Ήταν βράδυ της 18ης Ιανουαρίου του 1984, όταν η κρατική τηλεόραση μετέδωσε την άσχημη είδηση από το Λονδίνο: «Πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές…». Ήταν η πρώτη φορά, στα δέκα μου χρόνια, που θα έβλεπα τον πατέρα μου να κλαίει.
Λίγα 24ωρα μετά, συνόδευα τους δικούς μου στην κηδεία του Τσιτσάνη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Εκεί συνειδητοποίησα τι πάει να πει συλλογικό πένθος. Ο κόσμος πατούσε πάνω στα μνήματα για να πλησιάσει με κάθε τρόπο τη σορό και να ενώσει τη φωνή του μ’ αυτή όλων των μεγάλων τραγουδιστών στη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο Νταλάρας, η Αλεξίου, η Γαλάνη, έως και η Βουγιουκλάκη ήταν εκεί, μέσα σ’ ένα κλίμα ατόφιας οδύνης. Με λίγα λόγια, ένα διάχυτο συναίσθημα πατρικής απώλειας τόσο έντονο, που δεν έχει σβήσει από τη μνήμη μου παρόλα τα χρόνια που πέρασαν.
Έκτοτε, ποτέ δεν σταμάτησα να ακούω τον Τσιτσάνη, να τον μελετώ, να τον ανακαλύπτω μέσα από βιβλία και δίσκους, να εκπλήσσομαι από την καθολική αποδοχή της δουλειάς του. Υπήρχε, στ’ αλήθεια, ωραιότερο κομπλιμέντο για την Ελλάδα από την ταινία «Mighty Aphrodite» του Γούντι Άλεν, το 1995, στο σάουντρακ της οποίας συνυπήρχαν ο Count Basie και το Dave Brubeck Quartet με τον Βασίλη Τσιτσάνη; Κι αυτό, μία δεκαετία μετά το βραβείο που του είχε απονεμηθεί για το σύνολο του έργου του από τη Μουσική Ακαδημία Charles Gross του Παρισιού (1985), καθώς και πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση της Πολιτιστικής Εταιρείας Μουσικής που έφερε το όνομά του.
Γεγονότα, δηλαδή, που φανερώνουν πόσο οι άνθρωποι, από τον απλό λαό μέχρι τους πιο διανοουμενίστικους κύκλους, έχουν αποδώσει και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να αποδίδουν τον χαρακτηρισμό «εθνικό κεφάλαιο» και «κειμήλιο» στο έργο του Τρικαλινού δημιουργού.
Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα, μια πόλη που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ελλάδας και από τον 18ο αι. συγκέντρωνε πλανόδιους μουσικούς από την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και από την Ευρώπη. Ακριβώς στο μέσο της ελληνικής χερσονήσου, τα Τρίκαλα συνέβαλαν στη δημιουργία μιας αστικής κουλτούρας και δεν είναι τυχαίο που μέσα στον 20ό αι. εκεί επίσης γεννήθηκαν λαϊκοί δημιουργοί σαν τον συνθέτη Απόστολο Καλδάρα (1922-1990), τον στιχουργό Κώστα Βίρβο (1926-2015) και τον τραγουδοποιό-στιχουργό Χρήστο Κολοκοτρώνη (1922-1999).
Μεγαλωμένος σε φτωχή οικογένεια με άλλα δεκατρία παιδιά (επέζησαν μόνο τα τέσσερα), ο Βασίλης χάνει τον τσαρουχά πατέρα του, όντας μαθητής του δημοτικού. Και μαθητής καλός μάλιστα, αρχίζοντας μαθήματα βιολιού σε μια προσπάθεια διευκόλυνσης της οικονομικά στενεμένης οικογένειας. Αρχίζει να παίζει δίπλα σε επαγγελματίες μουσικούς για ένα μεροκάματο. Απόντος του πατέρα πια, που συνήθιζε να κλειδώνει το μαντολινομπούζουκό του στο ντουλάπι, ο νεαρός Βασίλης μοιάζει να διοχετεύει εκεί τη νεανική φαντασία και δημιουργικότητά του.
Γοητευμένος από την τραχιά ζωή του περιθωρίου, έλκεται περισσότερο από τους παρανόμους, τους χασικλήδες και τις πόρνες, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τον κόσμο του ρεμπέτικου, εκφράζοντας αποστροφή για το δημοτικό και σμυρναίικο τραγούδι. «Κλαψιάρικες μελωδίες» συνήθιζε να χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ρεπερτόριο σχεδόν πάντα –τι παράξενο που ακούγεται γι’ αυτόν που δεν έγραψε και λίγα τραγούδια εμπνεόμενος από τη δημοτική παράδοση–, αδυνατώντας όμως σαφώς να κρύψει την άκρως λυρική υπόσταση των δικών του δημιουργημάτων.
Εικάζεται πως ως έφηβος ο Τσιτσάνης ήταν ένα ιδιαίτερα μελαγχολικό και μοναχικό παιδί που μέσα στα σχολικά βιβλία του έκρυβε επιμελώς τα πρώτα έτοιμα, από μουσικής και στιχουργικής άποψης, τραγούδια του. Οι σπουδές ωστόσο και μια δικηγορική καριέρα ήταν το όνειρο της μάνας του και ο Βασίλης, που δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι, αποφασίζει σε ηλικία 22 ετών, το 1937, να έρθει στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική. Δεν τα βρίσκει εύκολα στην πρωτεύουσα.
