Του Γιάννη Σελλούντου, Καθηγητή Φιλολογίας
Επιμέλεια Νικολάου Κατοίκου
Σε κανενός άλλου λαού τη λογοτεχνία και τη μουσική δεν εξυμνήθηκε το σπίτι με τό-ση ευαισθησία και συγκίνηση, με όση στους Έλληνες. Οι περισσότεροι δηλαδή ποιητές και στιχουργοί τραγουδιών, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, μιλούν με ιδιαίτερη τρυφερότητα γι’ αυτόν τον ευλογημένο χώρο, κυρίως τον πατρικό.
Αλλά και στα δώδεκα «Αναγνωστικά» τού Δημοτικού και του Γυμνασίου είχαν συμπεριληφθεί, εκτός από τα ποιήματα, και ωραία πεζογραφήματα με άμεση ή έμμεση αναφορά στο σπίτι και στην οικογένεια. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το διήγημα του Αλ. Παπαδια-μάντη «Της Κοκκώνας το σπίτι», στο οποίο ο καπετάν Γιάννης ο Συρμαής είχε αρχίσει να χτίζει με μεράκι ένα κομψό αρχοντικό στο νησί και περίμενε να το τελειώσουν και να το επιπλώσει, για να ζήσει εκεί με την αγαπημένη του Αννίκα. Πλην όμως, η μοίρα είχε απο-φασίσει διαφορετικά. Η κοπέλα πέθανε φυματική και το σπίτι εγκαταλείφθηκε μισοφτιαγμένο, για να καταντήσει στο τέλος ερείπιο.
Στον ποιητικό λόγο τώρα ο Κωστής Παλαμάς το θυμάται με νοσταλγία:
«Το σπίτι που γεννήθηκα, κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει…».
Ωστόσο, πιο συγκινητικοί είναι οι στίχοι που αναφέρονται στο σπίτι με έμμεσο τρόπο μέσα σε άλλα ποιητικά θέματα με διάχυτο το συναίσθημα της νοσταλγίας. Η Μυρτιώτισσα π.χ. με απλά λόγια μιλά για την οικογενειακή θαλπωρή στο βραδινό τραπέζι ένα χειμωνιάτικο βράδυ:
«Το δείπνο φτιάνει η μάνα μας,
ψαρόσουπα μυρίζει.
Ρουφά την άχνα η γάτα μας
και γλυκορουθουνίζει.
-Παράτησε το πλέξιμο
τώρα, γιαγιά, νυχτώνει
και στην αυλή μας στρώνεται
σιγά, σιγά το χιόνι.
Τριζοβολούν τα κούτσουρα,
κι η πιο μικρή σου εγγόνα
σιμά στο τζάκι σού ’βαλε,
γιαγιά, την πολυθρόνα.
-Γαβγίζει ο σκύλος, τρέξετε
ν’ ανοίξ’τε στον πατέρα,
να κι η μανούλα πού ’ρχεται
κρατώντας τη σουπιέρα.
Με γέλια τώρα κάθονται
τριγύρω στο τραπέζι
και το γατάκι ολόχαρο
με την ουρά του παίζει.»
Ο Λάμπρος Πορφύρας νιώθει το σπίτι μέσα στη νοσταλγία του σαν ήσυχο λιμάνι:
«Θυμάμαι στο κατώφλι τους τις γριές μαυροντυμένες
να κλαιν παλιά ναυάγια κι αυτές ναυαγισμένες,
το λιμανάκι ενός σπιτιού – ψυχή μακριά που αράζεις!-
κι ακόμα εσέ που καρτερείς και το γιαλό κοιτάζεις…»
Σαν απάνεμο λιμάνι νιώθει και ο Ορέστης Λάσκος το πατρικό του σπίτι στο ποίημά του «Αγριόχηνες»:
«Τώρα πια
στην πατρίδα, στο παλιό μου πατρικό
σπιτικό
που ο καιρός και η εγκατάλειψις, αλοίμονο,
το ’χουνε σχεδόν ρημάξει,
τώρα λέγω πιά
η ζωή μου βάρκα με χωρίς κουπιά
σαν σε απάνεμο λιμανάκι θε να αράξει.
