[Δάσκαλος – Μαθητής: Το υπέροχο δίδυμο της ζωής]
Ι.Θ. Κακριδή
Ανάμεσα στο μαθητή και στο διδάσκαλο είναι βέβαιο πως σιγά-σιγά μέσα στα χρόνια της κοινής προσπάθειας υφαίνεται μια σχέση, που μπορεί να θυμίζει άλλους δεσμούς ανθρώπινους, όπως να πούμε των παιδιών με τους γονείς, δεν παύει όμως να κρατεί και την ιδιοτυπία της. γιατί ενώ τη σχέση των παιδιών με τους γονείς τη ρυθμίζουν έξω από τους πνευματικούς και άλλοι παράγοντες, βιολογικοί, οικογενειακοί, οικονομικοί κ.λπ., η σχέση του μαθητή με το δάσκαλο κρατιέται αποκλειστικά στο πνευματικό επίπεδο.
Η σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή προσδιορίζεται βέβαια από διάφορους παράγοντες, υποκειμενικούς και αντικειμενικούς. Αν αρχίσουμε με τους υποκειμενικούς, θα αναφέρουμε πρώτον από όλους την ψυχολογία του νέου που δέχεται την επίδραση. Ακολουθεί η ψυχολογία του ώριμου που ασκεί την επίδραση, έπειτα η διαφορά της ηλικίας ανάμεσα στον παιδευτή και στον παιδευόμενο και -με πιο μεγάλη σημασία- η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις γνώσεις των δύο.
Στο πρώτο πρόχειρο κοίταγμα η σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή φαίνεται πολύ απλή. Ο πρώτος δίνει γνώσεις και ο δεύτερος δέχεται γνώσεις. Και όμως, το πράγμα δε σταματάει εδώ. Στο κάτω κάτω, αν ήταν μόνο γνώσεις να μεταδίδουμε, ο καθη-γητής θα μπορούσε πολύ ωραία να αντικατασταθεί από τα βιβλία, που τα διαβάζει κανείς με μεγαλύτερη άνεση στο σπίτι του. Εκείνο που περιμένει ο μαθητής -ας είναι και ανεπίγνωστα- είναι κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να πλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία. Αν είναι ο δάσκαλος να επιδράσει σωστά πάνω του, θα επι-δράσει πολύ καθολικότερα. Γι’ αυτό, παίρνει τόση σημασία η προφορική διδασκαλία, γι΄αυτό πρέπει ο δάσκαλος να είναι αληθινά μια προσωπικότητα.
Ο νέος γυρεύει να βρει στο δάσκαλό του τον οδηγό της ζωής, και έτσι που είναι ακόμα γεμάτος φλόγα και όνειρο και δίχως πείρα μεγάλη, έτσι που δεν ξέρει την πραγματικότητα και γι’ αυτό θαρρεί πως μπορεί εύκολα να την αλλάξει και να τη διορθώσει, να τη δαμάσει και να την κατευθύνει αυτός, έτσι που πιστεύει απόλυτα στην ηθική και στην πνευματική δύναμη του ανθρώπου, είναι το μόνο φυσικό να δοθεί με όλη του την ψυχή στο δάσκαλό του, που τον περιμένει άξιο να του δείξει το δρόμο για την κατάκτηση της ζωής.
Έτσι μεγάλο που θρέφει το όραμα του ανθρώπου ο νέος μέσα του, γίνεται συχνά σκληρός και με τον ίδιο τον εαυτό του και με τους άλλους γύρω του, προπαντός με εκείνος που πιστεύει πολύ. Γιατί η μετάπτωση στο νέο άνθρωπο είναι πολύ εύκολη. Ό,τι συχνά χαρακτηρίζουμε νεανική αυθάδεια τις πιο πολλές φορές δεν είναι παρά η έντονη διαμαρτύρηση μιας ψυχής που βρέθηκε πληγωμένη, καθώς μια στιγμή είδε να καταστρέφεται η ιδανική μορφή ενός ανθρώπου που τον πίστευε τέλειο.
Το ξέρει ο δάσκαλος: O πιο σκληρός κριτής του είναι ο μαθητής. Θα ήταν όμως μικρόψυχος, αν στη σκληρότητα αυτή ζητούσε να βρει ελατήρια ταπεινά. γιατί αυτή ακριβώς η σκληρότητα δείχνει πόσον ιδανισμό κλείνει μέσα του ο νέος. Η αφοσίωσή του προς τον ώριμο που πιστεύει και ο ανήλεος έλεγχός του σε αυτόν που έπαψε να πιστεύει έχουν κοινή πηγή.
