πρόεδρο της Ακαδημίας να λέει ότι οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους περισσότερο από κάθε άλλο ζωϊκό είδος. Δεν θα διαφωνήσω, παρότι έχω μελετήσει τον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία τών μελισσών. Απλώς, θέλω να τονίσω ότι ο άνθρωπος είναι ένα συγκοινωνιακό αλλ’ όχι επικοινωνιακό είδος. Ειδικά, ο παρεμβατικός άνθρωπος (νέος όρος αυτός) του καιρού μας κάνει σχέσεις (το είπε και ο Μάρξ: «ο άνθρωπος είναι σχέσεις»), δίνει υποσχέσεις, αλλά το βασικό του συστατικό είναι οι ανασχέσεις. Σε κρατικό επίπεδο και οι κατασχέσεις!
Θαρρώ ότι πλανήθηκε ο Αριστοτέλης, ονομάζοντας τον άνθρωπο «ζώον πολιτικόν». Τουλάχιστον στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις λειτουργεί κατά τρόπο αντιπολιτικό. Η λεγόμενη κοινωνία είναι πλέον ευφημισμός. Ουδείς κοινωνεί ψυχικά με τον άλλο. Ούτε πλέον οι γονείς με τα παιδιά. Ακόμη κι ο έρωτας έχασε τη βαθιά συναισθηματική του διάσταση. Σήμερα ονομάζεται «χημεία»!
Επακόλουθο αυτής της κοινωνικής τρικυμίας είναι η δυσπιστία. Όταν ο άλλος γελάει, θαρρείς ότι σε ξεγελάει. Διότι στόχος δεν είναι να ζήσουμε καλά με τους άλλους, αλλά να ζήσουμε καλύτερα, δηλαδή πλουσιότερα, τον εαυτό μας. Έτσι, ο πλούτος μάς έκαμε φτωχούς. Κι όχι απλά φτωχούς, αλλά ευτελισμένους. Όπως είχα γράψει παλαιότερα, ξεπουλάμε το μέσα (αξίες, συναισθήματα, ιδανικά), για να κερδίσουμε το έξω. Το πνευματικό στοιχείο έχει εξορισθεί. Ο εξυπνακισμός έχει υποσκελίσει την πνευματικότητα. Μοιραία σε όλη την ανθρώπινη διάσταση κυριαρχεί το επιδερμικά φανταχτερό. Κι είναι, ως εκ τούτου, «λογικό» σε μια εποχή κουταμάρας να κυριαρχεί η «κουλτούρα τής σαχλαμάρας».
Η νεολαία, που κανονικά θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί σε ένα κίνημα πνευματικής, ηθικής και εθνικής αφυπνίσεως, έχει ναρκωθεί. Επί 35 χρόνια και πλέον οι νέοι λιβανίζονται, θυμιατίζονται, όπως ο νεκρός πριν μπει στον τάφο.
Την κύρια ευθύνη (χωρίς αυτό να σημαίνει εκχώρηση «ιντουλγκεντίων», δηλαδή συγχωροχαρτίων) δεν έχει ούτε η οικογένεια ούτε το σχολείο. Ούτε και αυτή η πολιτική, που τώρα βάλλεται με ομαδικό πυρ, ακόμη κι από αυτούς, οι οποίοι αναδείχθηκαν χάρη σε αυτή. Εδώ και πολλά χρόνια, κύρια παιδαγωγούσα αρχή είναι τα λεγόμενα «μήντια». Η τηλοψία, η ηλεκτρονική Κίρκη, έχει μεταβληθεί όχι σε κυρία αλλά σε κυρίαρχο του οίκου μας. Αυτή παιδαγωγεί, αυτή διαμορφώνει νοοτροπίες, αυτή «πλασάρει» τη νεογλώσσα, που είναι μια νόθος γλώσσα, τύπου «πίτζιν» ή «σινούκ». Αυτή προβάλλει τα πρότυπα μιας χρήσης, αυτή γενικά «μανιπουλάρει» (παλαιός όρος της Αριστεράς) το πνεύμα και το ήθος τής νέας γενιάς.
Κάποτε τα παιδιά που ήταν «παιδιά τής τηλεόρασης», μεγάλωσαν. Και κάποια χάρη στην προβολή που τους προσέφερε το μέσον αυτό (αλλά και άλλα μέσα) σταδιοδρόμησαν στην πολιτική. Έτσι, σταδιακά εισήλθε στον πολιτικό μας χώρο η «κουλτούρα τών μήντια». Επίδειξη, φτωχομαγκιά, πλουτομανία, υβριστική συμπεριφορά. Κυρίως αδυναμία συνεννοήσεως σε πολιτισμένο επίπεδο. Έχει καθιερωθεί ο κανόνας: όσο πιο δυνατά μιλάς, όσο πιο προκλητικός γίνεσαι, τόσο ανεβαίνει και η στάθμη τής ακροαματικότητας ή τηλεθέασης. Οι ύβρεις ειδικά αυξάνουν κατακόρυφα τους σχετικούς μετρητικούς δείκτες.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κανάλια υποχρεώνει τους καναλάρχες να χρησιμοποιούν στις «εκπομπές λόγου» (τί λόγος!) καλά εξασκημένους παρουσιαστές, που είναι ικανοί να προκαλούν ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές τρικυμίες. Και μπορεί αυτοί να ωφελούνται επαγγελματικά, αλλά ευτελίζεται διεθνώς η Ελλάς.
Σιγά-σιγά εξαφανίζονται από τα «μήντια» οι σοβαροί άνθρωποι, που θα μπορούσαν να αρθρώσουν έναν σοβαρό και υψηλού επιπέδου λόγο. Αρνούνται να έχουν συμμετοχή σε ένα στημένο παιγνίδι, όπου πριν ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, δέχονται διακοπή είτε από τον παρουσιαστή είτε από κάποιον «καναλόβιο». Έτσι, αντί τα «μήντια» να γίνονται δάσκαλοι της σωστής συνομιλίας, του πολιτισμένου διαλόγου, γίνονται δάσκαλοι της φωνασκίας, της υβρεολογίας, του εξυπνακισμού και της χυδαιοπρέπειας.
Μοιραία όλο αυτό το «διδακτικό υλικό» που εισπράττει από τα «μήντια» το κοινό, φέρνει τη μεταξύ μας ακοινωνησία, την αδυναμία για μια στοιχειώδη ανταλλαγή απόψεων ή αντιπαραθέσεων. Οι «καναλόβιοι» δεν χρησιμοποιούν επιχειρήματα, χρησιμοποιούν ταμπέλλες. Τώρα όμως οι ταμπέλλες στρέφονται εναντίον τους. Κατέβασαν το ήθος τής δημοσιογραφίας.
Διακονώ ερασιτεχνικά (αλλά με πληθώρα γραπτών) το λειτούργημα αυτό από το 1962. Πίστευα και πιστεύω ότι είναι προέκταση της παιδαγωγικής μου αποστολής. Πίστευα και πιστεύω ότι η σωστή άσκηση του δημοσιογραφικού έργου συντελεί στη διεύρυνση της κοινωνικότητας και του πολιτισμού στην καθημερινή μας συμπεριφορά. Ειλικρινά, πληγώθηκα βαθιά, όταν σε μια υπόγεια διάβαση διάβασα το ακόλουθο γκράφιτι: «Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Κάποτε οι μαθητές τιμωρούν τους δασκάλους τους!
(Εφημ. «Εστία», 3-8-2012)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!