Ορθολογισμός είναι η υπερβολική έμπιστοσύνη στην λογική μας, η αναγωγή της σε υπέρτατη αυθεντία και απόλυτη αξία. Είναι η πλέον χαρακτηριστική και ύπουλη εκδήλωση της υπερηφανείας, η οποία υποκρύπτεται κάτω από όλες τις αμαρτίες μας, υφέρπει σε κάθε πράξη μας και δηλητηριάζει όλα τα καλά έργα μας.
ΕΠΙΜΕΛΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΡΓΟΥΛΑΣ
Ο ορθολογισμός δεν είναι μια απλή αμαρτία, μια πτώση, αλλά αμαρτητική νοοτροπία και βιοθεωρία• είναι κατ’ ουσίαν απιστία. Ο ορθολογισμός αντικαθιστά την εμπειρία και την εμπιστοσύνη στον Θεό, που είναι η πίστη, με τη σκέψη και τη διάνοια. Καταργεί τη σχέση, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στα δικά μας λογικά συμπεράσματα, στις ατομικές μας αντιλήψεις και στην προσωπική μας βιοθεωρία.
Ο ορθολογισμός, περνώντας από όλες τις πτώσεις της υπερηφανείας, μας οδηγεί τελικά στην αυτοδικαίωση· γιατί μας πείθει ότι έχουμε δίκιο· και εφ’ όσον οι σκέψεις μας, τα λόγια μας και οι πράξεις μας είναι λογικές, άρα είναι ορθές και δίκαιες. Έχουμε, λοιπόν, δίκιο· άρα και δικαίωμα να το επιβάλλουμε ως γνώμη, ως επιθυμία και ως συμπεριφορά. Από το σημείο αυτό ξεκινά μία ατελεύτητη πορεία προς την μηδέποτε επιτυγχανόμενη —γιατί είναι και ακόρεστη— αυτοδικαίωσή μας, που μας παρασύρει σε μίαν αλυσίδα διαρκώς μεγαλύτερων και βαρύτερων αμαρτημάτων και τελικά στην αμετανοησία, κλείνοντας έτσι την θύρα του Θείου ελέους. Ο ορθολογισμός είναι συμπυκνωμένη υπερηφάνεια, αλαζονεία, αυτοδικαίωση, αυτάρκεια και αυτονομία. Γι’ αυτό και αλλοτριώνει τον άνθρωπο, τον απομονώνει και τον απομακρύνει από τον Θεό και από τους συναθρώπους του. Ο ορθολογιστής, επειδή θεωρεί πως έχει πάντα δίκιο, γίνεται εριστικός και καταπιεστικός· καταλήγει αποκρουστικός και αντιπαθής· καθίσταται στοιχείο διαλυτικό της φιλίας, του γάμου, της οικογένειας, της κοινωνίας. Έτσι, ο σύγχρονος ορθολογιστής, παρά τη λαμπρότητα των επιτευγμάτων του, καταλήγει να είναι ο κουρασμένος, ο κενός, ο ανικανοποίητος, ο απογοητευμένος σύγχρονος άνθρωπος.
Αύτός που βιώνει καθημερινά το δράμα της υπαρξιακής αγωνίας του, της ανασφάλειάς του και της προδοσίας που του προσφέρει η λογική του και η αυτο- πεποίθησή του, στις οποίες τόσο στηρίχτηκε.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο οδούς, δύο τρόπους μέσα από τους οποίους μπορεί να γνωρίσει τα πράγματα, την κτιστή φυσική δημιουργία τον Θεό. Ο νούς έχει την έδρα του στην καρδιά, είναι το κέντρο της ψυχής και αποκαλείται από τους Πατέρες «το ηγεμονικόν της ψυχής». Ο νούς είναι η θεωρητική ενέργεια της ψυχής. Με τον νού ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, αποκτά την εμπειρία του Θεού, γίνεται μέτοχος της Αλήθειας και της Αποκαλύψεως του Θεού, αποκτά δηλαδή την πνευματική γνώση. Ο λόγος (η λογική) είναι η πρακτική ενέργεια της ψυχής. Με τον λόγο ο άνθρωπος γνωρίζει τη φύση και την κτιστή δημιουργία. Η γνώση της δημιουργίας του Θεού βοηθάει, βεβαίως, τον άνθρωπο να φθάσει και στη γνώση του ίδιου του Θεού, την οποία όμως αποκτά με τον νού. Με τη λογική, δηλαδή, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό. Η λογική μας οδηγεί στην ανάγκη της πίστεως στον Θεό. Η αληθινή, όμως, γνώση του Θεού γίνεται με τον νού, με την καρδιά. Το μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στον σύγχρονο άνθρωπο να φθάσει στη γνώση του Θεού, είναι άκριβώς αυτό: ότι προσπαθεί να Τον γνωρίσει με λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Αντικαθιστά δηλαδή τον νού (την καρδιά) με τον λόγο (τη λογική) και καταλήγει έτσι στον ορθολογισμό και στην αδυναμία να γνωρίσει αληθινά τον Θεό. Ο φωτισμένος νούς οδηγεί στον Θεό, χωρίς να αποποιείται τη λογική του. Σκοπός της ζωής μας είναι η θέωση, η μετοχή μας στην άκτιστη δόξα του Θεού, που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νοός.