Το ίδιο συχνό είναι το παράπονο που ακούγεται για την απιστία των νέων μπροστά στις καθιερωμένες αξίες της ζωής. Οι νέοι, λέμε, δεν πιστεύουν και δε σέβονται τίποτε. Και όμως, αυτό το αρνητικό στοιχείο το χαίρεται ο δάσκαλος, γιατί ξέρει ότι πίσω από αυτή την άρνηση κρύβεται τις πιο πολλές φορές μια δυνατή, πολύ δυνατή έφεση για θέση. Και είναι δικό του έργο να βοηθήσει το νέο να ξεπεράσει μιαν ώρα αρχύτερα το άγονο αυτό, αναγκαίο όμως, στάδιο της άρνησης.
Όποιος δεν απίστησε νέος, δεν μπορεί να πιστέψει βαθιά, όταν θα γίνει ώριμος άνθρωπος. όποιος βρήκε έτοιμο το σπίτι της πίστης του, πολύ εύκολα μπορεί να βρεθεί μια μέρα έξω, δίχως να το καταλάβει. Γι’ αυτό, το χρέος του οδηγού είναι όχι να επιβάλει στην ανήσυχη, ξύπνια νεανική ψυχή μια πίστη έτοιμη. Το χρέος του είναι να του προβάλει τις αξίες της ζωής, να του ξυπνήσει τον πόθο του καλού, και τέλος να τον βοηθήσει να τονωθούν μέσα του οι δυνάμεις της ψυχής, αυτές που θα τον στηρίξουν να θεμελιώσει ο ίδιος, με προσωπικό πόνο, την πίστη αξερίζωτη μέσα του σε κάθε μεγάλη αξία της ζωής.
Η επίγνωση ότι ο νέος βλέπει στο δάσκαλό του μια μορφή ιδανική, δημιουργεί στο δάσκαλο τη βαρύτατη υποχρέωση να φανεί όσο γίνεται πιο άξιος μιας τέτοιας προσδοκίας. Την ιδανική αυτή εικόνα που πλάθει ο μαθητής για το δάσκαλό του, ο δάσκαλος τη χαίρεται, μα και την τρέμει μαζί. Την τρέμει, γιατί είναι άνθρωπος και αυτός και με τις αδυναμίες του κινδυνεύει κάθε στιγμή να καταστρέψει το είδωλο της τελειότητας, που έχει πλαστεί γι’ αυτόν στις ψυχές των μαθητών του. Την ίδια στιγμή όμως τη χαίρεται όσο τίποτε άλλο, γιατί τον δένει και αυτόν και τον υποχρεώνει να κρατεί πάντα ξυπνή την ευθύνη του μπροστά τους. Καθώς η ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες, σε ώρες αδυναμίας ένα από τα πιο μεγάλα στηρίγματα, για να κρατηθεί ο ώριμος στο χρέος του, θα είναι η σκέψη, τι θα πουν οι νέοι που τον πιστεύουν.
Συχνά μιλούμε για την ηθική επίδραση που ασκεί ο παιδευτής πάνω στο νέο, και, γενικεύοντας ό,τι πιο πριν είπαμε για τις γνώσεις, πιστεύουμε κι εδώ ότι ο δάσκαλος μόνο δίνει και ο μαθητής μόνο παίρνει. Δεν ξέρουμε ότι σε μια παιδεία, φτάνει να αξίζει το όνομα αυτό πραγματικά, και οι δύο πλευρές ταυτόχρονα και παίρνουν και δίνουν. ότι δεν είναι μόνο ο μαθητής, είναι και ο δάσκαλος που παιδεύεται, ίσως μάλιστα πιο γόνιμα από το νέο, έτσι που ζει μια ζωή πιο συνειδητή από ό,τι εκείνος.
