Η Τεχνολογία, όντας παιδί του ανθρωπίνου πνεύματος, αποτελεί μια εποποιΐα του ανθρώπου, κοντά στις τόσες άλλες. Οι δραστικές αλλαγές που προκαλεί στο περιβάλλον και στη ζωή του ανθρώπου ξεπερνούν σήμερα και την πιο τολμηρή φαντασία. Και φυσικά, τα αποτελέσματα της Τεχνολογίας δεν είναι μόνο θετικά. Μέσα στην ηθική και τη γενικότερη κρίση οι κίνδυνοι της Τεχνολογίας είναι τρομεροί και καθημερινοί.
Το άγρυπνο πνεύμα του Ποιητή νιώθει αυτούς τους κινδύνους και παρεμβαίνει. Περιγράφει τις νέες κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και εξετάζει τον άνθρωπο μέσα στο νέο του πλαίσιο. Η Τεχνολογία είναι μια τεράστια δύναμη στα χέρια ενός “μαθητευομένου μάγου”, του ανθρώπου. Ανησυχεί λοιπόν και προειδοποιεί ο Ποιητής, γιατί η ματιά του είναι πνευματική, και γι’ αυτό βλέπει και πίσω από το “θρίαμβο” του ανθρώπου πάνω στον υλικό κόσμο.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο έργο του “Ωδή στον άνθρωπο” γράφει: Ο άνθρωπος είναι:
Αυτός που χτίζει, αυτός που οργώνει.
Αυτός που τείνει να συσκοτίσει τους πλανήτες
και δικούς του να εντειχίσει αστέρες,
και να βάλει χρώματα τής προτίμησής του
στις αυλαίες που ανοίγουνε και κλείνουν
το αβυσσαλέο πανόραμα της μέρας.
Αλλά η βαθύτερη ουσία των πραγμάτων δεν ελέγχεται, όπως γράφει ο Κωστής Παλαμας στο “Δωδεκάλογο του Γύφτου”:
Αέρα, γη, νερό, φωτιά
ό,τι κι αν υπέταξε από σας ο άνθρωπος, ο νους,
τίποτε από σας δεν ξέπεσε,
και κρατάτε ακόμα τα σκοτάδια σας.
τ’ άψαχτα και τ’ ατέλειωτα.
Κάθε αληθινός Ποιητής έχει λόγους να φοβάται για τα ίδια τα δημιουργήματα του ανθρώπου. Αυτός ο φόβος επηρέασε έντονα την Τέχνη του Μεσοπολέμου (1918-1939), και όχι αδικαιολόγητα. Το 1966 ο Τζων Giardi γράφει:
Στο εργαστήριο τότε πήγα.
Τι μικροί, σωστοί άνθρωποι ήταν εκεί στ’ αλήθεια!
Μάγοι του μικροδευτερόλεπτου
μ’ ακρίβεια συρματωμένοι,
χωρίς να νοιάζονται να ρωτούν,
παρά μονάχα ν’ ακούνε τους computers τους,
που ανοιγόκλειναν και μουρμούριζαν.
Ήτανε μια ασπροκαπνισμένη,
γυάλινη και φωτισμένη κόλαση.
Κι εκεί ο Άγιος Σωματίδιος ο Σηπτικός
καθόταν χαμένος μέσα στις κερασφόρες σκέψεις του.
Μια στάση ευγενέστατη,
μα μες στην κορνίζα ενός φακού, καθώς περνούσα,
είδα ένα δράκου μάτι
απ’ τη μορφή του να ξεπηδάει.
Ας αφήσουμε τώρα τη “γυάλινη κόλαση” των υπολογιστών και ας δούμε πώς ανησυ-χούν προφητικά για την τύχη του δάσους, και συνεκδοχικά του φυσικού περιβάλλοντος, δύο δικοί μας ποιητές, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης με το ποίημά του “Το Δάσος” και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με το ποίημά του “Η κατάρα του Πεύκου”, το οποίο ποίημα συμπεριέλαβε οργανικά στο παιδικό του αριστούργημα “Τα ψηλά Βουνά”.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Το δάσος που λαχτάριζες,
ως που ναν το περάσεις,
τώρα ναν το ξεχάσεις,
διαβάτη αποσπερνέ.
Μιαν αυγινή το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι,
διαβάτη αποσπερνέ.
Το τρίσβαθο αναστέναγμα,
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπαε τα γόνατά σου,
δε θαν τα ακούσεις πλιά.
Το πήρανε στα διάπλατα,
περίτρομα φτερά τους
και το ‘καμαν λαλιά τους
τα νύχτια πουλιά.
Και κάτι που βραχνόκραζε,
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου,
βουβάθηκε κι αυτό.
Κι έπεσε το αιματόβρεχτο
τ’ ολόγυμνο μαχαίρι,
πόβλεπες σ’ ένα χέρι
να σειέται αστραφτερό.