Θα κυλούν γαλήνιες οι ώρες στην ατμόσφαιρα,
θα κυλούν γαλήνιες οι ώρες στην ψυχή μου…».
Ο Σωτήρης Σκίπης θυμάται ένα παλιό σπιτάκι, στο οποίο γνώρισε την παλιά του αγάπη:
«Γυρίζει η σκέψη μου σ’ ένα σπιτάκι
επαρχιώτικο, παλιό, ζεστό
μπρος σ’ ένα τούρκικο στενό σοκκάκι
το περιβόλι του πλάι το χλωρό.
Εκεί πρωτάκουσα τον Μάη τον μήνα
τ’ αηδόνι ολόγλυκα να κελαηδεί,
εκεί η ξανθόμαλλη παιδούλα η Ρήνα
το πρώτο μού ’δωκε κι αθώο φιλί…».
Και ο Γιώργος Σεφέρης, μεγάλος πια, γυρίζει πίσω στην παιδική του ηλικία:
«Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες
ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια,
το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα,
τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού…».
Με συγκινητικούς στίχους και ανάλογη μουσική τραγούδησαν το σπίτι και οι περισσότεροι Έλληνες μουσικοσυνθέτες σε όλα τα είδη των τραγουδιών: Ο Βασ. Τσιτσάνης π.χ. σε πολλά τραγούδια του και με πολλούς τρόπους μιλά γι’ αυτό:
«Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι
με τις πόρτες τις κλειστές
τον καημό μου σιγοκλαίω
και ματώνουν οι καρδιές.
Ούτε μάνα ούτε αδέρφια,
εγώ έρημο πουλί,
βλέπω αράχνες στο κατώφλι
και χορτάρια στην αυλή
………………………………».
Και αλλού:
«Σε ξένους επουλήθηκε
το σπίτι που γεννήθηκε,
και η δροσόλουστη αυλή του
που περνούσε τη ζωή του.
Το βλέπει να γκρεμίζεται
και η καρδιά του σκίζεται…».
Ο Μάνος Χατζιδάκης σε στίχους του Νίκου Γκάτσου μάς γυρίζει στην παιδική μας ηλικία:
«Σπίτι μου, σπιτάκι μου
και φλωχοκαλυβάκι μου,
χώμα που γεννήθηκα,
ποτέ μου δεν σε αρνήθηκα.
Σπίτι μου, σπιτάκι μου,
αγιάτρευτο μεράκι μου,
όλον τον κόσμο αν γύρισα,
κοντά σου ξαναγύρισα…».
Τέλος, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου είναι το «Σπι-τάκι μου παλιό κι αγαπημένο» του Κ. Γιαννίδη σε στίχους του Αλ. Σακελλάριου, το οποίο, μην αντέχοντας στον πειρασμό, παραθέτω ολόκληρο:
«Θα μείνει πια σβηστό
μπρος στις εικόνες το καντήλι,
η γρίλια μας κλειστή
κι η γλάστρα δεν θα ποτιστεί.
Βαρύ είναι και ζεστό
από τα δάκρυα το μαντήλι,
που τώρα έχει βραχεί
από του πόνου τη βροχή.
Σπιτάκι μου παλιό και αγαπημένο,
που μύριζες παντού βασιλικό
και ήσουν το μισό
απ’ τον κισσό αγκαλιασμένο.
γωνίτσα μου φτωχή,
είχες ψυχή.
Η γάτα που γερνά
θα μείνει τώρα μοναχή της.
σπιτάκι μου ζεστό
που πρέπει να σε χωριστώ.
Σε σένα τριγυρνά
και της μανούλας μου η ψυχή
και τρέμω επειδή
μπορεί ξανά να μη με ιδεί».
(Από τον «Νέον Αγώνα», 19-12-2013)
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!