Κόντευε τα είκοσι οχτώ η δεσποινίς Ειρήνη όταν γνωρίστηκε με τον Γιωργή. Ήσυχη και ευχάριστη η συντροφικότητα, προχώρησε σιγά-σιγά στην αγάπη και σε μια σχέση ερωτική, πρωτόγνωρη για μια γυναίκα που ως τότε αψηφούσε το γάμο. Πρώτη αιτία τα παιδιά. Δεν ηθελε ούτε να σκεφθεί γέννα, κλαψουρίσματα, μεγαλώματα και φασαρία. Λάτρευε την αδερφή της, αλλά εκείνα τα δυο μυξιάρικα ανίψια της, που γλώσσα δε βαζανε μέσα, τη χτυπούσανε στα νεύρα.
Όμως, έφτασε στη ζωή της ο Γιωργής, χηρευάμενος και μ’ ενα κοριτσακι τριών χρόνων, που έτσι κι αλλιώς έπρεπε να το αποδεχθεί. Ο έρωτας βλέπεις!
Όταν φρεσκοπαντρεμένη έφτασε στο καινούργιο της σπιτικό, θαμπώθηκε από την ομορφιά του. Ο άντρας της είχε ετοιμάσει ένα αληθινό παλάτι.
— Πού είναι το παιδί, έσπευσε να ρωτήσει.
— Σε μια θεια μου την εμπιστεύθηκα ώσπου να συνηθίσεις την ιδέα. Ξέρω πως δεν σ’ αρέσουν τα παιδιά.
— Να πας να φέρεις το κοριτσάκι στο σπίτι του, Γιωργή μου. Έχασε τη μάνα του, δεν θα χάσει και τον πατέρα του.
— Γεια σου Ειρήνη, λεβεντιά μου, ήξερα τι αγάπησα.
Την άλλη μέρα γνωρίστηκε με την Ανθούλα.
— Καλημέρα σας κυλία και το ζεστό, παχουλό χεράκι της κύλισε στην παλάμη της Ειρήνης.
Από το άλλο κρατoύσε σφιχτά την κούκλα της λες και ζητουσε προστασία για την καινούργια της γνωριμια.
— Πώς τη λένε την κούκλα σου, τη ρώτησε…
— Αμαλία, όπως τη μαμά μου, είχε όνομα βασίλισσας.
Ούτε που ακουγότανε η Ανθούλα. Σαν να μην υπήρχε. Σιγοψιθύριζε στην κούκλα της καινούργιες εντυπώσεις και μυστικά. Αποκοιμήθηκε στην αγκαλια του πατέρα της και την άλλη μέρα το πρωί, για πρώτη φορά, βρέθηκε μόνη με την Ειρήνη.
— Σήμερα, Ανθούλα μου, θα φάμε ένα ωραίο πρωινό και θα πιούμε όλοι το γαλατάκι μας να μεγαλώσουμε και να γίνουμε «κυλίες».
Για πρώτη φορά αντίκρισε το γέλιο της προγονής της. Ένα προσωπάκι αγγελικό, που γέμισε φως το δωμάτιο κι έφερε στην καρδιά της Ειρήνης ένα σκίρτημα και μια συγκίνηση. Οι πρώτες δυσκολίες είχαν ξεπεραστεί.
Ο καιρός άρχισε να κυλάει, το κοριτσάκι να ξεθαρρεύει, να βγαίνει βολτίτσα μαζί τους κρατημένη από το χέρι της μητριάς της, να παίζει κουτσό με τις πετρoύλες και ν’ αποκοιμιέται ακούγοντας τ’ αυτοσχεδια παραμύθια μιας γυναίκας, πoυ άρχισε ν’ γνωρίζει τον καινούργιο εαυτό της. Και δίπλα της, όλο και πιο κοντα ο Γιωργής, ευτυχισμένος και ερωτευμένος όλο και περισσότερο.
