“Πολιτισμός είναι η επικράτηση του δικαίου πάνω στη δύναμη, της πειθούς στη βία, του διαλόγου στο μονόλογο, του πνεύματος στην ύλη» (Γουίλ Ντυράν).
Ηλία Γιαννακόπουλου
Φιλολόγου
Παρακολουθώντας κανείς την εσωτερική και παγκόσμια επικαιρότητα νιώθει πως επιστρέφουμε στην πρωτόγονη εποχή όπου κυριαρχούσε η Δύναμη, η Βία, ο Μονόλογος και η Ύλη.
Οι Πόλεμοι έκφραση της Δύναμης, της Βίας, του Μονολόγου και της λατρείας της Ύλης τείνουν να καταστρέψουν ό,τι κατόρθωσε ο άνθρωπος στη διαχρονική του πορεία με τον πολιτισμό του ως προϊόν του Πνεύματος, του Διαλόγου, της Πειθούς και του Δικαίου.
Στην εσωτερική επικαιρότητα τα πρωινάδικα με τις ευειδείς τηλεπερσόνες επισκιάζουν τα πάντα διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και τον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας. Από την άλλη πλευρά η ποδοσφαιροποίηση ή και η μπασκετοποίηση της καθημερινότητας των ανδρών τείνει να λάβει τη μορφή χιονοστιβάδας αφού οι τηλεοπτικές μεταδόσεις πληθαίνουν καθημερινά απορροφώντας το ενδιαφέρον τους.
Το παραπάνω δυστοπικό τοπίο για τον πολιτισμό μας συμπληρώνει και η Κασσελακιάδα που αντικατέστησε την Πολιτική με το star System όπου η δεσποτεία της εικόνας έναντι του πολιτικού λόγου είναι απόλυτη. Όταν, όμως, ο λόγος και το επιχείρημα υποχωρούν μπροστά στην εξουσία της εικόνας τότε και η πολιτική ως η τέχνη του διοικείν και διακονίας του κοινού καλού εκπίπτει στη θέση της προπαγάνδας.
“Η πολιτική, είναι η δραστηριότητα μέσω της οποίας οι άνθρωποι ορίζουν, τηρούν και τροποποιούν τους γενικούς κανόνες βάσει των οποίων ζουν” (A. Heywood).
Κι ενώ όλα τα παραπάνω τείνουν να αποτελέσουν αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας και της κανονικότητάς μας, ξαφνικά ένα πολιτιστικό γεγονός μάς υπενθύμισε πως στη χώρα μας ο πολιτισμός και η αναζήτηση ενός άλλου στοιχείου που θα γεμίζει και θα διαμορφώνει την καθημερινότητά μας δεν είπαν τον τελευταίο λόγο. Και το γεγονός αυτό δεν ήταν άλλο από τα εγκαίνια του Μουσείου Οδυσσέα Ελύτη “Το σπίτι του Ελύτη” ως γενέθλιο δώρο (2 Νοεμβρίου 1911) στον Νομπελίστα Ποιητή μας.
Έτσι οι λάτρεις της Ποίησης και του Πολιτισμού γενικότερα θα μπορούν να βλέπουν και να μελετούν τον “κόσμο τον μικρό, τον μέγα” του Ποιητή του Αιγαίου και του Φωτός. Ένας κόσμος κι ένας χώρος που μάς διδάσκει πως στη ζωή μας αξία δεν έχουν τα τετραγωνικά που μένουμε αλλά τα τετραγωνικά της φαντασίας μας και των πνευματικών μας αναζητήσεων.
«Σ’ αυτά τα πενήντα τετραγωνικά εργάζομαι και ζω εδώ και πολλά χρόνια. Ούτε είχα, ούτε θα ήθελα να έχω ποτέ περισσότερα. Όχι ότι παριστάνω τον ασκητή. Ο άνθρωπος πιστεύω ότι δεν πρέπει να στερείται από τίποτε. Πρέπει όμως να αρκείται και στα απαραίτητα. Η πολυτέλεια, το περιττό σε απομακρύνουν από το ουσιώδες, σε διαλύουν».(Με αυτά τα λόγια περιέγραφε, τον Νοέμβριο του 1975, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή και τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, το σπίτι επί της οδού Σκουφά 23, ο Οδυσσέας Ελύτης. Εκεί που έμελλε να ζήσει έως το τέλος).
Ο Ελύτης «μακριά από την λοιμική της πολιτείας» αναζητούσε το δικό του νόημα ζωής, αφού αρέσκονταν να ονειρεύεται στη δική του μοναξιά «ονειρεύτηκα πλάι της μιαν ερημιά, / όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ΄ναι από την πυρά που / κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα / Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν΄ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι / στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων» (“Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό”).
Σε αυτό το σπίτι θα καταλάβουμε καλύτερα και πιο αληθινά κάποιες σκέψεις του ποιητή που με τους στίχους του ύμνησε τόσο τη ζωή όσο και την Ελλάδα, ως τόπο και Ιδέα, όπως φαίνεται καθαρά και στο παρακάτω “αυτοβιογραφικό” του σημείωμα:
“Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ’ την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος”.
Η βαθιά αίσθηση της Ελληνικότητάς του και η αγάπη του για την Ελλάδα αποτυπώνονται εναργέστατα στη δήλωσή του επ΄ ευκαρία της απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979.
«Γι’ αυτό η τιμή δεν είναι αποκλειστικά δική μου, ανήκει σε όλους. Η δική μου χαρά είναι ότι και μ’ αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να προσφέρω μια υπηρεσία στον τόπο μου».
Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ευαίσθητος και οραματιστής, διεκδικούσε μέσα από τον ποιητικό του λόγο έναν κόσμο δίκαιο, ανθρώπινο, ειρηνικό και αντίθετο με αυτόν που έχουν επιβάλλει οι δυνατοί. Θεωρούσε πως η Ποίηση έχει την δύναμη μιας επανάστασης χωρίς να ξοδεύεται η πιο ακριβή χρωστική ουσία αυτού του κόσμου, το αίμα. Σύμφωνα με τον ποιητή μπορεί μεν η Ποίηση να μην αλλάζει τον κόσμο, αλλά μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, που αλλάζουν τον κόσμο.
«Θεωρώ την ποίηση σαν μια πηγή αθωότητας, που είναι γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις. Αποστολή μου είναι να κατευθύνω αυτές τις δυνάμεις εναντίον ενός κόσμου που η συνείδησή μου δεν μπορεί να αποδεχθεί, έτσι ώστε να φέρω αυτόν τον κόσμο, μέσω συνεχών μεταμορφώσεων, σε μεγαλύτερη αρμονία με τα όνειρά μου»
O Ελύτης δεν έτρεφε αυταπάτες πως ο κόσμος θα αλλάξει εύκολα. Γνώριζε πολύ καλά πως θα κατηγορηθεί ως αιθεροβάμων και αθεράπευτα ονειροπόλος. Ωστόσο επέμενε για την “μεγαλύτερη αρμονία” αυτού του κόσμου, αφού γνώριζε πολύ καλά την βαθύτερη φύση και την αδάμαστη θέληση των συμπατριωτών του, των Ελλήνων.
«Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν/ Κι ας μάς φωνάζουν αεροβάτες / Φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι / Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά / Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε». (Οδυσσέας Ελύτης, «Σώμα του καλοκαιριού», από τον «Ήλιο τον πρώτο»).
*ΠΗΓΗ: Blog “ΙΔΕΟπολις”, Ηλία Γιαννακόπουλου
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!