Στον ΙΒ’ Λόγο (5, 5-7) λόγο η νύμφη σηκώνεται να ανοίξει τον αγαπημένο της. Τα χέρια της στάζουν σμύρνα και τα δάχτυλα σμύρνα τέλεια. Η σμύρνα είναι σύμβολο θανάτου [95]. Αυτά σημαίνουν πως η νύμφη που αρχικά είχε το σαρκικό φρόνημα, τώρα πλέον δέχτηκε με δική της θέληση να νεκρωθεί και με το βάπτισμα να αναστηθεί. Τα δάχτυλα συμβολίζουν τα κατορθώματα της αρετής. Όσοι ασκούν την αρετή, τα πάθη τους έχουν νεκρωθεί. Βέβαια, αυτό δεν συμβαίνει σε όλους, καθότι υπάρχουν κι εκείνοι που μπορεί να έχουν απαλλαχθεί από ένα πάθος, όμως να έχουν κάποια άλλα. Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ως παράδειγμα ότι κάποιοι μπορεί να έχουν νεκρώσει τον εαυτό τους από την ακολασία αλλά να διατηρούν την έπαρση [96].
Ο Νύσσης στην συνέχεια προβαίνει σε μία αναφορά για την δημιουργία του ανθρώπου και τον θάνατο. Όλα θα πει πως ο Θεός τα έφτιαξε καλά. Έγινε μάλιστα ομοίωμα αθάνατης ομορφιάς. Ο θάνατος στην αρχή δεν υπήρχε. Επέλεξε όμως ελεύθερα το ξύλο το θανατηφόρο [97] Χρησιμοποιώντας τον λόγο του αποστόλου Παύλου θα πει πως καρπός της αμαρτίας είναι ο θάνατος [98]. Μιλώντας για τον θάνατο θα πει πως είναι αφύτευτος και άρριζος [99], δηλώνοντας πως δεν έχει υπόσταση [100] και πως η φύση του θανάτου παίρνει ύπαρξη μόνο με το ξεφύτευμα. Η παρακοή του ανθρώπου τον οδήγησε στη νέκρωση, ανταλλάσσοντας τη θεϊκή ζωή με την άλογη και κτηνώδη [101]. Για να φτάσουμε τώρα στην μακαρία ζωή πρέπει να νεκρωθεί για την αμαρτία.
Λίγο παρακάτω ο Νύσσης αναφέρεται στον Μωυσή. Ο Μωυσής είχε κι αυτός τις αναβάσεις του όπως και η ψυχή στο Άσμα Ασμάτων. Πέρασε τόσα και τόσες αναβάσεις. Γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος. Ο Νύσσης αναφέρει τις αναβάσεις αυτές, μεταξύ των οποίων η φλόγα της βάτου, η λύτρωση των Ισραηλιτών από τον Φαραώ, ο χωρισμός της θάλασσας στα δύο, οι σάλπιγγες, το σύννεφο, η είσοδος του μέσα στο γνόφο όπου ήταν ο Θεός, η αποδοχή της διαθήκης και άλλα [102]. Κι όμως, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος με θαυμαστό τρόπο υψώθηκε στον Θεό, επιθυμούσε περισσότερα και συγκεκριμένα ικέτευε να δει κατά πρόσωπο τον Θεό [103]. Και τελικά ο Θεός που τον επαινούσε, πέρασε από μπροστά του όταν στεκόταν πάνω στο βράχο, βλέποντας τα οπίσθια του Θεού [104].
Εδώ, η θέα του Θεού δεν σχετίζεται με την θέαση του προσώπου του Θεού, αλλά το να βλέπεις τον Θεό σημαίνει να τον ακολουθείς όπου κι αν οδηγήσει. Αυτό λοιπόν μας θυμίζει το αγιογραφικό χωριό και τη φράση του αποστόλου Παύλου ‘’ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος’’ [105]. Ο Danielou το ονομάζει ‘’επέκταση’’ κι αυτό είναι δόγμα στη σκέψη του Γρηγορίου Νύσσης, σύμφωνα με το οποίο η ψυχή κινείται προς τον Θεό ώστε να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει. Παρόλα αυτά δεν υφίσταται τελική ικανοποίηση, ενότητα και έκσταση. Υφίσταται μόνο μία εις βάθος διείσδυση στον θείο γνόφο [106].