Οι Τρικαλινοί τού γυρίζουν την πλάτη, θεωρώντας πως ξεφτιλίζει το όνομα του πατέρα του, του καλύτερου τσαρουχά, με το να παίζει μπουζούκι και να λέει τραγούδια για τα αποβράσματα της κοινωνίας. «Αυτή είναι η εκδίκησή μου» θα πει σε συνέντευξή του, χρόνια μετά, ερωτώμενος για την πανελλήνια αποδοχή των τραγουδιών του, κάτι που αποδεικνύει επίσης πως ο αρνητισμός των άλλων τού είχε κοστίσει κατά το ξεκίνημά του στην Αθήνα. Κι αν στον κόσμο του ρεμπέτικου ο Τσιτσάνης μυήθηκε μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη, εκείνος που τον είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ ήταν ο Σμυρνιός Ευάγγελος Παπάζογλου. Εκ των υστέρων, βέβαια, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιρροές. Το έργο του ξεχώρισε, μεταφέροντας μια ολότελα προσωπική του άποψη στον ρυθμό και στη στιχουργική.
Με τους τεκέδες της εποχής δεν είχε πολλά πάρε-δώσε ο Τσιτσάνης, καθώς ήταν απαγορευτική για την υγεία του η εκεί παρουσία του. Μία χρόνια επιπεφυκίτιδα που τον βασάνιζε επιδεινωνόταν από τις λάμπες Λουξ που χρησιμοποιούσαν, μια και δεν είχαν ακόμη ηλεκτρικό. Ο ίδιος θα πει σε συνέντευξή του: «Έπαιξα μόνο σε έναν τεκέ, τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Είναι αλήθεια ότι άλλοι συνάδελφοί μου τελειοποίησαν το παίξιμό τους μέσα σε τέτοιους χώρους». Ωστόσο, εντυπωσιασμένος από την κοινωνική και ψυχολογική διάσταση της χρήσης του χασίς, καθώς και από τις μνήμες από τις φυλακές των Τρικάλων, θα γράψει το 1942 το θρυλικό «Όταν συμβεί στα πέριξ (Της μαστούρας ο σκοπός)», ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, με τις φωνές του Στράτου Παγιουμτζή και του Στέλιου Κηρομύτη στην πρώτη ηχογράφηση το ’46. Στα 22 του, τη χρονιά δηλαδή που έρχεται στην Αθήνα, καταφέρνει να εκδώσει στην Odeon το πρώτο του τραγούδι παρόμοιας θεματικής, το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», για να ακολουθήσει λίγο μετά, κατόπιν παραγγελίας από την ίδια εταιρεία, το «Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα» με τη φωνή του Βαμβακάρη. Ε
ίναι ξεκάθαρο πια πως δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η Νομική και το μόνο που ονειρεύεται είναι να γίνει γνωστός και να αγαπηθούν οι δημιουργίες του. Η μεταξική δικτατορία απαγορεύει τους λούμπεν στίχους του ρεμπέτικου, αλλά εκείνος δεν πτοείται. Φτιάχνει τραγούδια ασταμάτητα. Ενδεικτικοί τίτλοι της πρώτης περιόδου του: «Είμαι παιδάκι με ψυχή», «Με σπανιόλικες χαβάγιες», «Ξελογιάστρα». Κι όταν τα πράγματα θα βαρύνουν με την απαγόρευση κάθε έκφρασης πόνου της εργατικής τάξης με το τραγούδι, εκείνος θα καταθέσει την «Αρχόντισσα». Το τραγούδι αυτό, ένα αριστούργημα που πέρασε αναμφισβήτητα στην ιστορία, γράφτηκε το 1938 στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Τσιτσάνης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών, και ηχογραφήθηκε στην Κολούμπια, στην Αθήνα, με τις φωνές του Παγιουμτζή και του Στελλάκη Περπινιάδη.
Ήταν τέτοια η απήχηση της «Αρχόντισσας», ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό, «όλες οι λατέρνες, οι ρομβίες, από το Κολωνάκι μέχρι την τελευταία γειτονιά, έπαιζαν το τραγούδι». Έχει σημασία να αναφέρουμε ακόμη πως με την «Αρχόντισσα» ο Τσιτσάνης φανέρωσε ένα υψηλού επιπέδου στιχουργικό ταλέντο: οι δημιουργίες του δεν ήταν φτιαγμένες από στιχάκια της στιγμής –όχι ότι αυτό, φυσικά, δεν γέννησε μεγάλα τραγούδια μέσα στην ιστορία της λαϊκής τέχνης– αλλά από τον πόνο ή τη χαρά κάποιου άλλου που βίωσε τα συναισθήματα αυτά και του τα μετέφερε με κάποιον τρόπο.
Έτσι, η «Αρχόντισσα» ήταν υπαρκτό πρόσωπο και πίσω από τον απεγνωσμένο έρωτα, για τον οποίο μιλά το τραγούδι, κρυβόταν η Ελίζα, μια υπερευαίσθητη νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941. Εδώ που τα λέμε, για να είμαστε ακριβείς, ολόκληρο βιβλίο θα γραφόταν αποκλειστικά με την ιστορία που υπάρχει πίσω από κάθε τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη!