Το κείμενο της παρουσίασης, όπως έγινε από τη Φιλόλογο Κωνσταντίνα Μπλέκου στην Αίθουσα «Νίτσας Λιάπη» στις 19 Απριλίου 2015.
Με μεγάλη ευχαρίστηση συμμετέχω απόψε στην εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου του Λάζαρου Αρσενίου με τον τίτλο Καλαμπάκα 3000 χρόνια νεότητα.
Ευχαριστώ θερμά τις δραστήριες και δημιουργικές εκδόσεις «Τα Μετέωρα» για την ευγενική πρόσκληση να συμμετάσχω στην εκδήλωση, οι οποίες υποστήριξαν επαινετά το όλο εγχείρημα, και μου έδωσαν την ευκαιρία διαβάζοντας το βιβλίο να ασχοληθώ με τον πολιτισμό της αγαπημένης μας πόλης.
Στο βιβλίο του ο συγγραφέας, πέραν των άλλων, καταγράφει και παραθέτει και ενδιαφέρον λαογραφικό υλικό, για τον πνευματικό βίο, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και τον υλικό πολιτισμό των ανθρώπων της Καλαμπάκας.
Σε αυτά, θα κάνω εν συνεχεία ενδεικτικές αναφορές, μέσα στον περιορισμένο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου.
Έτσι, στην ενότητα «Πάσχα και Πασχαλινά Τραγούδια στην Καλαμπάκα» παρατίθενται αναφορές στις εθιμικές πράξεις κατά τις εορτές του Πάσχα.
Μεταξύ άλλων, προσέχουμε τη συμμετοχή και των αγοριών στον στολισμό του Επιταφίου.
Διαβάζω το σχετικό απόσπασμα:
«Όταν η άνοιξη ήταν προχωρημένη, ξεχύνονταν τα αγόρια στις πέτρες πάνω από την πόλη, φτάνοντας μέχρι την Μυλόντζα, για να μαζέψουν ίτσια για να στολίσουν τον επιτάφιο».
Ο Αρσενίου μας θυμίζει στη συνέχεια ότι η πομπή του Επιταφίου ακολουθούσε το καλντερίμι προς την Λαλούκα, έφτανε στον πλάτανο, και από εκεί, πήγαινε προς την κεντρική πλατεία της πόλης.
Ο συγγραφέας υπενθυμίζει εδώ και μια ακόμη συνήθεια:
«οι ηλικιωμένες γυναίκες», γράφει, «σκόπιμα δεν πήγαιναν στην εκκλησία, περίμεναν έξω από τα σπίτια τους με ανεστραμμένες κεραμίδες κατά γης, με αναμμένα κάρβουνα», και καθώς πλησίαζε η πομπή έριχναν θυμίαμα.
Την Κυριακή του Πάσχα εξάλλου η γιορτινή ατμόσφαιρα στην Καλαμπάκα ήταν διάχυτη, κάτι που είχαν ήδη προσέξει και σχολιάσει, όπως τονίζει ο Λάζαρος Αρσενίου, πολλοί ξένοι και Έλληνες περιηγητές στην περιοχή των Μετεώρων.
Αυτό συνέβαινε, παρατηρεί ο συγγραφέας, διότι ο θρησκευτικός εορτασμός συνδεόταν με ουσιαστικές εκδηλώσεις αγάπης και χαράς.
Οι Καλαμπακιώτες επίσης γιόρταζαν και τη δεύτερη και την τρίτη μέρα του Πάσχα, πριν τον εσπερινό, με ομαδικούς πασχαλινούς χορούς στην περιοχή Πουλιάνα, ικανοποιώντας τη διττή ανάγκη της ανθρώπινης φύσης: αφενός, τη θρησκευτική, κιι αφετέρου, την κοινωνική.
Αυτό εκφραζόταν και από την ηλικιακά ιεραρχημένη παράταξη των χορευτών που προχωρούσαν αγκαζέ, δεμένοι σαν αλυσίδα, τραγουδώντας, αργά και ρυθμικά.
