Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Ήμουν παιδί όταν την πρωτογνώρισα! Την περιεργάστηκα, την άγγιξα, και μου μετέδωσε ένα αίσθημα ζεστασιάς και σιγουριάς. Οι δρόμοι μας έσμιξαν από τότε σ’ έναν μόνιμο δεσμό. Αν καμιά φορά τύχαινε να λείπει από κοντά μου, σύννεφα, μελαγχολία κι ανασφάλεια με τριγύριζαν!
Δεν την λάτρεψα υπέρμετρα. Όχι! Δεν της υποσχέθηκα ποτέ ότι για χάρη της θα ήμουν πρόθυμος να κάνω τα πάντα, ακόμη και αμαρτήματα…
Δεν της επέτρεψα να κυριαρχήσει στο «είναι» μου. Απλά, δέχτηκα την πραγματικότητα. Ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν. Πίστευα πως τίποτα δεν θα μπορούσε να μπει ανάμεσά μας και να μας χωρίσει (για την αγαπημένη μας δραχμή ο λόγος…) όταν, το 2002, ήρθε και την εκτόπισε ξαφνικά απ’ τη ζωή μου και τη ζωή όλων των Ελλήνων ένα ξενόφερτο νόμισμα που το έλεγαν «ευρώ», για κάθε ένα του οποίου δώσαμε 340,75 από τις αγαπημένες μας δραχμές.
Όταν το πρώτο ευρώ έφτασε στα χέρια μου, το κοίταξα με προσοχή και σκέφτηκα πως:
-Για να κοστίζει τόσο ακριβά…
-Για να το χρησιμοποιούν μεγάλες και, όπως λένε, αναπτυγμένες χώρες…
-Για να έχει πάρει όνομα από την ελληνική μυθολογία, όπως είναι το «Ευρώπη» με το οποίο, χωρίς να μας ρωτήσουν, έχουν βαφτίσει μια από τις πέντε ηπείρους της Γης…
…έεε τότε… καλό θα πρέπει να είναι!
Όσο για τη δραχμή μας, θυμίζουμε ότι έλκει την καταγωγή της κι αυτή από την αρχαία μας Ελλάδα. Ήταν ασημένια νομισματική μονάδα, διαιρεμένη σε έξι «οβολούς» όσους το χέρι «περιεδράττετο», ρήμα στο οποίο οφείλει και την ονομασία της.
Υπήρχε και η δραχμή της Αιγίνης, μεγαλύτερη σε μέγεθος από την πρώτη της Αττικής, η οποία ήταν διαιρεμένη σε 10 σιδερένιους ή χάλκινους οβολούς, ενώ το αρχαίο νόμισμα «μνα» αντιπροσώπευε εκατό δραχμές και το «τάλαντο»» είχε αξία 60 μνων. Υπήρχε επίσης και η ευβοϊκή μνα, μόνον που η αξία της δεν ήταν σε όλη την Ελλάδα ίδια. Είχε διακυμάνσεις από πόλη σε πόλη και από εποχή σε εποχή.
Πολλά πολλά χρόνια αργότερα –κάποιους αρκετούς αιώνες δηλαδή- με βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου του 1833, η δραχμή διαδέχτηκε τον «φοίνικα», ο οποίος ήταν διαιρεμένος σε 100 λεπτά, όταν το ψωμί είχε 30 λεπτά η οκά, το γάλα 25 και οι πατάτες 20.
Η διαδρομή της δραχμής δεν ήταν στρωμένη βέβαια πάντα με ρόδα… Μπορεί να μην είχε ΔΝΤ, μνημόνια, τρόικες, προαπαιτούμενα και ισοδύναμα, ούτε αξιολογήσεις, εκταμιεύσεις, κόφτες και Υπερταμεία, είχε όμως κι αυτή τα δικά της δεινά και τις δικές της ανηφόρες…
Το σωστό να λέγεται…!