Χειμώνας τώρα. Η βραδιά ήταν ανταριασμένη με αστραπόβροντα και δυνατή βροχή. Πήγε στο δωμάτιο της μικρής ανήσυχη μήπως ξύπνησε και φοβότανε. Την βρήκε καθιστή και δακρυσμένη, παρηγορώντας την κούκλα της και την άκουσε να λέει:
«Μη φοβάσαι, Αμαλίτσα μου, σε λίγο σα έλσει η μανούλα μας, η κυλία Ειλήνη».
Την πιάσανε τα κλάματα. Ώστε χωρίς να το καταλάβει έφτασε να χαρακτηριστεί «μανούλα» η κυλία Ειλήνη.
Πήρε και τις δυο στην αγκαλιά της και ο ύπνος τους ήταν ανάλαφρος κι ευτυχισμένος.
Τα παράξενα της ζωής! Τα αντιπαθητικά κλαψιάρικα της αδερφής της, μεγαλωμένα, άρχισαν να παίζουνε με την Ανθούλα και γινότανε χαλασμός από φωνές και γέλια.
Είχε συνηθίσει. Χοροπηδούσε μαζί τους, τα κουβέντιαζε και τα φιλούσε. Κάπου, η αγουροξυπνημένη μάνα έκανε μέσα της την εμφάνισή της.
Το έφερε κρυμμένο στην τσάντα της και το τεστ εγκυμοσύνης βγήκε θετικό.
Τρομοκρατήθηκε.
Τι θα κάνω τώρα; Πρέπει να το πω στον Γιωργή. Δεν έχω το δικαίωμα να το κρύψω. Θα έχω εγκυμοσύνη, γέννα, ξενύχτια, κλαψουρίσματα.
Χριστέ μου βοήθησέ με, όλα πηγαίνανε τόσο καλά ως τώρα.
Είχανε αποφάει όταν ο συγκινημένος άντρας πήρε την Ανθούλα στην αγκαλιά του.
— Θα σου πω, κοριτσάκι μου κάτι πολύ ευχάριστο. Σε λίγο καιρό η μανούλα θα σου χαρίσει ένα αδερφάκι.
Η μικρή έπεσε ξεφωνίζοντας στην αγκαλιά της μητριάς της.
— Μαμά Ειλήνη, πόσο σ’ αγαπάω. Πάω να ξυπνήσω την Αμαλία να της το πω.
Ετσι είναι ο Νόμος της ζωής ο πιο σωστός, ο πιο γενναίος, η μητρότητα, που χάρισε στην Ειρήνη ένα πανέμορφο αγοράκι και ευτυχισμένη το μεγάλωσε με την ηθική συμπαράσταση της Ανθούλας και της … Αμαλίας.
Τώρα θυμάται και θυμώνει. Όσο πιο νωρίς αν είχανε συμβεί όλα αυτά, τόσο περισσότερες χαρές θα είχε νιώσει. Αλλά τότε, βλέπεις, έφτασε στη ζωή της κι ο Γιωργής κι αυτός λίγο αργοπορημένος.
Όσο μεγάλωνε τα παιδάκια, τόσο περισσότερο θυμότανε τη μάνα της, φευγάτη από χρόνια και πικραμένη που δεν την είδε με οικογένεια. Γύρευε τη συγνώμη της και δάκρυζε. Τώρα γνώριζε καλά τις ανησυχίες, τις χαρές και τα όνειρα των μανάδων. Ο καιρός της έφερε την τέλεια ολοκλήρωσή της. Κράτησε και μεγάλωσε τα εγγόνια της.
Άλλες αγωνίες, χαρές και όνειρα.
«Η Αμαλία» έμεινε στείρα, παρά τα απανωτά νυφικά που της είχανε φορεσει τα παιδιά. Ήταν πάντα νεαρή και όμορφη. Όλο και κάποια αγκαλιά περίσσευε και για εκείνη.
* Η Άσπα Ξύδη είναι συγγραφέας.
(ΑΡΧΕΙΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ”: ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!