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ’ έσερνε, διαβάτη,
σε μαγικό παλάτι,
δίχως ελπίδα αυγής,
το πήρανε-για κοίταξε
στερνήν ανατριχίλα-
τα πεθαμένα φύλλα,
που απέμειναν στη γης.
Κ’ η άρπα με τον ήχο της,
που σε γλυκομεθούσε,
μια κρύφια σού χτυπούσε
θανάτου μουσική,
Χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
Το δάσος που λαχτάριζες
ως που ναν το περάσεις,
για πάντα θα ξεχάσεις,
διαβάτη αποσπερνέ.
Γενήκαν νεκροκρέβατα
τ’ άγρια δεντριά του τώρα,
και θα τα βρεις στη χώρα,
διαβάτη αποσπερνέ.
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ
Γιάννη, γιατί έκοψες το πεύκο;
Γιατί; Γιατί;
“Αγέρας θάναι”, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Νάβρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!
Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί…
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτω,
δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαδιά του
και περπατεί!
“Δε θ’ ανασάνω”, λέει ο Γιάννης
“γιατί; γιατί;”
“Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;”
“Στα Δύο χωριά”.
“Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτω
πολύ μακριά”!
“Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα γω;
Σκιάζεται ο λόγγος και με φεύγει,
γι’ αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…
Για δυό, για τρεις…
Ο νους μου σήμερα, δεν ξέρω,
τι είναι βαρύς”;
“Να, μια βρυσούλα, πιε νεράκι,
να δροσιστείς”.
Σκύβει να πιεί νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν και οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιον τόπο είν’ ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός.
Να, το Χινόπωρο, να οι μπόρες!
Μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
“Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο
το σπλαχνικό,
πού ‘ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
-τ’ ακούς; τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε σαν φλογέρα
στους μπιστικούς.
Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές,
και το ρετσίνι του ποτάμι
απ’ τις πληγές!
Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά
που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!”
“Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ.
Βοήθα να φτάσω κάποια ώρα
Και να σταθώ…
Η μάνα μου θα περιμένει,
κι έχω βοσκή…
Κι είχα και τρύγο… Τι ώρα νάναι
Και τι εποχή;
Ξεκίνησα το Καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
κι ήρθε και μ’ ηύβρεν ο χειμώνας
μεσοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγγο,
που τρέχει εμπρός.
Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά”.
Πέφτει σαν δέντρο απ’ το πελέκι,
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.
Εκεί τρυγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο
στην ερημιά.
Η ανάπτυξη της Τεχνολογίας άλλαξε και τις συνθήκες εργασίας. Ο βιομηχανικός εργάτης δεινοπαθεί τώρα μέσα στο εργοστάσιο, όπως ο πρωτόγονος γεωργός, που πάλευε με τα στοιχεία της Φύσης. Όλα αυτά τα παρακολουθεί η Ποίηση και καταθέτει το λόγο της.
Ιδιαίτερα όμως συγκινεί τους Ποιητές ο πόλεμος, που με την Τεχνολογία έγινε στις ημέρες μας τρομερά απάνθρωπος. Η στάση σήμερα απέναντι στον αντίπαλο είναι σκληρή. Η αναμέτρηση εκ του σύνεγγυς πάει να ξεχαστεί. Γίνονται βομβαρδισμοί από μακριά, οι οποίοι ισοπεδώνουν τα πάντα. Υπάρχουν και οι αόρατοι εχθροί, η ραδιενέργεια, τα βακτηρίδια ή οτιδήποτε άλλο.
Και εδώ η Ποίηση δείχνει το δρόμο. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημά του “Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ” διαμαρτύρεται και κατηγορεί τον επιστήμονα που κατασκεύασε τις βόμβες του μοιραίου 1945:
Τι να σας κάνουμε; πού να σας κρύψουμε;
Όπου κι αν σας βάλει κανείς,
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου!
Η Τεχνολογία λοιπόν είναι ένα δίκοπο μαχαίρι στα χέρια της ανώριμης ανθρωπό-τητας. Γίνεται και ευλογία και κατάρα, ανάλογα με την καλή ή κακή χρήση της. Η Ποίηση καλεί τον άνθρωπο σε φρόνηση. Είναι το αντιστάθμισμα του κακού. Αν η ομορφιά της Ποίησης επηρεάσει τον τεχνολογικό άνθρωπο, τότε μπορεί η ανθρωπότητα να ιδεί καλύτερες μέρες. Πάντως, η Ποίηση αγωνίζεται και αγωνιά στην εποχή της Τεχνολογίας. Γι’ αυτό και φωνάζει: “Πάρτε μαζί σας νερό, ο δρόμος μας έχει πολλή ξηρασία”.
ΣΗΜ. Το κείμενο τούτο αποτελεί μέρος ομιλίας, που δόθηκε τον Μάρτιο του 2002 στην Καρδίτσα στο πλαίσιο των «Μαθημάτων Ελληνικού Πολιτισμού».
Δημοσιεύτηκε στις Εφημερίδες της Καρδίτσας στις 29-3-2002.