Παράλληλα, πασκίζει και ο νέος να υψωθεί απέναντι στη μορφή του δασκάλου του, καθώς και τον αγαπά και τον πιστεύει. Σε αυτή την αμοιβαία υποχρέωση, που δένει μαθητή και δάσκαλο, θα ήθελα να δώσουμε το όνομα «χάρις», με τη σημασία που είχε η λέξη στην αρχαία Ελλάδα. Χάρις είναι η ελεύθερη πνευματική σύνδεση δύο ανθρώπων, που καθένας τους και δίνει και παίρνει. Η υποχρέωση που νιώθει ο ένας αντίκρυ στον άλλο δεν ορίζεται από κανένα θετό νόμο. ούτε υπάρχει κανένα υλικό συμφέρον, που να προκαλεί ή να δυναμώνει την κοινή τους προσπάθεια. Στη σχέση αυτή τα άτομα ό,τι κάνουν το κάνουν νιώθοντας τον εαυτό τους απόλυτα ελεύθερο, παράλληλα όμως και υποχρεωμένο κατά κά-ποιον τρόπο, αυτεξούσιο και μαζί δεμένο, με ένα δεσμό όμως εκούσιο και θελημένο.
Όπως ο μαθητής το δάσκαλό του, το ίδιο βλέπει και ο δάσκαλος το μαθητή του πιο πάνω από ό,τι πραγματικά στέκει, υπερτιμώντας τον πάντοτε, και ηθικά και πνευματικά. Μπορεί να γελάσει κανείς μαζί του, που πιστεύει το μαθητή του καλύτερα από ό,τι στ’ αλήθεια είναι, και να του μεμφθεί την ανεδαφική αυτή πίστη. Όμως, εκείνος το ξέρει: το όνομα του δασκάλου δε θα το άξιζε, αν σε κάθε νέο που έρχεται κοντά του δεν έβλεπε μια ψυχή άξια να πραγματώσει κάθε καλό. Κι έπειτα, αν δεν πιστέψουμε στο αδύνατο, δεν μπορούμε να εξαντλήσουμε το δυνατό στα έσχατά του όρια.
Έτσι, όπως είδαμε πριν το μαθητή αυστηρό μπροστά στο δάσκαλο, βλέπουμε τώρα το δάσκαλο αυστηρό μπροστά στο μαθητή. γιατί όπως ο νέος, έτσι και ο δάσκαλος κλείνει μεγάλο μέσα του το όραμα του ανθρώπου, κι ακόμη, καθώς στέκει δίπλα στη νεότητα, που πρωτοδοκιμάζει τα φτερά της, ξαναζεί τη δική του περασμένη ζωή -τότε που αν δεν ήταν τόσο πλούσιος σε πείρα ζωής και σε γνώση, όμως γι’ αντιστάθμισμα είχε και αυτός πιο πολλή φλόγα κι ορμή.
Στην αμοιβαία αυτή ιδεατή πίστη ανάμεσα στον ώριμο και στο νέο, ο νέος βλέπει στον ώριμο αυτό που θέλει ο ίδιος να γίνει κάποτε. Αντίθετα, ο ώριμος βλέπει στο μαθητή που καθοδηγεί τον άνθρωπο που κάποτε θα πραγματώσει αυτό που άλλοτε είχε ο ίδιος ο δάσκαλος ονειρευτεί για τον εαυτό του να γίνει, και που δεν έγινε, δεν κατόρθωσε να γίνει -γιατί ποιος κατορθώνει ποτέ να μεταβάλει σε πράξη όλα του τα όνειρα;
Έτσι, ο νέος έλκεται προς το δάσκαλο, γιατί νιώθει την ανάγκη να μεστώσει και να ολοκληρωθεί. ο δάσκαλος πάλι έλκεται προς το νέο από την ανάγκη να αποξεχάσει για λίγο την πικρή πείρα της ζωής και να αντικρίσει ξανά τον κόσμο με την εμπιστοσύνη και την αγνότητα του νέου.
