Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Ζούμε σε μια εποχή παραλογισμού, όπου η λέξη «αποκλείεται» πρέπει να διαγραφεί από το λεξιλόγιό μας. Και πρέπει να διαγραφεί, διότι δεν έχει πλέον νόημα, αφού όλα, μα ΟΛΑ, ακόμη και όσα κάποτε φάνταζαν τρελά και απίθανα συμβαίνουν, χωρίς μάλιστα και να ξαφνιάζουν.
Εκτός από τα οικονομικά προβλήματα, που μαστίζουν όχι μόνον τη χώρα μας αλλά τις περισσότερες χώρες του κόσμου, το κάθε είδους έγκλημα και μάλιστα χωρίς λόγο και με θύματα εκατοντάδες αθώων συνανθρώπων μας, έχει γίνει θέμα καθημερινής ρουτίνας.
Ριπές με καλάσνικοφ σ’ έναν πολυσύχναστο χώρο, από Παρίσι μέχρι Βαγδάτη ο ένας. Αυτοανατινάσσεται με μια δέσμη εκρηκτικών σε εκδήλωση γεμάτη κόσμο ο άλλος. Ρίχνει, έτσι στα καλά καθούμενα, ένα αεροπλάνο γεμάτο επιβάτες ο τρίτος, ενώ οι τζιχαντιστές (που βρίσκονται πίσω από όλες αυτές τις αγριότητες, αποδεικνύονται δυστυχώς ατέλειωτοι, ανυποχώρητοι, ανίκητοι και αόρατοι) όχι μόνον συνεχίζουν την αποτρόπαια τακτική αποκεφαλισμού «αλλοθρήσκων» τους (και όχι μόνον) αλλά εκπαιδεύουν και μικρά παιδιά 8-10 ετών για να παραλάβουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν το ολέθριο έργο τους, στο όνομα του θεού τους…
Πέραν αυτών και ο καθημερινός τρόπος της ζωής μας, με τις ατέλειωτες δυσκολίες και τις «παγίδες» που συναντάμε σε κάθε μας βήμα, έχουν αλλάξει άρδην αυτό που κάποτε θεωρούσαμε φυσιολογικό τρόπο ζωής, από τον οποίο δεν έλλειπαν ποτέ τα προβλήματα ή ακόμη και τα εγκλήματα, που ήταν όμως ασυγκρίτως λιγότερα και ηπιότερα.
Η φτώχεια, η δυστυχία, η πείνα, η ανεργία και κυρίως ο τρόμος του θανάτου που καιροφυλακτεί σε κάθε μας βήμα, έχουν φωλιάσει στις ψυχές των ανθρώπων της εποχής μας. Μιας εποχής που υποτίθεται ότι, με την αλματώδη πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής μας και την σε απίθανα ύψη και μεγέθη εξέλιξη της τεχνολογίας, θα έκανε τη ζωή μας καλύτερη, ευκολότερη και πιο ευχάριστη.
Στην πραγματικότητα ζούμε ένα συνεχές κυνηγητό γεμάτο προβλήματα, άγχος και ανασφάλεια, για να προλάβουμε τα άπιαστα…
Να λύσουμε τα ατέλειωτα προβλήματα που εμφανίζονται σωρηδόν στο όποιο επάγγελμά μας και να γυρίσουμε κατάκοποι και αγχωμένοι, σε διαμερίσματα σαν κλουβιά, περιτριγυρισμένα από τσιμέντο, θόρυβο, νέφος και ένα σωρό κινδύνους.
– Βάλε πόρτες, κλειδαριές ασφαλείας και συναγερμό, πριν οι συνεχώς αυξανόμενες συμμορίες ληστών, σου ρημάξουνε όσα με κόπους και θυσίες μιας ζωής απόκτησες, αφού σε σακατέψουν αλύπητα και στο ξύλο, σε κάψουν με ηλεκτρικά σίδερα ή σε «καθαρίσουν» εν ψυχρώ, για να τους αποκαλύψεις πού έχεις κρυμμένα τα ψίχουλα της σύνταξής σου ή του λεηλατημένου σου μισθού!
– Πρόσεχε τα παιδιά σου σε κάθε τους βήμα, διότι παντού ελλοχεύουν θανάσιμοι κίνδυνοι!
– Κοιμήσου λίγες ώρες, έναν ύπνο ανήσυχο και εφιαλτικό, διότι ξέρεις ότι και την άλλη μέρα μία από τα ίδια σε περιμένει!
Αυτά γυρόφερνα στο νου μου ένα βράδυ που η κούραση και η απογοήτευση δεν άφηναν τα βλέφαρά μου να κλείσουν, και η σκέψη μου φτερούγισε στα παιδικά μου, ήσυχα και όμορφα χρόνια, στο χωριό.
Εκεί που δεν είχαμε ηλεκτρικά ψυγεία, πλυντήρια και τηλεοράσεις, ούτε καν χειροκίνητα τηλέφωνα. εκτός από αυτό που είχε ο μοναδικός χωροφύλακας του χωριού για έκτακτες ανάγκες…!
Ούτε ντουλάπες γεμάτες κουστούμια είχαμε και παπουτσοθήκη με 5-6 ζευγάρια παπούτσια για τον καθένα μας…
Δεν πηγαίναμε στο μπακαλικάκι του χωριού για τα ψώνια μας, στον παρακάτω φούρνο για το φρέσκο ψωμί της ημέρας ή στην εκκλησία για ν’ ανάψουμε ένα κεράκι στη Χάρη Της με το Ι.Χ. …αλλά με το ποδήλατό μας!
Δεν μας έβαζαν στις τσάντες του σχολείου οι μανάδες μας για κολατσιό πακεταρισμένα τσουρεκάκια και ξενόφερτα «κρουασάν». Μια φέτα ψωμί ελαφρά βρεγμένη και πασαλειμμένη με ζάχαρη ή θρεψίνη μας έδιναν. Λίγα κάστανα βρασμένα. Ζεστή μπομπότα (ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι) γλύκισμα, ζυμωμένη και ψημένη από τα χέρια της γιαγιάς που μοσχομύριζε, ήταν ό,τι καλύτερο σε γεύση και υγιεινή τροφή για το σχολικό μας πρόγευμα.
Κι όταν ήρθε η ώρα να πάμε στο οκτατάξιο τότε Γυμνάσιο, αγόγγυστα κάναμε τα 14 χιλιόμετρα την ημέρα «ποδαράτα», ακόμη και υπό βροχή, τσαλαβουτώντας το χειμώνα στη λασπουριά.
Από το ταβάνι της κουζίνας κρεμόταν με μια αλυσίδα το «φανάρι». Ένα είδος κλουβιού, με «σήτα» γύρω-γύρω, για να παίρνουν αέρα τα φαγητά και να προστατεύονται από τις μύγες, που έπαιζε το ρόλο του ψυγείου, αφού μόνον οι πλούσιοι, οι «προνομιούχοι» του χωριού δηλαδή, είχαν την πολυτέλεια του ψυγείου κι αυτό με πάγο…
Στη ντουλάπα, μας περίμενε κρεμασμένο το μοναδικό μας κουστούμι με ένα ζευγάρι παπούτσια για τις γιορτές, που περιέργως μεγάλωναν μαζί μας και τα φοράγαμε, με κάποιες διορθώσεις του κυρ Βασίλη του ράφτη, από μαθητούδια μέχρι να πάμε φαντάροι!
Το διάβασμα γινόταν με λάμπα πετρελαίου που συνήθως τρεμόσβηνε ή έβγαζε καπνό και μαύριζε το γυαλί, κι όσο για μελάνι γραφής ακόμη και της σουπιάς έκανε τη δουλειά του για τα παιδιά των ψαράδων, τι κι αν μύριζαν τα τετράδια λίγο …ψαρίλα!
Νερό άφθονο και γάργαρο για την πλύση των ρούχων από τις πηγές, που τα χτυπούσαν οι νοικοκυρές με ρόπαλα, (δεν κατάλαβα ποτέ γιατί…) και μετά τα άπλωναν στα κλαριά και στα βράχια για να στεγνώσουν. Όσο για το λουτρό καθαριότητας, μια μεγάλη βαρέλα με νερό ζεσταμένο στην πυροστιά, έπαιζε το ρόλο της μπανιέρας και ευκαιρία για ένα σωρό ζαβολιές εκ μέρους μας!
Γεγονός της χρονιάς για ξεφάντωμα, το τριήμερο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος, της εκκλησίας του χωριού μας. Μεγάλες «ατραξιόν» ο καραγκιόζης και η αρκούδα του γύφτου, που χόρευε στην πλατεία υπό τους ήχους φλογέρας.
Ο παπάς του χωριού, ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας «εν μεγάλη στολή!…» πάντα παρόντες, ως Αρχές του τόπου και πρώτοι στο χορό.
Ακόμη και το «μακρινό» τελευταίο ταξίδι κάποιου συγχωριανού «έδενε» την μικρή μας κοινωνία. Απλό, λιτό το φέρετρο, φτιαγμένο από τον μαραγκό του χωριού, σκεπασμένο με λουλούδια των αγρών μας και σύσσωμο το χωριό να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία.
Ο καφές της παρηγοριάς στο σπίτι του, μετά την ταφή του, «Θεός σχωρέστον… Ζωή σε λόου σας…!» οι τυπικές συλλυπητήριες ευχές και τέλος! Όχι να θέλεις μια περιουσία για να θάψεις τον άνθρωπό σου και την αξία ενός μικρού διαμερίσματος για ν’ αγοράσεις οικογενειακό τάφο, όπως χρειάζεσαι τώρα…
Όλα απλά και ανθρώπινα. Και δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι που έζησαν εκείνα τα λιτά και απαλλαγμένα από υπερβολές χρόνια, υστέρησαν σε τίποτα έναντι των καλοζωισμένων της μεγαλούπολης.
Κι εκείνοι πρόκοψαν στη ζωή και διακρίθηκαν ακόμη και στις επιστήμες. Κι εκείνοι πολέμησαν ηρωικά και θυσιάστηκαν για την πατρίδα όταν οι περιστάσεις το επέβαλαν.
Κέρδισαν όμως πολλά, γιατί είχαν την τύχη να ζήσουν μια ζωή λιτή μεν αλλά ήρεμη, φυσιολογικά ανθρώπινη και χωρίς το υπερβολικό άγχος που διακατέχει όλους μας σήμερα. Έζησαν χωρίς το δηλητηριώδες νέφος των μεγαλουπόλεων και κυρίως χωρίς το βραχνά των δανείων, των capital controls, των Μνημονίων και των σιδηρόφρακτων παραθύρων για το φόβο των λωποδυτών…
Μήπως τελικά ήταν καλύτερα τότε; Ο γράφων ψηφίζει ΝΑΙ!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!