Στην αρχή του Β’ Λόγου (1, 5-8) ο Γρηγόριος Νύσσης μας υπενθυμίζει πως έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο που σχετίζεται με την φιλοσοφία και τη θεία γνώση.
Η νύμφη λέει προς τις κοπέλες πως είναι μαύρη, διότι την έκαψε ο ήλιος, είναι όμως και όμορφη και όχι άσχημη όπως τα αντίφωνα του Κηδάρ, αλλά σαν παραπετάσματα του Σολομώντα [30]. Ο λόγος που είναι μαυρισμένη η νύμφη είναι η αμαρτία και τα έργα του σκότους στα οποία η ίδια βρισκόταν προσκολλημένη. Εκείνο που ομορφαίνει τη νύμφη είναι η αγάπη του Νυμφίου, ο οποίος ανταλλάσει την ομορφιά του με την ασχήμια. Εδώ πρόκειται περί μιας αντίδοσης που παρατηρείται μεταξύ των δύο προσώπων, μεταξύ του Νυμφίου και της νύμφης, μόνο που ο Νυμφίος δεν κινδυνεύει να χάσει κάτι από τον εαυτό του, μεταδίδοντας προσφέροντας την αγάπη και του στην μαυρισμένη νύμφη, που οι αμαρτίες έχουν μαυρίσει την ψυχή της και να γίνει ωραία.
Η αγάπη του Θεού μεταμορφώνει τους ανθρώπους. Ακόμη κι αν είναι αμαρτωλοί και μαύροι, ο Θεός τους ομορφαίνει και τους κάνει ωραίους, μεταδίδοντας τους τη λάμψη της θείας χάριτος [31]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που ήταν σκοτεινός και βλάσφημος κατά του Χριστού και αξιώθηκε να γίνει καλός είναι του αποστόλου Παύλου, το οποίο αναφέρει στο σημείο αυτό ο Νύσσης [32]. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να φέρει το φως και να καλέσει σε μετάνοια του αμαρτωλούς. Η νύμφη παρουσιάζει στις κοπέλες την αγαθότητα του Νυμφίου, ο οποίος μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον ομορφαίνει, αφού την μαύρη ψυχή από την αμαρτία μόνο εκείνος μπορεί να ομορφύνει μέσα από την σχέση μαζί του.
Ο Νύσσης παρακάτω επανέρχεται στο θέμα της ασχήμιας της νύμφης και μας λέει πως δεν είχε την ασχήμια από την αρχή [33]. Στο σημείο αυτό ο Νύσσης κάνει λόγο για την προαίρεση της νύμφης. Ναι μεν η ίδια είχε σκοτεινή μορφή εξαιτίας της αμαρτίας, όμως η αιτία αυτής της κατάστασης ωφείλεται στην προαίρεση του καθενός. Κανείς δεν είναι από την φύση του κακός ή αμαρτωλός [34]. Η αμαρτία δεν είναι στοιχείο της καλής φύσης, με την οποία μας δημιούργησε ο Θεός αλλά, κατάσταση κακής προαίρεσης. Τίποτε δεν είναι κακό στην φύση. Αν ήταν, τότε ο Θεός δεν είναι αγαθός [35]. Αλλά επειδή ο Θεός δεν είναι η αιτία του κακού, η αμαρτία εντοπίζεται στην κακή χρήση του αυτεξούσιου που μας έδωσε ο Θεός [36]. Όπως σημειώνει ο Νύσσης παρακάτω, ο άνθρωπος είχε κάθε αγαθό κατά την δημιουργία του και κλήθηκε να τα φυλάξει αυτά τα αγαθά [37]. Η επιβουλή των εχθρών όμως τον απογύμνωσε, εννοώντας τον διάβολο. Ο Νύσσης φαίνεται να δίνει μεγάλη σημασία στο αυτεξούσιο του ανθρώπου και γι’ αυτό μας λέει πως το αυτεξούσιο δόθηκε από τον Θεό ως δωρεά και πως το αγαθό είναι αποτέλεσμα της προαίρεσης μας και όχι κάτι που επιτυγχάνεται υποχρεωτικά, συμπληρώνοντας πως το κακό ωφείλεται στην κακή χρήσης της εξουσίας του αυτεξούσιου [38].
Η προαίρεση χώρισε τη φύση σε εχθρική και φιλική.
Στα σημεία αυτά ο Νύσσης αναπτύσσει με φιλοσοφικό και συνάμα θεολογικό τρόπο το ζήτημα του κακού. Το κακό δημιουργείται όταν απομακρυνόμαστε από την σχέση με το αγαθό. Ο Νύσσης θα πει πως το κακό δεν έχει υπόσταση και πως είναι χωρισμός από το καλό [39].
