Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΙΣΣΑ
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας μας.
Για δεκαπέντε μέρες συρρέουμε στις εκκλησιές και την υμνολογούμε, ζητώντας την ψυχική μας κάθαρση και την νίκη κατά των πειρασμών μέσω της Μικρής Παράκλησης, αλλά και την προστασία, την αμεριμνησία, τη διαφύλαξη από τους εχθρούς μέσω της Μεγάλης Παράκλησης, που εναλλάξ ψάλλονται στους ναούς.
Οι όροι Μικρή και Μεγάλη Παράκληση, απλά διαφοροποιούν τους δυο κανόνες.
Η Μεγάλη Παράκληση είναι λίγο εκτενέστερη της Μικρής.
Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα του Θεοστηρίκτου Μοναχού, ενώ η Μεγάλη έργο του Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως, βασιλέα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Ο μοναχός μεταφέρει στο ποίημα του τον εσωτερισμό και τον ασκητικό αγώνα έναντι των παθών, «πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς Σε καταφεύγω…».
Θλίβεται για τη νόσο της ψυχής και του σώματος, έχει «πολλή αθυμία» ζητά ίασιν.
Ο βασιλιάς είναι στη Νίκαια μα το βλέμμα του είναι στην υπόδουλη από τους Φράγκους Κωνσταντινούπολη γι’ αυτό κι η ταπεινή του ψυχή χειμάζεται, ταλαιπωρείται από τις επαγωγές (εδώ εφόδους ή καλύτερα στρατιωτικούς σχηματισμούς) των λυπηρών και τα σύννεφα των συμφορών καλύπτουν την καρδιά του.
Και τον κύκλωσαν οι μέριμνες του βίου, «εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον», όπως οι μέλισσες την κερήθρα.
Και φυσικά ως βασιλιάς κινδυνεύει αφού όσοι τον μισούν, φυσικά χωρίς λόγο, άδικα, «μάτην», έχουν ετοιμάσει «βέλεμνα και ξίφος και λάκκον», δηλαδή τα σύνεργα του μονομάχου, δίκτυ, σπαθί και τάφο.
Κι ο μοναχός κι ο βασιλεύς ελπίζουν στην προστασία της Παναγίας την ακαταίσχυντο, είναι σίγουροι πως θα προστατεύσει κάθε χριστιανό, άνδρα ή γυναίκα, μοναχό ή βασιλέα, υγιή ή ασθενή.
Αγαπημένοι ύμνοι πονεμένων καρδιών και προσευχητικών χειλέων, ύμνοι ιδιαίτερα αγαπημένοι στις γυναίκες που τους γνωρίζουν από στήθους και σχεδόν σε όλες τις εκκλησιές τις σιγοψάλλουν μαζί με τους ψάλτες ή και χωρίς αυτούς.
Μάλιστα ψάλουν τους ύμνους στεντορεία τη φωνή, αφού τους έχουν μάθει.
Η Παναγιά μας, φυσικά είναι μία , ότι επίθετο κι ΑΝ της δίνουμε, ανάλογα με τον τόπο ή το θαύμα που επιτέλεσε, όμως ανθρωπίνως συχνά αμιλλώμεθα ποια Παναγία, δηλαδή ποιο προσκύνημα είναι καλύτερο.
Κι η Παναγιά μας, η μάνα και προστάτις μας, η φύλακας κι η βοηθός μας οδεύει προς το προικιό της, την ιδιοκτησία της, τη Γεθσημανή για να εκπληρώσει το κοινόν χρέος, για να κοιμηθεί ως άνθρωπος, κι ο Υιός και Θεός της να παραλάβει την αγία ψυχή της, να μεταστήσει το άχραντο σώμα της.
Οδεύει προς τον Υιό της βαρυφορτωμένη με τα αιτήματα των παιδιών της, πρέσβυς και μεσίτρια, μην ελέγξει ο Υιός της τας πράξεις των παιδιών της ενώπιον των Αγγέλων κατά την ημέρα της κρίσεως ή κατά την ώρα του θανάτου, μα να γίνει «ιλεως», εύσπλαχνος, στον πονεμένο λαό.
«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, ηλιοστάλακτε θρόνε, ακατανόητο θαύμα», μάνα, Παναγία μας ελέησε μας.