Ο Νίκος Γκάλης (το πραγματικό του όνομα είναι Νικόλαος Γεωργαλής) γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1957 στο New Jersey των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παιδί φτωχών μεταναστών από τη Ρόδο. Στα μαθητικά του χρόνια θέλησε να γίνει πυγμάχος κατά προτροπή του πατέρα του, αλλά η μητέρα του, μη αντέχοντας να τον βλέπει ματωμένο όταν επέστρεφε στο σπίτι από τις προπονήσεις, τον έστρεψε προς το μπάσκετ. Γρήγορα ξεχώρισε το ταλέντο του στο γυμνάσιο και το 1975 έγινε δεκτός στο καθολικό πανεπιστήμιο του Σίτον Χολ, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα με περγαμηνές στο άθλημα με την πορτοκαλί μπάλα.
Αμέσως, ο νεαρός Νικ έγινε ένα από αστέρια της ομάδας και στον τελευταίο χρόνο της φοίτησής του αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα του NCAA (27,5 πόντους κατά μέσο όρο), με δεύτερο τον μεγάλο Λάρι Μπερντ. Επιλέχθηκε στα ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς, αλλά ένας τραυματισμός του τον κράτησε μακριά από τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ. Έτσι, αποφάσισε να διαβεί τον Ατλαντικό και να αναζητήσει την τύχη του στην Ελλάδα.
Ο πρωταθλητής Άρης Θεσσαλονίκης του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του το 1979 και τον ενέταξε στη δύναμή του, αφού Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός εκδήλωσαν απλά ενδιαφέρον και μπήκαν «ζεστά» στο παιγνίδι της διεκδίκησής του. Στον Άρη αγωνίστηκε συνολικά 13 χρόνια, που αποτέλεσαν τη χρυσή εποχή για τους κιτρινόμαυρους της Θεσσαλονίκης. Ο Γκάλης τούς οδήγησε στην κατάκτηση οκτώ πρωταθλημάτων και έξι Κυπέλλων, αλλά το μεγάλο του όνειρο, η κατάκτηση ενός Ευρωπαϊκού, δεν πραγματοποιήθηκε, αν και η ομάδα αγωνίσθηκε τρεις φορές σε φάιναλ-φορ.
Αποζημιώθηκε με το παραπάνω, όταν οδήγησε την Εθνική στον ανεπανάληπτο θρίαμβο του 1987 με την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Δύο χρόνια αργότερα, η Εθνική με ηγέτη και πάλι τον Γκάλη κατέλαβε τη δεύτερη θέση στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου.
Ο Νίκος Γκάλης εγκατέλειψε άδοξα τον Άρη το 1992, όταν ο νέος πρόεδρος Θεόφιλος Μητρούδης προσπάθησε να βάλει μια τάξη στα οικονομικά της ομάδας, που βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας. Το συμβόλαιό του κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού του συλλόγου, ο ίδιος δεν δέχθηκε μείωση του ηγεμονικού μισθού του κι έτσι οι δρόμοι των δύο πλευρών χώρισαν, όχι με τις καλύτερες συνθήκες.
Ο Γκάλης κατηφόρισε στην Αθήνα και το 1992 εντάχθηκε στη δύναμη του Παναθηναϊκού, δεύτερο και τελευταίο σταθμό της καριέρας του στην Ελλάδα. Το μπασκετικό τριφύλλι εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να ξαναβρεί τη χαμένη του αίγλη υπό την καθοδήγηση των αδελφών Γιαννακόπουλων. Η χρυσή εποχή του Άρη είχε παρέλθει και στις εγχώριες διοργανώσεις κυριαρχούσε ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη. Έπαιξε τρεις σεζόν στους πράσινους, με απολογισμό την κατάκτηση ενός Κυπέλλου και τη συμμετοχή του σε ένα φάιναλ φορ. Το όνειρό του για ένα Ευρωπαϊκό δεν έγινε πραγματικότητα ούτε στον Παναθηναϊκό. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 ήλθε σε ρήξη με τον προπονητή του Κώστα Πολίτη, εγκαταλείποντας την ομάδα και οριστικά το ελληνικό μπάσκετ.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση ανοίχτηκε στον επιχειρηματικό στίβο και δημιούργησε πρότυπη παιδική κατασκήνωση στη Χαλκιδική. Είναι παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με τη δημοσιογράφο Ελένη Παναγιώτου κι έχει ένα παιδί. Η πρώτη σύζυγός του Τζένη σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Μάιο του 1988. Στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ο Νίκος Γκάλης μετέφερε την Ολυμπιακή Φλόγα ως πρώτος λαμπηδρόμος μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Ο Νίκος Γκάλης υπήρξε ο κορυφαίος σούτινγκ-γκαρντ στην Ευρώπη. Υπήρξε ο μεγαλύτερος έλληνας καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών και μια ασταμάτητη καλαθομηχανή.
Ήταν πονοκέφαλος για κάθε προπονητή, που προσάρμοζε όλο το σύστημα της ομάδας πάνω του και πάλι χωρίς επιτυχία τις περισσότερες φορές. Εκτός από δεινός σκόρερ, υπήρξε πολύ καλός πλέι-μέικερ και πασέρ. Σπεσιαλιτέ του οι θεαματικές και αποτελεσματικές διεισδύσεις του, παρότι βραχύσωμος για τα μέτρα του αθλήματος (1,83). Ο Νίκος Γκάλης με την παρουσία του άλλαξε το ελληνικό μπάσκετ, τόσο αγωνιστικά, όσο και επαγγελματικά και το έφερε στις πρώτες θέσεις του κόσμου.