Tης Ευαγγελίας Μπίτου,
φιλολόγου
«… Προφανώς είναι παρά φύσιν αυτό που συμβαίνει σήμερα, τρεις ώρες Αρχαία και δύο Νέα Ελληνικά», είπε ο κ. Υπουργός Παιδείας. Αφύσικο, φαντάζομαι ήθελε να πει, να διδάσκονται στην Πρώτη Γυμνασίου τρεις ώρες εβδομαδιαίως τα Αρχαία Ελληνικά και δύο τα Νέα Ελληνικά. Είναι μια άποψη, που, αν τη διατύπωνε κάποιος άλλος, δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα ούτε φυσικά θα προκαλούσε τόσο θόρυβο. Τη διατύπωσε όμως ο αρμόδιος Υπουργός με τη συγκεκριμένη φράση, και μάλιστα ύστερα από Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία. Να σημειωθεί επίσης πως τα Νέα Ελληνικά διδάσκονται τέσσερις ώρες, δύο ώρες η Νεοελληνική Γλώσσα και δύο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ως ένα μάθημα λογίζονται και ένας βαθμός υπάρχει στον τίτλο στο τέλος της σχολικής χρονιάς.
Ο προβληματισμός όμως είναι γόνιμος και αξίζει να τεθούν σχετικά ερωτήματα: Αξίζει να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά; Προσφέρουν στην Παιδεία των μαθητών; Διδάσκονται σωστά; Πόσες ώρες πρέπει να διδάσκονται; Γιατί τα παιδιά δεν μαθαίνουν καλά τη γλώσσα μας;
Ως εκπαιδευτικός, και μάλιστα φιλόλογος, που επί μία τριακονταπενταετία δίδαξε Αρχαία Ελληνικά, δικαιούμαι να καταθέσω κάτι από την πολυετή πείρα επί του θέματος. Γνωρίζω από πρώτο χέρι, όπως κάθε φιλόλογος που αγαπάει αυτό το μάθημα, τον προβληματισμό για τη σημασία του μαθήματος, τις δυσκολίες στη διδασκαλία και τη συνήθη στάση των μαθητών. Έχω ακούσει από τους μαθητές μου την πρώτη ώρα γνωριμίας, κατά την οποία ζητούσα τη γνώμη τους για τα Αρχαία Ελληνικά, τα γνωστά «είναι νεκρή γλώσσα», « είναι σαν μια ξένη γλώσσα», «τι τα θέλουμε;».
Τα υψηλά νοήματα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και τη διδακτική τους αξία αναγνωρίζουν σχεδόν όλοι, γι’ αυτό και η διδασκαλία από μετάφραση δεν αμφισβητείται, προς το παρόν τουλάχιστον. Αμφισβητείται όμως η διδασκαλία από το πρωτότυπο, την οποία προσωπικά θεωρώ αναγκαία για πολλούς λόγους.
Οι Γάλλοι διδάσκονται, λέει, Αρχαία Ελληνικά γιατί είναι τρόπος σκέψης. Πράγματι, για μια κριτική προσέγγιση του κειμένου χρειάζεται να εντοπισθούν τα ρήματα που δηλώνουν τι συμβαίνει κάθε φορά, να αναζητηθεί ποιος ενεργεί ή ποιος υφίσταται ενέργειες, τι κάνει ή από ποιους υφίσταται κάτι, πού, πότε, πώς, γιατί. Έτσι, ο μαθητής αντιλαμβάνεται το νόημα της φράσεως αλλά και τη δομή του λόγου. Συνειδητοποιεί τη σημασία του ρήματος στην πρόταση, την έννοια υποκειμένου, του αντικειμένου, του ποιητικού αιτίου και την ποικιλία των προσδιορισμών. Αυτός ο τρόπος ενεργοποιεί την κριτική σκέψη, καλλιεργεί την κριτική ικανότητα και την ικανότητα της προσοχής και βοηθάει τον μαθητή να χρησιμοποιήσει ανάλογο τρόπο στην παραγωγή δικού του κειμένου με ακρίβεια, σαφήνεια και πληρότητα.