Επρόκειτο για την τήρηση μιας αυστηρής σειράς, που, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, είχε μεν τις ρίζες της ασφαλώς στην κοινωνική ιεραρχία του απώτερου παρελθόντος, αλλά, εν προκειμένω, απέβλεπε ακόμη, μέσω του χορού, και στην καλλιέργεια της εγκαρδιότητας μεταξύ των μελών της κοινότητας και την έκφραση της πανανθρώπινης αγάπης.
Το πόσο σημαντική ήταν η τήρηση της ιεραρχίας ο συγγραφέας μάς το παρουσιάζει μ’ ένα γλαφυρό παράδειγμα.[…]
Τα βήματα και η μουσική των πασχαλινών χορών είναι απλά και φαίνεται να εξυπηρετούν ένα στόχο: να μπορεί, όποιος θέλει, ακόμη κι αν δεν γνωρίζει τον χορό, να συμμετέχει στην επιτέλεση, και να εντάσσεται στην ομάδα γρήγορα.
Προσέχουμε ακόμη ότι βασικό χαρακτηριστικό των πασχαλινών τραγουδιών της Καλαμπάκας είναι ο μεστός τους λόγος, που δημοσιοποιεί και κάποια γεγονότα στο περιβάλλον της κοινότητας, κρίνει, επικρίνει και νουθετεί τα μέλη της, θυμίζοντάς μας κάποτε χαρακτηριστικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Αναφέρουμε ως παράδειγμα το τραγούδι «Ο Γιάννης».
Ο Γιάννης παντρεύτηκε γυναίκα μικρή στην ηλικία, τόσο μικρή που δεν πρόλαβε να ασκηθεί και να μάθει τις δουλειές του σπιτιού.
Τις αναλαμβάνει λοιπόν ο ίδιος, βοηθώντας την παράλληλα να τις μάθει. Εν τέλει, εκείνη μεγαλώνει και τις μαθαίνει, τον εγκαταλείπει όμως για άλλο άντρα!
Άλλα δυο τραγούδια αφορούν τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με τους αλλοθρήσκους κατακτητές.
Το ένα, «Η Τασούλα», μιλά για την αγάπη της Ελληνίδας Τασούλας με τον Τούρκο που με την θέλησή της την απήγαγε, στη διάρκεια πασχαλινού χορού:
«Απ’ του Ντίναγα τα σπίτια
κι ως τον μαχαλά
σαν τ’ Αρσένη το κορίτσι
δεν είναι άλλη καμιά»
Ο Αρσενίου επισημαίνει ότι εδώ η έκφραση «άλλη καμιά» δεν αφορά τη μοναδικότητα της ομορφιάς και των προσόντων ίσως της νέας κοπέλας, αλλά ότι, αντίθετα, -αρνητικά-, αναφέρεται στο στιγματισμό της κοπέλας, καθώς καμιά άλλη Ελληνοπούλα της Καλαμπάκας δεν είχε κλεφτεί με Τούρκο.
Συνέχεια του προαναφερθέντος, αποτελεί το τραγούδι «Η Μπεήνα», όπου γίνεται αναφορά στην κατάρα του πατέρα και της μάνας της Τασούλας, που στέλνουν την κόρη τους για την πράξη της «στα. τσακίδια, και στον γκρεμό».
Τα δύο αυτά τραγούδια χορεύονταν πάντα πασχαλιάτικα στην Καλαμπάκα, με απώτερο σκοπό να υπενθυμίζεται στα μέλη της κοινότητας η αναγκαιότητα να διατηρείται η θρησκευτική και η εθνική συνοχή.
Άξιο παρατήρησης εδώ είναι επίσης ότι το όνομα «Τασούλα» δεν δόθηκε έκτοτε σε κανένα κορίτσι της πατριάς των Αρσενάδων, από την οποία καταγόταν η ανυπάκουη κόρη.
Επίσης, στο βιβλίο του Αρσενίου αποθησαυρίζεται λαογραφικό υλικό για την εθιμική συμπεριφορά των ντόπιων και σε άλλες μεγάλες θρησκευτικές εορτές (όπως π.χ, η αναφορά στην «Γουρ’νο – Πασχαλιά», στη μεγάλη δηλαδή γιορτή των Χριστουγέννων, την οποία ονόμαζαν έτσι, γιατί έσφαζαν το γουρούνι του σπιτιού, το κρέας του οποίου μαγείρευαν στη συνέχεια ως γιορτινό φαγητό, ενώ το υπόλοιπο το αποθήκευαν).
Η εθιμική ζωή στην Καλαμπάκα ήταν άλλωστε συνδεδεμένη με πράξεις όχι μόνο λατρευτικού περιεχομένου αλλά και πατριωτικού και αγωνιστικού, κάποτε και προκλητικού, όπως π.χ. τα τραγούδια των Απόκρεω.
Στο πλαίσιο εξάλλου των εθιμικών πράξεων εντάσσεται και «Η Παπαρούνα», που συνδέθηκε με την ανομβρία:[…]
Στόλιζαν ένα κορίτσι με λουλούδια, το έβαφαν στο πρόσωπο, το έντυναν σαν νύφη και τραγουδούσαν:
«Παπαρούνα περπατεί,
τον θεό παρακαλεί
να ρίξει μια βροχή,
βροχή σταθερή».
Χτυπούσαν την πόρτα κάθε σπιτιού, η νοικοκυρά περίμενε λίγο, μετά έβγαινε, τα κορίτσια την κύκλωναν και τραγουδούσαν χορεύοντας:
«Ρίξε εσύ με το κανάτι και ο θεός με το καρδάρι».
Και η νοικοκυρά άδειαζε το νερό από το κανάτι και ράντιζε ελαφρά την «παπαρούνα».
Ο συγγραφέας αναδημοσιεύει επίσης στο βιβλίο του δυο δημοτικά τραγούδια με ιστορικό περιεχόμενο.
Τα τραγούδια αυτά αναφέρονται στις νίκες των επαναστατημένων, το 1854. […]
Το δεύτερο τραγούδι, απηχεί το συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν, αλλά με εμπαικτικό και εκδικητικό χαρακτήρα, σε βάρος των αλλόθρησκων επιδρομέων και κατακτητών:[…]
Στο κεφάλαιο που πραγματεύεται τις «Πολιτιστικές Εκδηλώσεις στην Καλαμπάκα κατά το Μεσοπόλεμο», ο Λάζαρος Αρσενίου επισημαίνει ως σημαντικότερη πολιτιστική δραστηριότητα της περιόδου, τις θεατρικές παραστάσεις, καθώς την περίοδο εκείνη επισκέπτονταν την πόλη «μπουλούκια» Αθηναίων ηθοποιών.
Οι ηθοποιοί έπαιζαν στο «μεγάλο καφενείο», στο ισόγειο του διώροφου κοινοτικού κτηρίου, στην κεντρική πλατεία, όπου δεσπόζει σήμερα ο ναός του Αγίου Βησσαρίωνος.
Η αίθουσα του «καφενείου» χωρούσε 120 καθήμενους θεατές και αρκετούς όρθιους.
Αρχικά ενοικιαστής του καφενείου ήταν ο Θανάσης Νικολογιάννης.
Κατόπιν το νοίκιασε η οικογένεια του συγγραφέα:
«στο καφενείο αυτό ενηλικιώθηκα», γράφει ο Λάζαρος Αρσενίου.
Με τον καιρό τα «μπουλούκια» εξελίχτηκαν σε οργανωμένους θιάσους.