Και όμως, η αμοιβαία αυτή έλξη δεν εξαντλεί το γόνιμο έργο της αληθινής παιδείας. Γιατί στο νέο υπάρχει τώρα κι ένα δεύτερο κίνητρο, το ίδιο ίσως δυνατό όπως ο πόθος για την ολοκλήρωση, που τον σπρώχνει να εξαντλήσει κάθε του δύναμη, για να μορφώσει το νου και την ψυχή του. Κι αυτό είναι η πίστη, η υπερβολική πίστη, που βλέπει πως του έχει ο ώριμος. Ποιο δυνάμωμα από τον εξωτερικό κόσμο μπορεί να σταθεί πιο μεγάλο για το νέο από την επίγνωση πως ο δάσκαλός του περιμένει από αυτόν πολλά, πάρα πολλά, πως τον βλέπει πιο ψηλά από εκεί που πραγματικά βρίσκεται, πως σε αυτόν τον άγουρο, χωρίς ακόμα πολλά πνευματικά εφόδια νέο βλέπει κιόλας εκείνος τη μελλοντική μορφή, που θα πάρει, όταν ωριμάσει, και που τον θαρρεί άξιο να την πραγματώσει;
Η ατμόσφαιρα αυτή της αμοιβαίας πίστης και αγάπης δίνει στο νέο τον πιο βαρύ οπλισμό, για να αντιμετωπίσει και αργότερα της ζωής τη δοκιμασία με απόλυτη δύναμη κι αισιοδοξία, γιατί του στερεώνει την πίστη στην αξία του ανθρώπου, κι έτσι αργότερα θα έχει τη δύναμη να κοιτάζει όχι το κακό, κι ας περισσεύει πάνω στη Γη τούτη, όσο το καλό, και λιγότερο που είναι. Πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του το σπέρμα της καλοσύνης, θα προτιμήσει αντί να κατατρίβεται με την ανθρώπινη κακία και να αγανακτεί μαζί της, να παρακολουθήσει με πραγματική συμπάθεια τον αγώνα εκείνων που παλεύουν -με τις εξωτερικές συνθήκες, με την τύχη, με τον εαυτό τους τον ίδιο- να ξεφύγουν από το κακό και να υψωθούν, όσο βαστούν. Θα έχει ακόμη τη δύναμη ο νέος, όταν τον δοκιμάζει η ζωή, και το φαρμάκι, που θα γυρεύει εκείνη να σταλάξει μέσα του, να το μετατρέπει σε χυμό ζωογόνο. θα έχει τη δύναμη το «όχι» των άλλων να το κάνει «ναι», στην κακία που τυχόν θα δοκιμάζει να απαντάει με την αρετή του.
Δεν ξεχνούμε βέβαια πως πέρα από την παιδεία υπάρχει και η φύση, που ασκεί την τυραννία της πάνω στον άνθρωπο. Υπάρχουν αδυναμίες έμφυτες, που και η καλύτερη διδασκαλία δεν μπορεί να τις ξεριζώσει. Όμως, η σημασία του δασκάλου δείχνεται, ακριβώς όταν ο μαθητής, και ο πιο αδύνατος ηθικά και πνευματικά, αγωνίζεται να πραγματώσει τον καλύτερο εαυτό του, να αναπτύξει τα καλά σπέρματα, που εξάπαντος κλείνει μέσα του, γιατί κάθε άνθρωπος, και ο πιο αδικημένος, κρύβει στην ψυχή του μέσα μια σπίθα από το θεό. Και τη σπίθα αυτή είναι του δασκάλου το έργο να την ανακαλύψει και να δοκιμά-σει να τη δυναμώσει. Παντοδύναμος δεν είναι ωστόσο, και αν στον αγώνα αυτόν τύχει το καλό να βρεθεί νικημένο, δε θα φταίει βέβαια γι’ αυτό ο δάσκαλος.
Κατηγόρησαν τον πιο μεγάλο διδάσκαλο της αρχαιότητας -κατηγόρησαν το Σωκράτη για την κακία κάποιων μαθητών που είχε, προπαντός για την κακία του Αλκιβιάδη. Εμείς σήμερα δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στην ομολογία του ίδιου του Αλκιβιάδη στο Πλατω-νικό Συμπόσιο: «Όσες φορές ακούω το Σωκράτη, χοροπηδάει η καρδιά μου πιο δυνατά από ό,τι αυτοί που κορυβαντιούν, και χύνω δάκρυα ακούγοντας τα λόγια του. Όταν άκου-γα τον Περικλή και τους άλλους μεγάλους ρήτορες, έβρισκα να μιλούν ωραία, όμως με αυτούς δεν επάθαινα τίποτε παρόμοιο, μήτε συνταραζόταν η ψυχή μου, μήτε αγαναχτούσα νιώθοντας πόσο τιποτένιος είμαι. Αντίθετα, όταν βρισκόμουν μπροστά στο Σωκράτη, πολλές φορές δοκί-μασα τα αισθήματα αυτά, τόσο μάλιστα, που να θαρρώ πως δεν το άξιζα πια να ζω τέτοιος που είμαι. Αναγκάζομαι λοιπόν να φεύγω από κοντά του βουλώνοντας τα αφτιά, σαν να ήταν οι Σειρήνες, για να μη γεράσω καθισμένος στο πλευρό του. Από όλους τους ανθρώπους μονάχα κοντά του παθαίνω κάτι που κανείς δε θα το πίστευε πως μπορώ να το πάθω, το να ντρέπομαι δηλαδή κάποιον. Εγώ μονάχα αυτόν ντρέπομαι. γιατί το ξέρω καλά πως δεν μπορώ να του αντιμιλήσω, ότι τάχα δεν πρέπει να κάνω αυτό που μου ζητάει εκείνος».