Παράλληλα, ασχολούμενος με το λεξιλόγιο του κειμένου συνειδητοποιεί με χαρά πως αυτό δεν είναι ξένο, όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά, προς την νεοελληνική γλώσσα. Θυμάμαι την έκπληξη των μαθητών μου, όταν διδάσκοντας Αντιγόνη τους διαβεβαίωνα πως το «… καταύδα…», πες το σε όλους, που φωνάζει η Αντιγόνη στην Ισμήνη, το ξέρουν, γιατί ξέρουν το απηύδησα. Απλώς συνειδητοποιούσαν τότε, τη βαθύτερη σημασία της λέξεως απηύδησα, κουράσθηκα τόσο που δεν μπορώ να βγάλω μιλιά, δεν αντέχω άλλο. Διαβάζοντας επίσης τη λέξη κέλευθος έχει και πάλι ο μαθητής την ίδια αίσθηση, αν και γνωρίζει το νεοελληνικό ρηξικέλευθος. Μαθαίνοντας πως κέλευθος σημαίνει δρόμος, κατανοεί τη βαθύτερη σημασία του ρηξικέλευθος (από το ρήγνυμι + κέλευθος), που σημαίνει αυτός που ανοίγει καινούργιους δρόμους, ο καινοτόμος. Επιπλέον, μπορεί το ορώ να φαίνεται στο παιδί ακατανόητο, γνωρίζει όμως την όραση και την ορατότητα και αντιλαμβάνεται, μαθαίνοντας τους χρόνους του ρήματος, πως και το μάτι από θέμα του ίδιου ρήματος παράγεται ( όμμα > ομμάτιον> μάτιν >μάτι). Αλλά και πόσο χαίρεται όταν συνειδητοποιήσει πως το ομμάτιον διασώθηκε στο νεοελληνικό «πήρε των ομματιών του». Θα μπορούσε κανείς να γράψει πάμπολλα ανάλογα παραδείγματα, που αποδεικνύουν πως τα Αρχαία Ελληνικά είναι ρίζα θαλερή, της οποία κλαδιά είναι η Νεοελληνική Γλώσσα. Συνειδητοποιούν εν τέλει πως μιλάνε γλώσσα που μιλιέται για τρεις χιλιάδες χρόνια! «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική/ το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου./ Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.», γράφει ο νομπελίστας ποιητής μας Ελύτης (ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ).
Καταλαβαίνουν αυτό που ο ποιητής είπε στον «Λόγο στην Ακαδημία της Στοκχόλμης»: «Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές…».
Συχνά αρκετοί, ακόμη και φιλόλογοι, θεωρούν στείρα την ενασχόληση με τη Γραμματική. Εν τούτοις η Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής έχει τέτοια αρμονία και τέτοια λογική συνοχή, που μένει κανείς έκπληκτος όταν την ανακαλύψει. Έτσι, η εκμάθησή της δεν είναι καταπόνηση της μνήμης αλλά ένας άλλος τρόπος να ενεργεί κάποιος σκεπτόμενος και να μάθει να οργανώνει τη σκέψη του. Συνήθως όμως στην εκμάθηση των Αρχαίων «ο τυφλοσούρτης», η γνωστή μετάφραση, και η «παπαγαλία» έχουν τον πρώτο λόγο, γι’ αυτό η εκμάθηση γίνεται καταπόνηση της μνήμης και το μάθημα βαρετό.
Εντυπωσιακό είναι πως οι καλύτεροι στο μάθημα – άποψη και άλλων συναδέλφων – δεν ήταν αυτοί που πήγαιναν στη θεωρητική κατεύθυνση αλλά οι καλύτεροι της θετικής κατευθύνσεως, όχι διότι ήταν πιο έξυπνοι, αλλά γιατί προσέγγιζαν το αρχαίο κείμενο με τον τρόπο που έλυναν τις ασκήσεις στα Μαθηματικά και τη Φυσική. Πόσο χρόνο διαθέτεις για το μάθημα στο σπίτι; Ρώτησα κάποτε μαθητή μου, που πέρασε μεταξύ των τριών πρώτων στη Σ.Μ.Α. (Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας) και που προσέγγιζε με άνεση, όπως θα έκανε μια κατασκευή, το αρχαίο κείμενο και αυτό της Αντιγόνης του Σοφοκλή που, ως ποιητικό, ήταν ομολογουμένως πιο δύσκολο. Μισή ώρα την ημέρα, μου απάντησε, πέρα από την ώρα διδασκαλίας στην τάξη, συμπεριλαμβανομένων σε αυτήν και των ασκήσεων που έβαζα.
Αν λοιπόν ο κ. Υπουργός είναι αρχαιολάτρης –δεν έχω κανένα λόγο να το αμφισβητήσω–, αισθάνθηκε ποτέ κάτι από τη γοητεία αυτής της γλώσσας; Τον διαβεβαιώνω ότι όσοι γνωρίζουν Αρχαία Ελληνικά ξέρουν πολύ καλά και Νέα Ελληνικά, όπως ξέρω καλά ότι τα Αρχαία ελληνικά χρειάζονται τις τρεις ώρες για να διδαχθούν αποτελεσματικά. Χρειάζονται επιπλέον απαραιτήτως την ελληνική γραφή, δεν χωράνε στα Greeklish, και φυσικά πρέπει να τα διδάσκουν όσοι τα γνωρίζουν.
Η παρατήρηση πως οι ώρες διδασκαλίας είναι αδικαιόλογητα περισσότερες από αυτές των Νέων Ελληνικών –που δεν είναι–, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ορθή.