Ο συγγραφέας αναφέρει ότι κατά τοπικές μαρτυρίες, το 1917, έπαιξε στην πόλη με το θίασό της η διάσημη ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, ότι το 1926 δόθηκε σχολική παράσταση με έργο του Σαίξπηρ και ότι στις αρχές του 1930 ήρθε στην Καλαμπάκα κουκλοθέατρο, ενώ ήδη, το 1924, νεαροί Καλαμπακιώτες (μεταξύ αυτών ο Χρήστος Αγγελής, ο Χριστόδουλος Κοματέας, ο Γιώργος Κουτσιανίτης, ο Τάσος Μάης και άλλοι), έδωσαν ερασιτεχνικές παραστάσεις που εσημείωσαν μεγάλη επιτυχία στο κοινό και που τα έσοδα τους διατέθηκαν για τη διαμόρφωση του Ηρώου της πόλης.
Μάλιστα, για αρκετό καιρό μετά, όταν οι Καλαμπακιώτες συναντούσαν κάποιον πρωταγωνιστή της παράστασης, αντί για χαιρετισμό, επαναλάμβαναν κάποια επιτυχημένη ατάκα του έργου!
Η μικρή θεσσαλική πόλη είχε επίσης φιλοξενήσει στο μεγάλο καφενείο και κινηματογράφο, τον οποίο εγκαθιστούσε κάποιες φορές και διαχειριζόταν η οικογένεια του κρητικού Νίκου Φραγκουδάκη.
Ο Αρσενίου παρατηρεί επίσης ότι γενικότερα στην Καλαμπάκα άνδρες και γυναίκες αγαπούσαν πολύ το τραγούδι, το οποίο φαίνεται ότι συνόδευε όλες τις ώρες, τις δραστηριότητες και τις εκδηλώσεις της καθημερινής και της επίσημης ζωής τους: στο νοικοκυριό, στο χωράφι, στις συγκεντρώσεις, στις παρέες, τις νύχτες στα γραφικά καλντερίμια, στα γλέντια και στους γάμους.
Με συγκίνηση μάλιστα ο Λάζαρος Αρσενίου αναπολεί το αντάμωμά του με τον φίλο του Βαγγέλη Ιωνά:
«Μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 συναντηθήκαμε έπειτα από χρόνια στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Με αναγνώρισε από μακριά. Χαιρετηθήκαμε με εγκαρδιότητα. Πάρε, μου λέει, την κιθάρα σου να με συνοδέψεις να τραγουδήσω. Μετά χαράς, απάντησα, μόνο που παράτησα να παίζω κιθάρα, πριν 25 χρόνια. Ούτε και εγώ τραγουδάω, όπως τότε πρόσθεσε».
Και ο συγγραφέας συνεχίζει:
«Η βιοπάλη μας έστειλε μετανάστες να ζούμε σε άλλες πόλεις αλλά την αγαπάμε πάντα την Καλαμπάκα, νοσταλγώντας την αξέχαστη ρομαντική της περίοδο, τότε που έπλαθε τα παιδιά της με αισθηματικό κόσμο και υψηλές ηθικές αρχές».
Ο συγγραφέας ακόμη αναφέρει ότι, στον κύκλο του χρόνου και της ζωής του Μεσοπολέμου, με ψυχαγωγία συνδυάζονταν και κάποιες γεωργικές εργασίες, όπως π.χ. το ξεφλούδισμα ρόκας καλαμποκιού την εποχή του φθινοπώρου. Καθώς οι ρόκες μαζεύονταν και σωριάζονταν στο ισόγειο των σπιτιών, τα μέλη της οικογένειας κι όσοι βοηθούσαν εθελοντικά στο μάζεμα κάθονταν ολόγυρα στο σωρό, τραγουδούσαν, έπιναν κρασί και τσίπουρα και γεύονταν μπελτέδες, σταφίδες και καρύδια.
Το τραγούδι ζωήρευε και άρχιζαν τα πειράγματα, με υπονοούμενα και με λοξές ματιές.
