Στις 28 Αυγούστου του 1911 πέθανε σε ηλικία 85 ετών στην Κέρκυρα, ο Γεράσιμος Μαρκοράς.
Κερκυραίος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής. Είναι γνωστός για τα ποιήματά του Μάνα και Εργασία, που ανέθρεψαν γενιές ελληνοπαίδων μέσα από τα σχολικά Αναγνωστικά. Μείζον έργο του θεωρείται το επικολυρικό ποίημα Ο Όρκος, που αναφέρεται στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς γεννήθηκε το 1826 στην Κεφαλληνία, όπου ο πατέρας του Γεώργιος Μαρκοράς υπηρετούσε ως εισαγγελέας. Καταγόταν από παλαιά αρχοντική οικογένεια της Κέρκυρας, πολλά μέλη της οποίας διέπρεψαν στις επιστήμες, τα γράμματα και τις καλές τέχνες. Ο πατέρας του ήταν στενός φίλος του Διονυσίου Σολωμού και διακρίθηκε και ως πολιτικός. Μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 εξελέγη βουλευτής και διατέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής το 1865.
Ο νεαρός Μαρκοράς φοίτησε στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο, με διευθυντές πρώτα τον Οριόλη και έπειτα τον Ανδρέα Κάλβο. Το 1849 ξεκίνησε σπουδές νομικής μαζί με τον αδελφό του Σπύρο στην Ιταλία (Πανεπιστήμιο της Παβίας), όπου ήρθε σε επαφή με τα έργα του Δάντη, του Αριόστο και άλλων σπουδαίων Ιταλών συγγραφέων. Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του Στυλιανού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1852 και να πάρει το πτυχίο του της Νομικής από την Ιόνιο Ακαδημία, χωρίς ποτέ να ασχοληθεί με την επιστήμη του.
Το 1854 νυμφεύθηκε την αρχοντοπούλα Αικατερίνη Δούσμανη, κόρη του κόντε Αντωνίου Δούσμανη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Ευστάθιο Μαρκορά, ο οποίος δεν ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, αλλά ασχολήθηκε ως αγρότης με την οικογενειακή περιουσία. Μετά τον πρόωρο χαμό της συζύγου του από φυματίωση (1870) έζησε απομονωμένος στην Κέρκυρα μαζί με τη χήρα αδελφή του, αφοσιωμένος στην τέχνη της ποίησης έως το θάνατό του. Τον Μάιο του 1896 επισκέφθηκε για πρώτη και τελευταία φορά την Αθήνα, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον λογοτεχνικό κόσμο της πρωτεύουσας.
Σε νεαρή ηλικία γνώρισε μέσω του πατέρα του τον Διονύσιο Σολωμό και επηρεάστηκε βαθιά από τις ιδέες και το έργο του. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο δημοσιευμένο ποίημά του είναι η Το πρώτο ψυχοσάββατο (1857), μια έμμετρη νεκρολογία για το θάνατο του Σολωμού, όπου διαδηλώνει την πίστη του για τη συνέχιση της δημιουργίας του εθνικού ποιητή από τους μαθητές του.
Η ποίηση του Μαρκορά στρέφεται σε γενικές γραμμές γύρω από τον έρωτα, τον θάνατο και την πατρίδα, «τους τρεις κοινούς, αλλά και μεγάλους τόπους της ποίησης», όπως παρατηρεί ο Κωστής Παλαμάς. «Την χαρακτηρίζει αβρότητα και ευγένεια, μια γλώσσα δροσισμένη από την εφτανησιώτικη παράδοση, κι ακόμα μια σπάνια τελειότητα μορφική» (Λίνος Πολίτης).
Ο Μαρκοράς έτρεφε ακράδαντη πίστη στην ολοκλήρωση του Ελληνικού Έθνους και κάθε αγώνας που είχε σκοπό την ελευθερία τον συγκινούσε βαθύτατα. Ιδιαίτερα τον συγκίνησε η εποποιία της Κρητικής Επανάστασης του 1866 και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, που του ενέπνευσε το περίφημο ποίημά του «Ο Όρκος» (1875), το σημαντικότερο της ποιητικής του παραγωγής. Αποτελείται από 1216 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και ο Παλαμάς το θεωρεί ως μία θαυμαστή συγχώνευση του Κρητικού και των Ελευθέρων Πολιορκημένων του Σολωμού, «το Άσμα Ασμάτων του συγχρόνου ηρωισμού».
Όλο το ποιητικό έργο του Μαρκορά συγκεντρώθηκε σε δύο συλλογές, τα Ποιητικά Έργα (1890) και τα Μικρά Ταξίδια (1899). Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει αποσπάσματα του Ομήρου και του Δάντη στη δημοτική (Ο Μαρκοράς ήταν από τους πρώτους δημοτικιστές), ποιήματα του Σίλερ, του Φώσκολου και ιταλικούς στίχους του Σολωμού. Μαζί με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Καρκαβίτσα και Πολυλά συνέβαλε στην επιβολή της δημοτικής και στην αναγέννηση των νεοελληνικών γραμμάτων.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!