Του Πρωτοπρεσβυτέρου Φωτίου Βούρλα, Εφημ. Διάβας
«Και ών έκαστος κατά διάνοιαν έχει, και πάντων και πασών»
Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων δώρων, να σημειωθεί πως το μέρος τούτο, της Θείας Λειτουργίας, είναι το ιερότατο και το αγιότατο, καθότι με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, το Μυστήριο έχει τελεστεί. Έγινε μέγα θαύμα. Το Άγιο Πνεύμα μετέβαλε αυτοστιγμεί τα Τίμια δώρα, που βρίσκονται επάνω στην Αγία Τράπεζα σε σώμα και αίμα του Κυρίου. Μνημονεύει, ο λειτουργός, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων δώρων, με φωνή που μόλις ακούγεται.
Έχει ήδη μνημονεύσει τους προ Χριστού Προπάτορες, Πατριάρχες, Προφήτες, και τους μετά Χριστόν Αποστόλους, Κήρυκες, Ευαγγελιστές, Μάρτυρες, Ομολογητές, Εγκρατευτές, οι οποίοι μίλησαν για τον ερχομό του Χριστού και κήρυξαν το λόγο Του, καθώς και για κάθε δίκαια ψυχή, που πέθανε, με πίστη στο Χριστό. «…και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου».
Και μετά το Θεομητορικό μνημόσυνο, «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου», σκυφτός, μνημονεύει τον Τίμιο Πρόδρομο, τους Αγίους Αποστόλους, τους Αγίους, που γιορτάζει η ημέρα εκείνη και όλους τους αγίους.
Τους μνημονεύει όλους αυτούς για να τους τιμήσει και να τους δοξάσει. Να τους ευχαριστήσει για ό,τι έπραξαν και πράττουν για εμάς και συγχρόνως να τους προβάλλει ως παραδείγματα στα μέλη της στρατευόμενης Εκκλησίας. Σε όλους εμάς τους ζώντες. Μας προτρέπει για να τους μιμηθούμε και να διδαχθούμε από την πίστη και την άγια ζωή τους (Εβρ. 13,7). Η πίστη στο Χριστό και η ζωή τους, αποτελούν την ηθική αξία και το μεγαλείο των αγίων. «Αυτοί είναι υποδείγματα βιώσεως του Ευαγγελίου». Ενώνουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και τους οδηγούν στη βασιλεία του Θεού.
Και συνεχίζει, ο λειτουργός, να παρακαλεί, το Θεό, να μας επισκεφθεί, ύστερα από τις πρεσβείες και τις θερμές ικεσίες των Αγίων Του, «ών ταις ικεσίαις, επίσκεψαι ημάς ο Θεός».
Χαμηλόφωνα, συνεχίζει, να μνημονεύει ονόματα ανθρώπων, που έχουν πεθάνει με πίστη και αφοσίωση στο Χριστό και με την ελπίδα «της αναστάσεως και ζωής της αιωνίου». Παρακαλεί το Θεό να τους αναπαύσει, εκεί όπου επικρατεί το δικό Του φως. Στη Βασιλεία Του, όπου καθιστά τη διαμονή τους ήρεμη και μακαρία.
Η μνημόνευση των κεκοιμημένων, κατά τη στιγμή, αυτή τους προσφέρει μεγάλη ωφέλεια και ανακούφιση. Αλλά και αυτοί, που μνημονεύουν τα ονόματά τους ωφελούνται. «Καθένας, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που προσεύχεται και κοπιάζει και αγωνίζεται για τη σωτηρία του άλλου ωφελεί πρώτα τον εαυτό του και κατόπιν και τον πλησίον του».
Μετά τη μνημόνευση των ονομάτων, που βρίσκονται στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, δηλαδή των κεκοιμημένων, ο λειτουργός δέεται τώρα, και για τα μέλη της στρατευόμενης Εκκλησίας, για όλους τους ζώντες. Για όλους τους ορθοδόξους Επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους και «παντός ιερατικού και μοναχικού τάγματος». Δέεται και παρακαλεί το Θεό για ολόκληρη την οικουμένη, για την Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, για τους πιστούς και φιλόχριστους άρχοντες, για όλους τους ανθρώπους της γης, να τους ελκύσει στην πίστη και τη σωτηρία.
