Επιμέλεια Νικολάου Κατοίκου
Το χρονογράφημα που ακολουθεί είναι γραμμένο πριν από 80 χρόνια και αναφέρεται σε μια κακή συνήθεια των Ελλήνων να σπρώχνονται, όταν πρόκειται να εισέλθουν ή εξέλθουν ομαδικά από κάπου. Και αυτό μπορεί να συμβεί στο τρένο (όπως εδώ), στο λεωφορείο, στην Τράπεζα, στις Δημόσιες Υπηρεσίες και αλλού. Δεν είναι βέβαια κανόνας αυτό (ούτε και παλιότερα ήταν), αλλά δεν έπρεπε να συμβαίνουν ούτε οι λίγες περιπτώσεις, διότι φανερώνουν ανευθυνότητα και απουσία κοινωνικής αγωγής.
Οι βιαστικοί που σπρώχνουν ή που φανερά μπαίνουν μπροστά από τους άλλους, παίρνοντας τη σειρά τους, είναι συνήθως νευρικοί και ανυπόμονοι. Αν δεν είναι τέτοιοι, τότε είναι σίγουρα αγενείς, συμφεροντολόγοι και πονηροί. Δημιουργούν εντάσεις στις λεγόμενες «ουρές» και είναι λίαν αντιπαθητικοί.
Ο βιαστικός τού παρόντος χρονογραφήματος είναι «περίεργα βιαστικός», διότι τα πράγματα έδειξαν ότι δεν είχε λόγο να βιάζεται. Απλώς, αρεσκόταν να δυσκολεύει τους άλλους και γι’ αυτό έφραξε την έξοδο, περιμένοντας στην πόρτα του τρένου, χωρίς να κατεβαίνει στις ενδιάμεσες στάσεις.
Ας δούμε όμως πώς δικαιολογεί ο Νιρβάνας τη γνώμη του ότι «οι βιαστικοί είναι πραγματική πληγή τών άλλων».
Ν.Κ.
ΟΙ ΒΙΑΣΤΙΚΟΙ
(Διατηρείται η ορθογραφία του συγγραφέα)
Πλησιάζαμε με τον Ηλεκτρικόν στον σταθμόν Ομονοίας. Στριμωγμένος στον διάδρο-μον, επερίμενα κι εγώ, μαζί με τους άλλους, να σταματήση το τραίνο και να προχωρήσω με τη σειρά μου προς την έξοδον. Έξαφνα, έννοιωσα να με σπρώχνη κάποιος από πίσω. Το σπρώξιμο έχει γίνει, ως γνωστόν, νόμος ζωής στα ήθη μας. Ο Έλλην σπρώχνει και τις πόρτες ακόμη που γράφουν: «Έλξατε». Κανένας δεν ζητεί την άδειαν να περάση ή δεν παρακαλεί να του κάμουν τόπον να προχωρήση. Βρέθηκε, φαίνεται, ότι είναι πολύ απλούστερο το σπρώξιμο χωρίς διατυπώσεις. Ο άγνωστος κύριος λοιπόν με έσπρωχνε κατά τα κρατούντα. Και αν επρόκειτο μεν περί διαμέσου σταθμού, όπου άλλοι βγαίνουν και άλλοι μένουν, ο κύριος θα είχε την δικαιολογίαν ότι ήθελε να προχωρήση, μήπως δεν προφθάση να αποβιβασθή. Αλλά για τον τελικόν σταθμόν δεν υπήρχε καμμία δικαιολογία. Τον άφησα λοιπόν να σπρώχνη και του είπα:
– Όλοι θα κατεβούμε, φίλε μου. Δεν υποθέτω ότι θα μείνη κανείς μέσα. Οπωσδήποτε, αν σας κάνη ευχαρίστησιν να σπρώχνετε, μπορείτε να εξακολουθήσετε.
– Είμαι βιαστικός, κύριε…, μου αποκρίθηκε.
Βιαστικός. Όταν αποβιβασθήκαμε, έλαβ την περιέργειαν να εξακριβώσω την βίαν του. Τον είδα να προχωρή νωχελέστατα, να περιεργάζεται τα πανώ των διαφημίσεων και κατόπιν να πιάνη κουβέντα χωρίς τέλος με κάποιον άγνωστον. Βεβαιώθηκα τότε δια χιλιοστήν φοράν ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι που δεν βιάζονται καθόλου, είναι οι «βιαστικοί». Και αν μεν ήσαν βιαστικοί για λογαριασμόν τους, το πράγμα δεν θα είχε καμμίαν σημασίαν. Αλλά οι περίεργοι αυτοί βιαστικοί, έχουν καταντήσει πραγματική πληγή για τους άλλους. Είχα περιγράψει άλλοτε τον τύπον του ανθρώπου που πιάνει το σκαλοπάτι του τράμ, έτοιμος να πηδήσει «εν κινήσει». Κατά κανόνα -και μπορείτε να βάλετε στοίχημα αφόβως με τον καθένα υπ’ ευθύνην μου- ο βιαστικός αυτός όχι μόνον δεν πηδά, αλλά περιμένει, όχι να σταματήση απλώς, αλλά να αράξη το τραμ, για να αποφασίση να κατέβη.
Εσείς είσθε αποφασισμένος πράγματι να πηδήσετε, και περιμένετε να σας ελευθερώση το σκαλοπάτι. Τίποτε! Κάποτε τον ρωτάτε:
– Θα κατεβήτε, κύριε;
– Μάλιστα, θα κατεβώ.
– Πού θα κατεβήτε;
– Παρακάτω.
Δεν κατεβαίνει ούτε παρακάτω. Επιτέλους, χάνετε την υπομονήν σας, αφήνετε τις ευγένειες κατά μέρος, το γυρίζετε στον ενικόν -η τροπή εκ του πληθυντικού εις τον ενικόν είναι πάντοτε βαρυσήμαντον γεγονός στην Ελληνικήν συνδιάλεξιν- και του λέτε:
– Αμ’ αφού δεν πρόκειται να κατεβής, χριστιανέ μου, τι βαστάς άδικα τη σκάλα;
Εν τω μεταξύ σας παρασύρει ώς το τέρμα, σταματά το τραμ και ο βιαστικός κύριος σκέπτεται ακόμη αν πρέπη να κατεβή.
Ανοίγετε ένα γράμμα και διαβάζετε στην επικεφαλίδα: «Εν βία». Φαντάζεστε, φυσικά, ότι το γράμμα θα τελειώνη στο πρώτο κατεβατό. Γυρίζετε και ακολουθούν άλλα τρία κατεβατά, με τρία υστερόγραφα στα περιθώρια. Και διερωτάσθε αν ο επιστολογράφος σας δεν έγραφεν «εν βία», πόσα κατεβατά θα σας έγραφε.
Είναι λοιπόν ή δεν είναι πραγματική πληγή των άλλων οι βιαστικοί; Και να σκέπτεται κανείς ότι είναι οι μόνοι που δεν βιάζονται. Απόδειξις τα «επείγοντα» γράμματα, που φτάνουν πάντοτε αργότερα από όλα τα άλλα.