Του ΚΩΣΤΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΥ
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν λέει εξ ορισμού «όχι» στη μεταρρύθμιση του καταστατικού της Χάρτη. Η ίδια, άλλωστε, έχει επισημάνει και εξακολουθεί να επισημαίνει τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες του. Αρκεί αυτή να γίνει με σοβαρότητα, ρεαλισμό, υπευθυνότητα, επιστημονική τεκμηρίωση, και ευρεία διαβούλευση με τις ίδιες τις τοπικές αρχές και τα όργανα που εκπροσωπούν την Αυτοδιοίκηση και θα υποστούν, μαζί με τους πολίτες, τις συνέπειες κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος. Χωρίς προχειρότητα και, πρωτίστως, χωρίς κρυφή ατζέντα.
Ο ισχύων βασικός νόμος που διέπει την Τ.Α α΄ και β΄ βαθμού (ν. 3852/2010, «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης») εφαρμόζεται, με τη μεσολάβηση μεταβατικών διατάξεων και την εμφάνιση αρρυθμιών, μόλις έξι έτη. Σε όλο αυτό το διάστημα έχει παραχθεί από την εφαρμογή του μια συγκεκριμένη εμπειρία. Είναι προφανές ότι, προκειμένου η σχεδιαζόμενη αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση να είναι βιώσιμη και μακρόπνοη και να αποτελέσει ουσιαστική μεταρρύθμιση με θετικό πρόσημο για τους πολίτες και προκειμένου να μην κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως πολιτικός αντιπερισπασμός με στοιχεία επικαιρότητας, τίθενται δύο βασικές προϋποθέσεις:
α) Προηγούμενη εκπόνηση από το Υπουργείο Εσωτερικών (ΥΠΕΣΔΑ)τεκμηριωμένης έκθεσης αξιολόγησης της υφιστάμενης κατάστασης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, κατά τη διάρκεια της 6ετούς λειτουργίας του Καλλικράτη, τόσο για τις θεσμικές όσο και για τις οικονομικές παραμέτρους. Είναι βασικός κανόνας της λογικής να μην προχωρούμε σε ριζικές τροποποιήσεις χωρίς να έχουμε πρώτα διαπιστώσει τα προβλήματα, τα κενά και τις δυσλειτουργίες που επιδιώκουμε να θεραπεύσουμε. Η Ένωση Περιφερειών (ΕΝ.ΠΕ.) το έχει, άλλωστε, επισημάνει με την τοποθέτησή της ήδη κατά την πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του ΥΠΕΣΔΑ, αλλά και δημοσίως.
β) Ενημέρωση της Επιτροπής για τους σχεδιασμούς ή και τους άξονες της προωθούμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης σε ό,τι αφορά τα θέματα της οργάνωσης της Διοίκησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όπως πληροφορούμαστε, το αμέσως επόμενο διάστημα η κυβερνητική πλειοψηφία θα παρουσιάσει τις θέσεις της και θα ακολουθήσουν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Απαιτείται ένας στοιχειώδης συντονισμός, ώστε να γνωρίζουμε εντός ποιου συνταγματικού πλαισίου μπορούμε να κινηθούμε και ποια είναι τα θεσμικά όρια που υπάρχουν. Διαφορετικά, τα δύο εγχειρήματα θα βαίνουν παράλληλα και, ενδεχομένως, προς αντίθετες κατευθύνσεις. Άρα, το έργο της επιτροπής είτε δεν θα μπορεί να αξιοποιηθεί νομοθετικά και να υλοποιηθεί είτε θα χρειαστεί να τροποποιηθεί, πριν καν του δοθεί ο αναγκαίος χρόνος για να δοκιμασθεί.
Και, φυσικά, είναι αυτονόητο ότι οι άξονες της μεταρρύθμισης που τέθηκαν υπόψη μας, εφόσον εξειδικευθούν, θα πρέπει να συνοδεύονται από ρεαλιστικό Επιχειρησιακό Σχέδιο υλοποίησης, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και συγκεκριμένες αποτιμήσεις και δεσμεύσεις, τόσο για το
κόστος της επιχειρούμενης αλλαγής και από που θα καλυφθεί αυτό, όσο και για το προσωπικό που θα απαιτηθεί για να την εφαρμόσει. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος, παρά τις όποιες καλές προθέσεις, να δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα ήδη υπάρχουν.
Το κείμενο του Γενικού Γραμματέα ΥΠΕΣΔΑ που τέθηκε υπόψη μας είναι διακηρυκτικό και εν πολλοίς γενικόλογο, ενώ σπανίως υπεισέρχεται στα υπαρκτά προβλήματα της Αυτοδιοίκησης. Είναι προφανές ότι δεν αρκεί για να αποτελέσει τη βάση διαλόγου και συνεννόησης με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, στο μέτρο που δεν αποκαλύπτει τις πολιτικές κατευθύνσεις, τις πραγματικές προθέσεις και αρχές που ώθησαν την Κυβέρνηση να ανοίξει το διάλογο για αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εκτός εάν αναζητούμε μόνο το «περιτύλιγμα» για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ανάδειξης των αιρετών οργάνων των ΟΤΑ.
