Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΗΛ. ΖΙΑΚΑΣ
Φιλόλογος – Αρχαιολόγος – Ιστορικός
Τα Χριστούγεννα ήταν και είναι μια από τις μεγαλύτερες, τις εντυπωσιαστικότερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Λαβαίνουν χώρα πολλές ωραίες τελετουργίες και ιερουργίες.
Είναι συνδεδεμένα με τη Γέννηση του Θεανθρώπου στην ταπεινή κι απέριττη σπηλιά της Βηθλεέμ και με τη δημιουργία κατόπιν της πιο ανθρώπινης, πιο δίκαιης, πιο πανανθρώπινης θεώρησης του κόσμου Χριστιανικής Θρησκείας. Η ψυχική και πνευματική προετοιμασία των πιστών ακριβώς γι’ αυτά τα πανανθρώπινα κηρύγματα του ιδρυτή της ανταμωμένα και με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και θεώρηση, αρχίζει πολλές μέρες πριν τη γέννηση του Σωτήρα. Αρχίζει νωρίτερα, περίοδος νηστείας και περισυλλογής.
Ταυτόχρονα αρχίζει η αγορά καινούργιων φορεμάτων και παπουτσιών, η αγορά πολλών τροφίμων, αγορά γουρουνοπούλας (σπανιότερα γαλοπούλας ή κοτόπουλων) καθάρισμα, ξεσκόνισμα σπιτιού, στάβλων, μαντριών, στεγάστρων, καθάρισμα της σούβλας, όπου θα ψηθεί η γουρουνοπούλα, καθάρισμα των οικιακών σκευών, όπου θα παρασκευάσουν και θα ψηθούν τα χριστοκούλουρα, τα χριστόψωμα, οι πίτες.
Το κουμάσι έχει την τιμητική του, αφού εκεί μεγαλώνει ο χοίρος της χρονιάς. Τον ταΐζει η νοικοκυρά συνέχεια για να παχύνει και να αποδώσει πέντε με έξι τενεκέδες (16/κιλους) λίπα, απαραίτητη για όλη σχεδόν τη χρονιά, πολύ και εύγεστο κρέας, ψαχνό και με κόκαλα, όπου αλατισμένο θα φτουρίσει μέχρι την άνοιξη.
Απ’ αυτό το κρέας μαζί με πράσσα και αλλαντικά και έντερα του χοίρου θα γίνουν τα νοστιμότατα χωριάτικα λουκάνικα, οι τσιγαρίδες, η αλευριά (τα μπουσιαρντί), οι τηγανιές.
Ακόμη το δέρμα του μεγάλου χοίρου, παλαιότερα, το χρησιμοποιούσαν οι γεωργοκτηνοτρόφοι για την κατασκευή αυτοσχέδιων τσαρουχιών.
Προέχει όμως αυτών, η προετοιμασία όλων για να πηγαίνουν στην Εκκλησία, μετά τα μεσάνυχτα, για να τιμήσουν ευλαβικά τη Γέννηση του Θεανθρώπου. Μετά το εκκλησίασμα το χωριό αντιλαλεί από τις φωνές μικρών παιδιών που ψέλνουν τα Κάλαντα σε κάθε σπίτι, για να πάρουν ένα μικρό σταρίσιο κουλουράκι, σύκα, ξυλοκέρατα ή και λίγα κεράσματα.
Μετά το ψήσιμο της γουρουνοπούλας, ανήμερα των Χριστουγέννων και αφού ο οικοδεσπότης θα σπάσει τις μεγάλες χριστοκουλούρες στα κέρατα του πιο άξιου βοδιού ή του μεγάλου και στριφτοκέρατου κριαριού, θα επιστρέψει και όλη μαζί η οικογένεια δίπλα στο φλογάτο τζάκι θ’ αρχίσει η πλούσια ευωχία με όλα τα καλά, τις ευχές, τις νοστιμιές, τα κρασιά, τ’ ανέκδοτα και τα μικροπειράγματα για τους καλλικάντζαρους.