Επειδή όμως η εκπαίδευση έχει βαθμίδες που η μία είναι συνέχεια της άλλης, είναι καλό να ληφθεί υπόψη η διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας επί έξι χρόνια στο Δημοτικό. Επί έξι χρόνια διδάσκονται τα παιδιά τη γλώσσα που μιλάνε! Από ένα παιδάκι συγγενικό που παρακολούθησα, είδα πως διδάσκεται και η Γραμματική και στοιχεία του συντακτικού και μάλιστα πολλά με λεπτομέρεια.
Τότε γιατί τα παιδιά δεν μαθαίνουν καλά τη γλώσσα; Αυτό προβληματίζει, δημιουργεί ερωτηματικά. Σίγουρα κάπου κάτι δεν πάει καλά. Φαίνεται εξάλλου από το βάρος που κουβαλάει το παιδάκι της Πρώτης Δημοτικού στην τσάντα του. Χρειάζεται σοβαρή συζήτηση πρώτα με τους διδάσκοντες, γιατί αυτοί εφαρμόζουν το Πρόγραμμα, αυτοί βλέπουν τις δυσκολίες των μαθητών, αυτοί μπορούν να εντοπίσουν τι δυσκολεύει τη μάθηση.
Μήπως η γλώσσα διδάσκεται αποσπασματικά και όχι συστηματικά, και το παιδί χάνει τον μπούσουλά του; Αυτό μπορώ να το βεβαιώσω για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Βιβλία φλύαρα, με πολλές πληροφορίες, σε μια εποχή που το πρόβλημα είναι η υπερπληροφόρηση, και οι οποίες δεν επιτρέπουν τον μαθητή να επικεντρώσει την προσοχή του στο ουσιώδες και κύριο. Βιβλία που αναγκάζουν τον διδάσκοντα να τρέχει να καλύψει σελίδες και δεν του αφήνουν χρόνο να εστιάσει στο σημαντικό. Πληροφορίες ασύνδετες «ως πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι». Οι πληροφορίες όμως δεν είναι γνώση. Σημειωτέον, το Βιβλίο της Γραμματικής των μαθητών είναι το πιο καινούργιο βιβλίο, για να μην πω άθικτο ως αχρησιμοποίητο.
Πράγματι, είναι υπαρκτό το πρόβλημα της αδυναμίας των στη γλώσσα. Φταίνε όμως τα Αρχαία Ελληνικά; Καταθέτω δύο γεγονότα που με έκαναν να νιώσω πολύ άβολα. Με παρακάλεσε φίλη Γερμανίδα, που γνωρίζει τη Νεοελληνική, να της στείλω τα Βιβλία του Ηροδότου στο πρωτότυπο για τον ανεψιό της. Τον Ηρόδοτο από το πρωτότυπο ένας Γερμανός! Και το δεύτερο: Μου τηλεφώνησαν κάποτε από φιλικό σπίτι Γερμανών, που το παιδί τους διδασκόταν Αρχαία Ελληνικά –σε 208 σχολεία της Γερμανίας το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών είναι υποχρεωτικό!– να με ρωτήσουν πώς θα απέδιδαν το προτερόχρονο σε μεταφορά κειμένου από τα Γερμανικά στα Αρχαία Ελληνικά! Και φυσικά έκανα αμέσως τη σύγκριση πώς μαθαίνουν εκείνοι Αρχαία Ελληνικά και πώς εμείς, που είναι και η Γλώσσα μας.
Εν κατακλείδι, το υπαρκτό πρόβλημα της γλωσσικής αδυναμίας μπορεί να λυθεί, αν δοθεί στον δάσκαλο της τάξης η δυνατότητα να μιλήσει ελεύθερα και να καταθέσει την εμπειρία του χωρίς τον φόβο ότι θα του καταλογισθεί αδυναμία προς διδασκαλία. Θα λυθεί αν η ύλη προσαρμοσθεί στην αντιληπτική ικανότητα της ηλικίας των μαθητών, έτσι που να τη χαίρονται – γι’ αυτό μπορούν να αποφανθούν παιδαγωγοί αλλά και γλωσσολόγοι-, και αν οργανωθεί καλύτερα η διδασκαλία της γλώσσας. Σημειωτέον, η νεοελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται σε όλα τα μαθήματα. Είναι όμως και άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για τη συγκεκριμένη αδυναμία, τους οποίους δεν είναι του παρόντος να αναφέρω.
Τέλος, τα Αρχαία Ελληνικά είναι αναπόσπαστο τμήμα της γλώσσας μας, η οποία «Προσκτάται στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις» (Οδυσσέας Ελύτης). Το ζήτημα επομένως είναι πόσο μπορούμε, ή μάλλον πόσο θέλομε να τις αναλάβομε.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!