Ήταν άλλη μια ευκαιρία για επικοινωνία των νέων και για συνοικέσια.
Και, όπως και στις κοινωνίες κάθε εποχής, δεν έλειπαν τα ερωτικά ειδύλλια από την ιδιωτική ζωή των κατοίκων της Καλαμπάκας.
Η προσέγγιση γινόταν μέσω του βλέμματος.
Αν κάποιος το καταλάβαινε, πράγμα ωστόσο δύσκολο, ορμούσε να κατακτήσει το οχυρό.
Περάσματα έξω από το σπίτι, ματιές από παράθυρα, συναντήσεις σε παρέες και ονειροπολήσεις.
Οι συναντήσεις των ερωτευμένων ήταν αδιανόητες, καθώς τίποτα δεν έμεινε κρυμμένο από τα μάτια και τα σχόλια της μικρής κοινωνίας.
Κάποια «ειδύλλια» όμως διαλύονταν λόγω της μετανάστευσης, ενώ κάποια κατέληγαν σε γάμο με ευχές για «βίο ανθόσπαρτο», «με ένα γιο ή με ένα κορίτσι». Και φυσικά η «κατακτηθείσα», όπως ο Αρσενίου τονίζει, έβρισκε τρόπο να κάνει το δικό της.
Στο έργο του Λάζαρου Αρσενίου συναντούμε τους ανθρώπους της Καλαμπάκας, κάθε εποχής: διανοούμενοι και καλλιτέχνες, άνθρωποι επιφανείς και άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, τεχνίτες και επαγγελματίες, είναι πανταχού παρόντες στο βιβλίο.
Μεταξύ αυτών, οι πρώτοι νομάδες κτηνοτρόφοι του Αιγινίου αλλά κι ο γιατρός Γιώργος Ράμος, που ασκούσε την ιατρική ως κοινωνικό λειτούργημα, ιερείς και πολιτικοί του τόπου, ο καραγκιοζοπαίχτης Κρανιώτης κι ακόμη ο φημισμένος τραγουδιστής Αηδονάρας, και η μαμή Καραγιάννη, καφετζήδες, τσαγκάρηδες, και πάρα πολλοί άλλοι.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι του παρελθόντος «ανασταίνονται», θα έλεγα, μέσα από την ενότητα «Οι κάτοικοι της Καλαμπάκας», είτε με μιαν απλή υπενθύμιση της παρουσίας τους στην πόλη είτε με πιο εκτενείς αναφορές.
Τέλος, στο έργο του Λ. Αρσενίου προσέχουμε την αναφορά του και σε οικιστικά θέματα, όπως στα καλντερίμια της πόλης και τα περίφημα αρχοντικά της, που εξωτερικά έδειχναν την ελληνική αρχοντιά με «τον αετό», που κτιζόταν στον ««πάν’ όροφο», ως προεξοχή, με πλούσια τζαμωτή πρόσοψη και με χρώμα λευκό.
Το σπουδαιότερο αρχοντικό, κόσμημα αρχιτεκτονικής τέχνης, ήταν του Γιάννη Καλαμπάκα, χτισμένο το 1770, στο ψηλότερο σημείο της πόλης.
Κανένα αρχοντικό της μικρής μας πόλης δεν σώζεται σήμερα.
Κυρίες και κύριοι, κλείνοντας τη σύντομη αναφορά μου στο λαογραφικό περεχόμενο του βιβλίου του Λάζαρου Αρσενίου, θα έλεγα ότι η έκδοσή του, πέραν της ιστορικής και λαογραφικής αξίας της, αποτελεί ένα αισιόδοξο μήνυμα δημιουργίας στους λιμνάζοντες πνευματικά καιρούς μας και μια δυνατή συμβολή στην πολιτιστική παρουσία της πόλης της Καλαμπάκας.
Ένα έργο που τιμάει και πρέπει να κάνει περήφανη την πόλη.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!