Αυτά όταν —μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, τον άδικο και αιματηρό— τα πρόβατα οι χωρικοί τα μετέφεραν μέσα στο χωριό κατασκευάζοντας νέα μικρά μαντριά. Εμείς, η οικογένειά μου, διατηρήσαμε το μεγάλο μαντρί με ευρύχωρο τετράγωνο οβορό, με πλίθινη τοιχοποιία 2,5 μέτρων ύψους, μ’ ένα τετράγωνο δωμάτιο και τζάκι παλιακό και μια στενόμακρη αποθήκη για καρπούς και σανό για τα πρόβατα, αλλά και να μεταφέρονται, στη μισή και πάνω, οι γεννημένες προβατίνες με τα μικρά νεογέννητα αρνάκια τις παγωμένες νύχτες και μέρες του χειμώνα μέχρι τα τελευταία χρόνια. Εκεί ήταν πάντα στραμμένη η σκέψη μας, ήταν η απαντοχή μας.
Κι ήταν, μετά το 1950, όταν την Παραμονή των Χριστουγέννων έπεσε χιόνι αρκετό, που σκέπασε τα πάντα. Καλύφθηκαν και οι πάσσαλοι στο φράχτη του οικοπέδου, του σπιτιού μας. Πώς νάρθει ο τσοπάνης μας από το μαντρί να πάρει την κουλούρα και με τον οικοδεσπότη να την σπάσουν στα κέρατα του κριαριού; Το μαντρί μας βρίσκονταν στην άρκρη του χωριού.
Χωρίς καμία αντίρρηση, χωρίς χρονοτριβή, μόλις ξημέρωσαν Χριστούγεννα, αρπάξαμε τα φτυάρια τα πλατιά και πότε ο ένας πιο μπροστά σε εναλλαγές ο άλλος ανοίξαμε στενό ‘‘ντορό’’ να φτάσουμε ιδρωκοπημένοι στο μαντρί. Χωρίς χρονοτριβή μπήκαμε μέσα στο μαντρί και σπάσαμε την κουλούρα στα κέρατα του κριαριού και τμήματα μικρά δίναμε στις προβατίνες, τα ζυγούρια. Μέσα στο τζάκι η φωτιά είχε θεριέψει καίγοντας μεγάλα πουρναρόξυλα.
Στεγνώσαμε πρώτα από τον ιδρώτα κι αρχίσαμε να τρώμε μαζί με τον τσοπάνη άλλες κουλούρες τραγανές, που κουβαλούσαμε βολεμένες στον τρουβά μαζί με νοστιμότατα κρεατικά. Ρωτούσαμε τον μπιστικό πόσες γέννησαν την νυχτιά και μες στην παγωνιά μπλιόρες πρατίνες, λάιες και μπέλλες και κάλεσιες μαυροφρυδάτες.
Δέκα μας είπε ο μπιστικός και οι τρεις διπλάρικα αρνιά.
Τις μεταφέραμε όλες με τ’ αρνιά στην αποθήκη την πλατιά, να ζεσταθούν οι μάνες οι πρωτόγεννες των αρνιών και να τα προσθηλιάσουμε τ’ αρνάκια τα μικρά, για να σταθούν στα πόδια τους, να τα μυρίσουν οι μανάδες και για ν’ αρχίσουνε ευθύς το γρήγορο το παίξιμο στα άχυρα τα στεγανά και να μας δίνουν ξέχωρη χαρά. Ξεχάσαμε τον κόπο μας μες στη ζεστή φωτιά κι αρχίσαμε να ψέλνουμε:
«Χριστός γεννιέται σήμερα,
γεννιέται και βαφτίζεται,
στους ουρανούς πηγαίνει
και χαίρονται όλ΄ οι άγγελοι
και οι δαίμονες πλαντάζονται
κι απ’ το κακό τους σκάζονται».
Ωραίες, ανεπανάληπτες παλιές στιγμές με τα τραγούδια, τις χαρές, τα γλυκοξεφαντώματα τις γνήσιες αρετές.
Σε όλες και όλους όμορφες χαρωπές στιγμές σ’ αυτές τις κοσμοαγάπητες μεγάλες μας γιορτές.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΓΕΑΣ / 21-12-2012
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!