Η πίστη δεν αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών ερευνών και αναλύσεων, δεν είναι απόρροια της λογικής και του μυαλού μας, αλλά βίωμα και εμπειρία της παρουσίας του Θεού στην καρδιά και τη ζωή μας. Η πίστη είναι μετοχή στην αγάπη, τη χάρη και τη δόξα του Θεού, είναι η Αποκάλυψη της Αλήθειας του Θεού στη ζωή μας και στον κόσμο ολόκληρο. Η πίστη δεν απαιτεί σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες άναλύσεις και συλλογισμούς. Είναι δώρο του Θεού που προσφέρεται σε όλους, μορφωμένους και αγραμμάτους, γνωστικούς και αδαείς, έξυπνους και απλοικούς, σε όλους όσοι έχουν απλή, ταπεινή και καθαρή καρδιά. Δεν είναι αποτέλεσμα λογικής επεξεργασίας, αφού ο Θεός δεν μας αποδεικνύεται, αλλά μας φανερώνεται. Μας αποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά και πηγαία, απλά, ταπεινά και αθόρυβα. Πίστη δεν σημαίνει κατανόηση, αλλά εμπιστοσύνη. Δεν αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά τον υπερβαίνει, τον ξεπερνά. Δεν είναι παράλογη, αλλά υπέρλογη. Το υπέρλογο μέσα στην Ορθοδοξία δεν είναι η κατάργηση της λογικής, άλλά η μετακένωσή της και η ανύψωσή της στην αποδοχή των εμπειριών της θείας Αποκαλύψεως. Το υπέρλογο είναι η απόλυτη διάθεση του εαυτού μας, η αυτοεγκατάλειψή μας στο θέλημα και στο έλεος του Θεού. Το λογικό είναι το «στένεμα» του Θεού και η σμίκρυνσή του στις προσωπικές μας ανάγκες και απαιτήσεις, στο εγωιστικό θέλημά μας. Το υπέρλογο είναι να αφήνω στον Θεό ανοιχτό τον δρόμο της καρδιάς μου για να ‘ρθει και να ενεργήσει μέσα μου με τον δικό του τρόπο, που δεν είναι ούτε λογικός, ούτε άλογος, ούτε παράλογος, αλλά είναι υπέρλογος, είναι η αιώνια Αλήθεια του Θεού, είναι η πηγή και η οδός της σωτηρίας μας. Το υπέρλογο είναι η υπαγωγή της λογικής μας στη Λογική του Θεού. Είναι η προσπάθεια που κάνουμε για να δεχθούμε τη Λογική του Θεού, όταν αυτή δεν συμφωνεί με τη δική μας.
Ηδιάσταση της Όρθοδόξου Εκκλησίας μας, και ειδικότερα του ορθοδόξου Μοναχισμού, είναι κατά βάθος κοινωνική. Η αληθινή κοινωνικότητα εκδηλώνεται με δύο τρόπους: με την αγάπη προς τον Θεό και με την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, που δεν είναι απλή συναισθηματική κατάσταση αλλά χαρισματική, δώρο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δωρίζεται στον χριστιανό που αγωνίζεται να καθαρισθεί από τα πάθη του. «Ανάπαυσες τον αδελφό σου, ανέπαυσες τον Θεό σου», τονίζουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας· και άδελφός μας είναι ο συνάνθρωπός μας, κάθε εικόνα Θεού που έχει ανάγκη τη συμπάθειά μας, τη βοήθειά μας, τον καλό μας λόγο, τη συμβουλή μας, την προσευχή μας. Αυτή είναι η κοινωνική και φιλάνθρωπη προσφορά των ορθοδόξων μοναχών, δείγμα της οποίας είναι η αρετή της φιλοξενίας· η άσκησή της είναι η πιο γνήσια μορφή φιλαδελφείας και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως: τρέφει πεινασμένους, ενδύει γυμνούς, ποτίζει τους δικασμένους, περιποιείται τους ξένους, περιθάλπει τους ασθενείς, παρηγορεί τους θλιβομένους, συμπάσχει με τους πάσχοντες, ξεκουράζει τους κουρασμένους, βαστάζει το βάρος των απελπισμένων. «Ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται» (Ματθ. 10,14), λέγει ο Χριστός στο Εύαγγέλιό Του. Στο πρόσωπο του φιλοξενουμένου συναντάμε το πρόσωπο του Χριστού και με αυτή τη διάθεση τον δεχόμαστε στα μοναστήρια μας· τον καλωσορίζουμε ως εν Χριστώ αδελφό και φίλο μας, τον ακούμε, τον παρηγορούμε, τον διακονούμε αγόγγυστα, ειλικρινά και εγκάρδια. Ο μοναχός, όπως και κάθε άνθρωπος που ανοίγει την καρδιά του στο φως του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, ξεχειλίζει από αληθινή χαρά και καλωσύνη. Πλατύνεται η καρδιά του και γίνεται ένα αρχονταρίκι απλόχωρο και μοσχοβολημένο· φιλοξενεί τον αδελφό, βλέποντας σ’ αυτόν την εικόνα του Θεού. Τον ποτίζει με το δροσερό νερό της αγάπης, της αναπαύσεως, της θυσίας, της προσφοράς. Κι από αυτή την ευλογημένη θύρα της φιλοξενίας αντικρίζει την Ουράνια Πύλη της Βασιλείας του Θεού.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!