Είναι αδύνατο να γνωριστεί η θεία φύση με τη λογική, καθότι ξεπερνά κάθε καταληπτική φαντασία και δύναμη [107]. Η του ΄΄Θεού θεωρία΄΄, όρο που ο Νύσσης χρησιμοποιεί στο Εἰς τόν βίον τοῦ Μωϋσέως, προϋποθέτει την απαλλαγή του νου από κάθε προκατάληψη, δηλαδή από κάθε έννοια [108]. Γι’ αυτό και η νύμφη θα πει πως αναζήτησε τον Νυμφίο με τους λογισμούς και τις έννοιες, αλλά δεν κατάφερε να το δει [109] γιατί δεν βρισκόταν εκεί.
Υποσημειώσεις:
[95] Γρηγορίου Νύσσης, Εξήγηση στα Άσματα, Λόγος ΙΒ’, ΕΠΕ 7, Θεσσαλονίκη, 1989, στ. 28-29, σ. 378.
[96] Ό.π. στ. 4-17, σ. 376.
[97] Ό.π. στ. 14, σ. 380.
[98] Ό.π. στ. 30, σ. 380.
[99] Ό.π. στ. 1, σ. 382.
[100] Ο Νύσσης θα πει γενικά για το κακό πως δεν έχει υπόσταση και πως είναι ανύπαρκτο: ‘’Ἐπεί δε οὖν παντός ἀγαθοῦ ἐπέκεινα ἡ θεία φύσις… ὅ θέλει ἔχει, οὐδέν τῶν ἔξωθεν εἰς ἑαυτήν δεχομένη, ἔξω δέ αὐτῆς οὐδέν, ὅτι μή ἡ κακία μόνη, ἥτις εἰ κἄν παράδοξον εἰπεῖν, ἐν τῷ μή εἶναι ἔχει…’’, βλ. σχετικά Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως, PG 46, 93 AB.
[101] Ό.π. στ. 21-23, σ. 382.
[102] Ό.π. στ. 28-32, σ. 386 και στ. 1-6, σ. 388.
[103] Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως είναι ανοησία και ματαιοπονία να θέλει κάποιος να δει τον Θεό κατά πρόσωπο. Βλέπω έναν άνθρωπο, θα πει, σημαίνει πως στέκομαι απέναντι του, ενώ βλέπω τον Θεό σημαίνει ότι ακολουθώ τον Θεό. Βλ. σχετικά Αρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωϋσέως, Αποστολική Διακονία, 20112, σ. 430-431.
[104] Ό.π. σ. 228: ‘’Οὐκοῦν διδάσκεται νῦν ὁ Μωυσῆς, ὁ ἰδεῖν τον Θεόν σπεύδων, πῶς ἔστιν ἰδεῖν τόν Θεόν, ὅτι τό ἀκολουθεῖν τῷ Θεῷ, καθ’ ὅπερ ἄν καθηγῆται, τοῦτο βλέπειν ἐστί τόν Θεόν’’.
[105] Φιλ. 3,13.
[106] Βλ. Andrew Louth, The origins of the Christian mystical tradition, From Plato to Denys, Oxford University Press, 2007, p. 86.
[107] Γρηγορίου Νύσσης, Εξήγηση στα Άσματα, Λόγος ΙΒ’, ΕΠΕ 7, Θεσσαλονίκη, 1989, στ. 30-31, σ. 388.
[108] Βλ. Αρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωϋσέως, Αποστολική Διακονία, 20112, σ. 384.
[109] Ό.π.
(συνεχίζεται)
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Κληρικός Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών & Μετεώρων