Στον Γ’ Λόγο (1, 9-14) η νύμφη γίνεται πιο τέλεια με τα κοσμήματα που της προσφέρουν οι φίλοι του Νυμφίου. Εδώ, ο Νύσσης εξηγεί ποιοι είναι οι φίλοι του Νυμφίου, δηλαδή πνεύματα που υπηρετούν τον Θεό που τους στέλνε για να βοηθήσουν όσους πρόκειται να σωθούν [40]. Η νύμφη δεν βλέπει ακόμη τον αγαπημένο της, αλλά τον πλησιάζει με την αίσθηση της όσφρησης. Είναι αδύνατο να πλησιάσει τον ίδιο γιατί ο Νυμφίος (δηλ. ο Θεός) δεν έχει την ίδια φύση με εκείνη. Λίγο παρακάτω ο Νύσσης, μιλώντας για τον Νυμφίο, θα πει πως κατά την ουσία του είναι απλησίαστος, δεν αγγίζεται και είναι αδύνατο να τον καταλάβει κανείς. Ευωδία είναι ο Λόγος του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου.
Η νύμφη είναι περήφανη που δεν κρεμάει ευωδιαστά αρώματα στον λαιμό της για να μυρίζει το σώμα της, αλλά ο ίδιος ο Κύριος που έγινε λουλούδια κανέλας. Ο δεσμός της νύμφης βρίσκεται ανάμεσα στα στήθη και συγκεκριμένα στην καρδιά, γιατί μας λέει ο Νύσσης αυτό είναι το μέρος όπου αποθησαυρίζεται το αγαθό [41]. Η καρδιά είναι τόσο σημαντική για τον ανθρώπινο οργανισμό καθότι προσφέρει θερμότητα σ’ ολόκληρο το σώμα. Μάλιστα, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση μεταξύ των ανθρώπων, μας θυμίζει όμως και την καρδιακή προσευχή των πιστών, η οποία δεν είναι διανοητική -νοησιαρχική υπόθεση αλλά υπόθεση απλότητας και ταπεινότητας.
Υποσημειώσεις:
[30] Γρηγορίου Νύσσης, Εξήγηση στα Άσματα, Λόγος Β’, ΕΠΕ 7, Θεσσαλονίκη, 1989, στ. 30-33, σ. 56.
[31] Ό.π. στ. 4-7, σ. 60.
[32] Ό.π. στ. 12-15, σ. 60.
[33] Ό.π. στ. 5-7, σ. 62.
[34] Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG 45, 73A: ‘’… φύσις δέ κακία οὐκ ἔστι’’.
[35] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, ΕΠΕ 7, στ. 13-14, σ. 90.
[36] Ό.π., στ. 4-5, σ. 92.
[37] Γρηγορίου Νύσσης, Εξήγηση στα Άσματα, Λόγος Β’, ΕΠΕ 7, Θεσσαλονίκη, 1989, στ. 3-8 σ. 66.
[38] Ό.π. στ. 19-25, σ. 66.
[39] Ό.π. στ. 6-11, σ. 68. Ο Γρηγόριος Νύσσης θεμελιώνει την ύπαρξη του κακού στην ανυπαρξία του. Βλ. σχετικά Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως, PG 46, 93 AB: ‘’Ἐπεί δε οὖν παντός ἀγαθοῦ ἐπέκεινα ἡ θεία φύσις… ὅ θέλει ἔχει, οὐδέν τῶν ἔξωθεν εἰς ἑαυτήν δεχομένη, ἔξω δέ αὐτῆς οὐδέν, ὅτι μή ἡ κακία μόνη, ἥτις εἰ κἄν παράδοξον εἰπεῖν, ἐν τῷ μή εἶναι ἔχει…’’. Η πατερική γραμματεία στο ζήτημα του κακού είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στους Καππαδόκες Πατέρες, αλλά και στους μυστικούς άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και όσιο Μάξιμο Ομολογητή. Ιδιαίτερα, οι δύο τελευταίο σημειώνουν πως το κακό δεν είναι ‘’αὐτότακον’’. Δηλαδή δεν είχε υπόσταση αλλά είναι παρυπόσταση. Βλ. σχετικά Κεφάλαια περί αγάπης PG 90, 10 52Α.
[40] Γρηγορίου Νύσσης, Εξήγηση στα Άσματα, Λόγος Γ’, ΕΠΕ 7, Θεσσαλονίκη, 1989, στ. 24-30, σ. 102 και στ. 1, σ. 104 και στ. 10-13, σ. 104.
[41] Ό.π. στ. 19-21, σ. 110.
(συνεχίζεται)
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Κληρικός Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών & Μετεώρων