Αν τώρα η επιθυμία των καλών έργων, που ξυπνούσε μέσα στην ψυχή του Αλκιβιάδη ο δάσκαλός του, δεν είχε τη δύναμη να επιβάλλεται τελικά πάνω στις κακές του ορμές, γι’ αυτό δεν έφταιγε εξάπαντος ο Σωκράτης. γιατί καμιά διδασκαλία δεν μπορεί να εξουδετερώσει απόλυτα τη φυσική προδιάθεση. Φτάνει που μπροστά στο δάσκαλό του ο Αλκιβιάδης ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει. φτάνει που μπροστά του ένιωθε αηδία για τη ζωή που ζούσε. φτάνει που ντρεπόταν να τον αντικρίσει για ό,τι έκανε μόλις έφευγε από κοντά του.
Τη σχέση όμως ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή δεν την προσδιορίζουν αποκλειστικά οι υποκειμενικοί παράγοντες που είδαμε ως τώρα. την προσδιορίζουν και παράγοντες αντικειμενικοί, και πρώτα πρώτα το αντικείμενο του κοινού μόχθου των: η επιστήμη και η γνώση.
Για τη σημασία που παίρνει η ανθρώπινη γνώση στην πρακτική ζωή δε θα μιλήσου-με εδώ. Την πρακτική αξία που έχουν οι εφαρμοσμένες επιστήμες την ξέρουμε και τη θαυμάζουμε όλοι, μυημένοι και αμύητοι, ίσως μάλιστα πιο πολύ οι αμύητοι. Μα δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτή, ούτε εγώ είμαι το αρμόδιο πρόσωπο. ούτε όμως θα μας απασχολήσει τώρα η σημασία των θεωρητικών επιστημών ειδικά. γιατί εμάς εδώ δε μας ενδιαφέρει τι συμβάλλει η κάθε ειδική επιστήμη και γνώση στην ψυχική και στην υλική προκοπή του ανθρώπου. Μας ενδιαφέρει η γνώση και η επιστήμη γενικά, τι προσφέρει στον άνθρωπο, όταν αρχίζει και την κατακτά, άσχετα ποιον ειδικό κλάδο αποφάσισε να ακολουθήσει στη ζωή του.
Και ακόμη πιο στενά: Η επιστήμη μάς ενδιαφέρει όχι αν και κατά πόσο οξύνει το νου του νέου -γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση. Εδώ μας ενδιαφέρει αν καλλιεργεί την ψυχή του, αν τον κάνει πιο άνθρωπο -το τονίζω και πάλι, άσχετα αν η επιστήμη αυτή είναι θεωρητική ή εφαρμοσμένη, η Φιλολογία ή η Χημία ή η Ιατρική.
Σε οποιονδήποτε κλάδο της επιστήμης κι αν μυηθεί ο νέος, θα αντικρίσει τον τεράστιο μόχθο του ανθρώπου, για να κατακτήσει τη γνώση: Ο ένας θα οδηγηθεί μπροστά σε θαυμαστές θεωρητικές κατασκευές, ο άλλος στις τεράστιες κατακτήσεις του ανθρώπου πάνω στην ύλη, ο άλλος θα παρακολουθήσει τον αγώνα της επιστήμης να πραΰνει τον ανθρώπινο πόνο και να πολεμήσει το θάνατο, άλλοι θα σταθούν μπροστά σε έργα μεγάλα, καλλιτεχνικά, φιλοσοφικά, θεολογικά, που προσπαθούν, καθένα με τον τρόπο του, να λύσουν τα βαθύτερα μυστικά της ζωής και της δημιουργίας.