Κανείς δεν αντιλέγει σε γενικόλογες αναφορές όπως είναι «το επιτελικό κράτος», η «δημιουργία Τοπικής Αυτοδιοίκησης που είναι διακριτός πόλος σε σχέση με την κεντρική διοίκηση», η «ουσιαστική μεταφορά εξουσιών, πόρων και αρμοδιοτήτων». Ωστόσο, η μέχρι τώρα εμπειρία της Αυτοδιοίκησης καταδεικνύει ότι η φρασεολογία μένει περίπου ίδια, αλλά η εξειδίκευση αυτής με νομοθετικά μέτρα, που γίνεται από τις κυβερνήσεις και τον εκάστοτε αρμόδιο Υπουργό ΕΣΔΑ μπορεί να είναι πολύ διαφορετική.
Συνεπώς, χωρίς εξειδίκευση των αξόνων, συγκεκριμενοποίηση των αόριστων εννοιών, νομικών και πολιτικών, και αποκάλυψη των προθέσεων δεν μπορούν να υπάρξουν συμφωνίες.
Συνοπτικά, σε επίπεδο αρχών, θα μπορούσε να διατυπωθεί ο εξής αντίλογος:
1. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση επιζητά την απόλυτη εφαρμογή των σχετικών συνταγματικών προβλέψεων που την ορίζουν απολύτως υπεύθυνη για τις τοπικές υποθέσεις. Αν μέχρι σήμερα το κράτος δεν αντιλαμβάνεται τον επιτελικό του ρόλο και επιθυμεί, χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων, να παρεμβαίνει στις τοπικές υποθέσεις, είναι εκείνο που παρατυπεί και όχι η Αυτοδιοίκηση.
2. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαθέτει εξ ορισμού ευρύτατη δημοκρατική νομιμοποίηση και βρίσκεται καθημερινά δίπλα στον πολίτη και τα προβλήματά του, σε αντίθεση με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της κεντρικής εξουσίας που αποφασίζει ερήμην του. Όταν δε της επιτρέπεται να ασκεί τη συνταγματική της αποστολή χωρίς παρεμβάσεις σκοπιμότητας, με τη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια που της επιφυλάσσει το άρθρο 102 του Συντάγματος, αποτελεί γνήσια και πρωτογενή και όχι δοτή πηγή τοπικής δημοκρατίας.
3. Η λαϊκή βούληση και ετυμηγορία όταν δεν εκφράζεται με τρόπο οργανωμένο εύκολα αποδυναμώνεται, αλλοιώνεται και χειραγωγείται. Για τον λόγο αυτό αμφίβολης αντιπροσωπευτικότητας όργανα, χωρίς θεσμικό υπόβαθρο και χωρίς σαφείς κανόνες ανάδειξης και λειτουργίας δεν μπορούν να αποκτούν αποφασιστική αρμοδιότητα σε βάρος της αποστολής και των αρμοδιοτήτων των αιρετών οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ούτε να διαγκωνίζονται με αυτά για το ποιος είναι «πιο δημοκρατικός». Τέτοιες πρακτικές, υπό όποιο τίτλο και αν καλύπτονται, πλήττουν τον πυρήνα της τοπικής δημοκρατίας και νοθεύουν τη λαϊκή βούληση.
4. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαθέτει υψηλό αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης –το έχει αποδείξει, άλλωστε, έμπρακτα τα τελευταία χρόνια με την οικονομική, προσφυγική και μεταναστευτική κρίση – αντιθέτως το κράτος αποφεύγει συστηματικά να την ενισχύσει με πόρους ώστε να παρέχει έργο αντάξιο των προσδοκιών των φορολογούμενων πολιτών.
5. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση διαθέτει όλα τα εχέγγυα και έχει δέσμια αρμοδιότητα εκ της αποστολής της για να συνεισφέρει στην ανάπτυξη, πρωτίστως στις περιοχές ευθύνης της. Δεν είναι, όμως, δυνατόν να μετατραπεί σε αποκλειστικό πάροχο κοινωνικής πολιτικής καθ’ υποκατάσταση του κράτους. Η κοινωνική πολιτική είναι αρμοδιότητα του κράτους, καθώς αυτό ευθύνεται για τους πολίτες όλης της χώρας. Αν σήμερα η Αυτοδιοίκηση λειτουργεί ως ο βασικός μοχλός παροχής κοινωνικής βοήθειας και αλληλεγγύης, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει, τόσο σε πόρους όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό, είναι γιατί το κράτος αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
6. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν έχει αγκυλώσεις. Η ανάπτυξη είναι υπόθεση όλων και μπορεί να προέλθει μέσα από κάθε μορφή και μοντέλο. Και τούτο γιατί η αυτοδιοίκηση, εκ της φύσεώς της είναι ριζοσπαστική. Κράτος, Αυτοδιοίκηση, Ιδιώτες έχουν όλοι θέση σε αυτό που ονομάζεται ανάπτυξη. Η παροχή Δημόσιας Υπηρεσίας μπορεί να υλοποιείται από διάφορα σχήματα, αρκεί, όπως προαναφέρθηκε, το κράτος να είναι πράγματι επιτελικό και να ασκεί την ελεγκτική του αρμοδιότητα χωρίς λανθάνοντες σκοπούς, στόχους ή δεσμεύσεις.
O κ. Κωνσταντίνος Αγοραστός είναι πρόεδρος της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝ.ΠΕ.), Περιφερειάρχης Θεσσαλίας και Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας.