Του Χρήστου Πίσσα
Ο κόσμος μας φλέγεται.
Ο κόσμος μας αλλάζει.
Κι αναπότρεπτα ξεπηδά από τα κατάβαθα του νου, ο αντίλαλος της ψυχής:
Ποια είναι η δική μας θέση;
Τι θέση θα πάρουμε μέσα σε αυτόν τον κόσμο που κάποιοι αλλάζουν χωρίς να ζητούν τη συγκατάθεση μας, παρά μας αποσπούν μια ‘με το ζόρι σιωπηρή αποδοχή’;
Αρχικά, και μόνο ότι αναρωτιόμαστε, είναι καλό σημάδι.
Άλλωστε, είναι γνωστό, πως για να πάρεις απαντήσεις, πρέπει πρώτα να ρωτήσεις.
Αλλά, τι να ρωτήσεις;
Γιατί, μία λάθος ερώτηση μπερδεύει καμιά φορά περισσότερο κι από τη σιωπή.
Ας ρωτήσουμε λοιπόν, τη σωστή ερώτηση:
Ποιους βολεύει αυτή η κατάσταση;
Το λαό;
Όχι.
Τους ανθρώπους;
Όχι.
Τους έχοντας ανάγκη;
Όχι.
Βολεύει τους ήδη βολεμένους.
Τους πλούσιους, τους σκιώδεις μας άρχοντες.
Μα αν είναι ήδη βολεμένοι, σε τι αποσκοπούν με αυτήν την περαιτέρω
μείωση της ελευθερίας μας;
Θέλουν χρήματα;
Όχι, έχουν όλα τα χρήματα του κόσμου.
Θέλουν δύναμη;
Έχουν αγοράσει με τα χρήματα τους δύναμη.
Θέλουν δόξα;
Όχι.
Ο μάταιος τούτος κόσμος, τους έδωσε απλόχερα τη μάταια δόξα που επιζητούν.
Τότε τι θέλουν;
Ή μάλλον, πώς μας θέλουν;
Μας θέλουν ασύδοτους και συγχρόνως ανελεύθερους, θρασείς και συγχρόνως δειλούς, κοσμογυρισμένους μα ακαλλιέργητους, άθεους και κολλημένους με ιδεολογίες, ομάδες, κόμματα.
Ακόμα μας θέλουν πλούσιους σε αγαθά μα φτωχούς στο πνεύμα, επιστήμονες κι όμως πνευματικά ανίδεους, σίγουρους τόσο όσο να ξεπουλάμε τα πάντα για αυτή τη δανεική μας σιγουριά.
Δε μας θέλουν μορφωμένους αλλά παραμορφωμένους από δασκάλους μαριονέτες τους.
Δε μας θέλουν ανθρώπους αλλά μηχανές δίχως συναίσθημα.
Δε μας θέλουν ονειροπόλους αλλά ασφυκτικά ρεαλιστές.
Δε μας θέλουν ανθρώπους αλλά απρόσωπες, δίχως ελπίδα, σκιές.
Κι αν όλα αυτά τα ξέρουμε κι αν γνωρίζουμε που πάμε, τότε ας αναρωτηθούμε ξανά, αυτή τη φορά όμως ας ρωτήσουμε καθένας τον εαυτό του, ποια η θέση μας σε όλα αυτά.
Που είμαστε εμείς, τώρα που όλα αυτά συμβαίνουν;
Που είμαστε και λείπουμε από την όντως ζωή;