Τι κοινό έχουν να πουν όλα αυτά στην ψυχή του νέου; -Σε κάθε έργο θετικό του ανθρώπου, που έγινε με το χέρι και με τη σκέψη, με τη φαντασία και με τη βούληση και με τη λογική, θα ξαναζήσει ο νέος το βαρύ, όμως νικηφόρο αγώνα του ανθρώπου πάνω στη Γη. Η κάθε επιστήμη που γι’ αυτή δούλεψαν και θυσιάστηκαν γενεές γενεών, δείχνει περισσότερο από κάθε σχετική ρητή ομολογία την ακατάλυτη πίστη του ανθρώπου για την αξία της ζωής. Γιατί όλη αυτή η γνώση συγκεντρώθηκε σιγά, σιγά, με κόπο βαρύ, από ανθρώπους, που καθένας τους θέλησε πριν πεθάνει να βεβαιώσει την ύπαρξή του, αφήνοντας ένα έργο θετικό πάνω στη Γη.
Φυσικά, κάθε άνθρωπος που αφήνει ένα έργο πίσω του, από τον απλό ξωμάχο, που φυτεύει ένα δέντρο, για να χαρούν τους καρπούς του άλλοι, όταν αυτός θα έχει πεθάνει πια, ως τον πολιτικό, που έδεσε το όνομά του με τα μεγάλα έργα του λαού του -όλοι μαρτυρούν για την πίστη αυτή. Ωστόσο, τίποτε δεν μπορεί να μαρτυρήσει πιο έντονα για την αισιόδοξη πίστη στην αξία της ζωής από το οικοδόμημα της επιστήμης, όπου ο κάθε νεότερος εργάτης στηρίζεται στο έργο του παλαιότερου όπου η συνεργασία είναι προϋπόθεση απαραίτητη και όπου περισσότερο από κάθε άλλη ανθρώπινη εκδήλωση σημασία δεν έχει ποιος προχώρησε κάθε φορά τη γνώση, όσο σε τι προχώρησε κάθε φορά η γνώση.
Έτσι ο νέος, που τον οδηγούν να παρακολουθήσει όλη αυτή την ατέλειωτη προσπάθεια του ανθρώπου, από τη στιγμή που πρωτάνοιξε τα μάτια του πάνω στη Γη αυτή ως σήμερα – ο νέος, κληρονομώντας όλη αυτή τη γνώση, που πρέπει να την κατακτήσει, και, αν μπορεί, να την ξεπεράσει, παίρνει το πιο μεγάλο δίδαγμα, για να νιώσει την αξία του ανθρώπινου μόχθου, για να θελήσει κι αυτός με τη σειρά του να αγωνιστεί με αισιοδοξία και πίστη. Για το δάσκαλο, που θα τον οδηγήσει μέσα στον κόσμο της επιστήμης, νιώθει ο νέος έναν ακόμη δεσμό να τον ενώνει με εκείνον.
Όμως, έξω από την επιστήμη υπάρχει κι ένας άλλος, πολύ πιο μεγάλος αντικειμενικός δεσμός που δένει το μαθητή με το δάσκαλο: η αγάπη της πατρίδας. Η επιστήμη έχει αλή-θεια διεθνικό χαρακτήρα. Και όμως! Δεν μπορεί να δουλέψει κανείς για την ανθρωπότητα παρά μόνο με το να δουλέψει για την πατρίδα του. Όχι μόνο γιατί στις θεωρητικές ιδιαίτερα επιστήμες η ιδιοσυστασία ενός λαού βάζει δυνατή τη σφραγίδα της πάνω στην πνευματική δημιουργία. και στις εφαρμοσμένες ο επιστήμονας είναι δεμένος με τον τόπο του αξεχώριστα.
Διότι το έργο ενός επιστήμονα δεν είναι μόνο να γράψει πέντε δέκα βιβλία, άξια να συντελέσουν στην πρόοδο της παγκόσμιας επιστήμης. Το ίδιο σημαντικό είναι να μορφώσει και άλλους γύρω του, που να τον βοηθήσουν και να τον διαδεχτούν αργότερα. και αυτό μπορεί να γίνει σωστά μόνο στον τόπο του. Έργο του ακόμη είναι να προαγάγει υλικά και πνευματικά την πατρίδα του. Έπειτα, ο θεολόγος και ο μαθηματικός και ο φιλόλογος έχουν να βγάλουν καλούς δασκάλους, που να σκορπιστούν σε όλα τα χωριά και τις πολιτείες, για να μορφώσουν τις νέες γενιές. Ο γιατρός έχει να βγάλει καλούς ιατρούς, που θα αγωνιστούν για την υγεία των ανθρώπων της πατρίδας τους, ο νομικός καλούς δικηγόρους και διοικητικούς υπαλλήλους και δικαστικούς, ο γεωπόνος και ο δασολόγος επιστήμονες που να αξιοποιήσουν πιο σύντονα τους υλικούς πόρους της ζωής τους.