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει με ανέκφραστη τρυφερότητα, και τις πιο βαθιές, κρύφιες και μύχιες λεπτομέρειες της ανθρώπινης ζωής. Κάθε ανάγκη και μέριμνα μέχρι και του πιο ασήμαντου και ‘μικρού’. Παρακαλεί και ζητάει από το Θεό, να περιλάβει στο σπλαχνικό Του ενδιαφέρον και αυτούς, που πρόσφεραν, για την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, τα δώρα καθώς και για εκείνους για τους οποίους τα πρόσφεραν και εκείνους με τους οποίους τα έχουν αποστείλει, και για το σκοπό για τον οποίο τα προσφέρουν.
Ο Άγιος Ιάκωβος στο σημείο αυτό της Θείας Λειτουργίας του γράφει: Για όποιον ο καθένας πρόσφερε ή έχει στο νου του, και αυτών, που πριν λίγο διαβάσαμε τα ονόματά τους. «...υπέρ ών έκαστος προσήνεγκεν ή κατά διάνοιαν έχει, και των αρτίως ανεγνωσμένων». Αποτελεί εξαιρετικό προνόμιο για τον κάθε πιστό, το να καταξιώνεται να προσφέρει άρτον (πρόσφορο) και οίνον (νάμα) για την τέλεση του θείου Μυστηρίου. Αλλά και όσους, συνεχίζει, ο Μέγας Βασίλειος, «ημείς ουκ εμνημονεύσαμεν» είτε γιατί τους αγνοούμε είτε γιατί τους λησμονήσαμε είτε για το πλήθος των ονομάτων. Σε παρακαλούμε, Κύριε, να τους θυμηθείς όλους, Εσύ, που γνωρίζεις του καθενός και την ηλικία και το όνομα και όλη τη ζωή του, αφότου συνελήφθη στη κοιλιά της μητέρας του. Γιατί, Εσύ είσαι «η βοήθεια των αβοηθήτων ….ο ιατρός των νοσούντων». Με τη φράση, «και ών ημείς ουκ εμνημονεύσαμεν», ο Πανοικτίρμονας και Πολυεύσπλαχνος Κύριος τους ενθυμείται όλους και τον καθένα με το όνομά του.
Με δυνατή φωνή, «εκφώνως», θα ακούσουμε το λειτουργό να λέει: «Εν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, του αρχιεπισκόπου ημών (δεινός) όν χάρισαι ταις αγίαις σου Εκκλησίαις…». Προπάντων, ‘μεταξύ των πρώτων, θυμήσου, Κύριε, με καλή διάθεση και ευνοϊκό ενδιαφέρον, τον αρχιεπίσκοπό μας (δείνα)’. Η μνημόνευση του Επισκόπου μας, του πνευματικού μας πατέρα, αποτελεί επιβεβλημένο υιϊκό καθήκον μας. Στη εκφώνηση αυτή, του λειτουργού, ο διάκονος, ή όταν δεν υπάρχει διάκονος, ο ιερέας-λειτουργός, συμπληρώνει:
«Και ών έκαστος κατά διάνοιαν έχει, και πάντων και πασών». Το δεύτερο μέρος, αυτής της φράσης, «και πάντων και πασών», επαναλαμβάνεται και από τους ψάλτες. Δηλαδή: Θυμήσου, Κύριε, ‘και εκείνους, που ο καθένας μας έχει στη σκέψη και στη διάνοιά του και όλους και όλες’. Μνημονεύει και δέεται, ο λειτουργός, για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων, τους οποίους και αναφέρει ονομαστικώς, αλλά και για υγεία, ευτυχία και μακροημέρευση των ζώντων. Υπενθυμίζει και προτρέπει, τους πιστούς, που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο Ναό, να μνημονεύσει και ο καθένας τα ονόματα των συγγενών και φίλων, κεκοιμημένων και ζώντων. Εδώ οι ψάλτες, ψάλλοντες, το «Άξιόν εστιν…» ή το «Επί σοί χαίρει…», «δίνουν» κάποιο χρόνο στο λειτουργό για να μνημονεύσει. Στο σημείο αυτό «…μνημονεύει τα δίπτυχα ζώντων, γενικώς δε παρακαλεί όπως ο Θεός ελεήση και όλους -άνδρας και γυναίκας- ζώντας και κοιμηθέντας, τους οποίους έχει κατά νουν ο κάθενας, που βρίσκεται τη στιγμή αυτή στο Ναό».