Το 1892 ο Χαρίλαος Τρικούπης αναγκάστηκε να ομολογήσει την κατάρρευσή της, σε σύγκριση με τα ξένα νομίσματα, με το γνωστό του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!»
-Το 1922 διχοτομήθηκε, η αξία της κόπηκε δηλαδή στη μέση και στην Κατοχή, 1941-44, έχασε τελείως την αξία της και θέλαμε 30 εκατομμύρια δραχμές για ν’ αγοράσουμε ένα καρβέλι ψωμί, που ήταν και δυσεύρετο.
-Το 1953 επί κυβερνήσεως «Εθνικού Συναγερμού» του Αλέξανδρου Παπάγου και με Υπουργό οικονομίας το Σπύρο Μαρκεζίνη, κόπηκαν από τα ελληνικά χαρτονομίσματα τα τρία μηδενικά και εκδόθηκε νέα δραχμή η οποία υποτιμήθηκε κατά 50% έναντι των ξένων νομισμάτων. Στη συνέχεια η αξία της μπήκε σε διελκυστίνδα, ανάλογα με τα σκαμπανεβάσματα του πληθωρισμού, για να σταθεροποιηθεί κάπως τα επόμενα χρόνια σε μία ανεκτή ταλάντευση, πριν δώσει τη θέση της στο σημερινό ευρώ, μετά την είσοδο της χώρας μας στην τότε Ε.Ο.Κ. επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.
-1η Οκτωβρίου 2001 άρχισε ο εφοδιασμός των Τραπεζών με ευρώ.
-1η Δεκεμβρίου 2001 εφοδιάστηκαν μ’ αυτό οι μεγάλες επιχειρήσεις.
-31 Δεκεμβρίου 2001 έγινε η μετατροπή των ταμειολογιστικών μηχανών και την 1η Ιανουαρίου του 2002 άρχισαν οι συναλλαγές με το ευρώ κι η μεγάλη μας αγαπημένη, η δραχμούλα, πέρασε οριστικά στην ιστορία.
Κι όμως, όσο και αν η επιστροφή της επισείεται συχνά από κάποιους σαν απειλή καταστροφής, νοερά και ψυχολογικά μας λείπει!
Δεν είναι εύκολο να βγάλεις από τη σκέψη σου «εκείνη» που συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα της ζωής σου και με την πεζή καθημερινότητα, τις ανάγκες της, τα άγχη της και τον αγώνα σου επιβίωσης.
Έχουμε κρατήσει σχεδόν όλοι από μια δραχμούλα σαν κειμήλιο. Κι όταν ανοίγουμε το παλιό μας πορτοφολάκι και την βλέπουμε, με συγκίνηση νοσταλγούμε τις χαρές και τη σιγουριά που μας έδινε όταν κουδούνιζε στις τσέπες μας και με τις υποδιαιρέσεις της (πενηνταράκια ή τρύπιες δεκάρες) αγοράζαμε στο διάλειμμα, μαθητούδια τότε, ένα σημιτικό κουλούρι, ένα σακουλάκι «πασατέμπο» ή ένα ξυλάκι με μαλλί της γριάς.
Τελικά τα πήρε όλα κι έφυγε, κι εμείς οι παλαιότεροι την έχουμε κάπου κρυμμένη σαν φυλαχτό. Για να θυμόμαστε όσα μας χάρισε κι όχι για να μας καταλαμβάνει τρόμος και να την στέλνουμε «στο πυρ το εξώτερο» στο άκουσμα και μόνον ότι υπάρχει πιθανότητα να ξαναγυρίσει κοντά μας.
Αναγκαίο κακό το ευρώ αλλά, κακά τα ψέματα, εξαιτίας και δικών μας τραγικών λαθών, μας έκαψε κι αυτό και τώρα τρέχουμε και δεν φτάνουμε. Δραχμούλα, μικρή αγαπημένη μας, σε νοσταλγούμε…!