Η στιγμή αυτή ανήκει αποκλειστικά στον καθένα από αυτούς, που βρίσκονται στο Ναό. Είναι, η στιγμή αυτή καταδική τους. Είναι προσωπική και δίνεται η ευλογία, η χάρη και η δυνατότητα να αναφέρει ο καθένας τα δικά του, συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, «ζωντανά και πεθαμένα», και να ζητήσει γι’ αυτά την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού. Τιμή για τον ίδιο και ωφέλεια μέγιστη για τα ονόματα, που θα αναφέρει, όπως και για τον ίδιο. Είναι μεγάλη ευλογία και ωφέλεια το να προσευχόμαστε για τους άλλους, τους συνανθρώπους μας.
Η στιγμή αυτή ανήκει σε όλους αυτούς, που βρίσκονται στο Ναό. Και οφείλουν, πρέπει, να είναι ιδιαίτερα έτοιμοι να την αξιοποιήσουν. Να βρίσκονται σε εγρήγορση. Να προσέχουν και να συμμετέχουν στα τελούμενα και ψαλλόμενα.
Η ερώτηση των πιστών, «Πότε, και σε ποιό σημείο της Θείας Λειτουργίας, μπορούμε και είναι καταλληλότερο να μνημονεύσουμε τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων μας;», απαντάται εδώ, στη φράση: «Και ών έκαστος κατά διάνοιαν έχει, και πάντων και πασών». Δηλαδή: Θυμήσου, Κύριε, και όλους αυτούς, που ο καθένας έχει στο νου του και στη σκέψη του.
«Ο ιερεύς επεύχεται», συνεχίζει τις μνημονεύσεις. Παρακαλεί τον Κύριο να θυμηθεί την πόλη, το νησί, το χωριό, το μοναστήρι, όπου προσωρινά κατοικούμε, προσωρινά, αφού δεν έχουμε εδώ «μένουσα πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν», και για κάθε χωριό και πόλη και για όσους ζουν με πίστη σ’ αυτές. «Και των πίστει οικούντων εν αυταίς».
Δέεται και παρακαλεί γι’ αυτούς, που ταξιδεύουν στην ξηρά, γι’ αυτούς, που πλέουν στις θάλασσες, γι’ αυτούς, που πετούν και ταξιδεύουν αεροπορικώς. Για τους αρρώστους, για τους κουρασμένους και αποκαμωμένους, για τους αιχμαλώτους και τη σωτηρία τους. Παρακαλεί ακόμη για όσους εργάζονται έργα καλά μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτούς, που θυμούνται τους φτωχούς, και ζητάει το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού για όλους.
Η Θεία Λειτουργία, είναι μια μεγάλη, μια εκτεταμένη προσευχή. Αυτό δεν πρέπει να λησμονείται. Για να μην αφήνουμε τον εαυτό μας να κουράζεται περιφέροντας το μυαλό μας και τα μάτια μας εδώ και εκεί, αλλά «πάσαν νυν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν». Έτσι, θα χαιρόμαστε που μπορούμε και συμμετέχουμε σε μια τόσο φιλάνθρωπο πνευματική ανύψωση και σωτήρια άνοδο.