Μιλούμε για το χρέος του επιστήμονα προς την πατρίδα του γενικά. Πόσο πολύ πιο μεγάλο όμως γίνεται το χρέος αυτό, όταν θελήσουμε να μιλήσουμε για τη δική μας ειδικά την πατρίδα, για την Ελλάδα ! Παραλείπω την τεράστια ευθύνη μας απέναντι στην πολυαίωνη ιστορία της ελληνικής φυλής -γιατί θα έπρεπε να μιλούμε ώρες πολλές- και μιλώ μόνο για το χρέος μας μπροστά στο σύγχρονο ελληνικό λαό. Στο λαό αυτό, που αφού ύστερα από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, στηριγμένος στην πίστη του Χριστού και στην πίστη της Ελλάδας, βρήκε πάλι τη δύναμη με το αίμα του να γίνει ελεύθερος, εκατόν τριάντα χρόνια τώρα από τότε δεν έπαψε να πολεμάει, ως και τη στιγμή αυτή που μιλούμε ακόμη, για την ιδέα της ελευθερίας. Δεν έπαψε να μοχθεί πάνω στα χώματα αυτά, τα φτωχά και τα άγονα, κι όμως τόσο αγαπημένα, κι όπου δε βρίσκεται ούτε μια σπιθαμή γης, που να μην είναι ποτισμένη με τον ιδρώτα του και με το αίμα του.
Με αυτή την κοινή θερμή αγάπη στη μεγάλη ελληνική πατρίδα ο δάσκαλος και ο μαθητής θα κατορθώσουν σιγά-σιγά να βαθύνουν και το νόημα της φιλοπατρίας. Εδώ θα μου επιτρέψετε μια παραδοξολογία, που δυστυχώς δεν είναι παραδοξολογία: οι Έλληνες αγαπούμε την Ελλάδα, όμως τους Έλληνες δεν τους αγαπούμε όσο τους αξίζει. Είμαστε πιο πολύ ελλαδολάτρες και λιγότερο ελληνολάτρες.
Η αγάπη της πατρίδας και το βαρύ χρέος μπροστά της είναι ο δεύτερος λόγος που κάνει το δάσκαλο να στέκει αυστηρός μπροστά στο νέο. Ο δάσκαλος δεν έχει το δικαίωμα να δείχνει επιείκεια, εξόν αν ήταν την επιείκεια αυτή να την πληρώσει ο ίδιος. τώρα όμως θα την πληρώσει το έθνος κάποτε ολόκληρο. Μπροστά σε ένα λαό που κάνει το χρέος του ως την άκρη πρέπει και ο δάσκαλος και ο μαθητής να κάνουν το χρέος τους ως την άκρη, για να φανούν άξιοι κι αυτοί μιας τέτοιας πατρίδας κι ενός τέτοιου λαού. Και όταν ο δάσκαλος είναι κάποτε αναγκασμένος, βλέποντας την αδυναμία ενός νέου, με βαθιά του λύπη να του ανακόψει την τυπική πρόοδο, είναι βέβαιος πως και ο νέος, παίρνοντας να βαθμολογήσει τον εαυτό του, θα τον καταδίκαζε ο ίδιος, γιατί δεν αγαπάει κι αυτός λιγότερο την πατρίδα του, ούτε έχει μικρότερη τη συναίσθηση του χρέους μπροστά της.
Μέσα σε αυτή την αμοιβαία σχέση αγάπης και αυστηρότητας περνούν τα χρόνια της κοινής προσπάθειας, κι όταν φτάσει η ώρα του χωρισμού, ο ώριμος προπέμπει το νέο στη ζωή με την ευχή να γίνει κάποτε καλύτερός του. Πέρα από την επιθυμία που έχει ο παιδευτής να καλλιεργήσει την επιστήμη του ο ίδιος, πολύ πιο μεγάλη ικανοποίηση νιώθει, όταν βλέπει πως ο μαθητής που κατόρθωσε να τον ξεπεράσει. Γιατί τα έθνη προκόβουν, όταν στην ατέρμονη αυτή λαμπαδηφορία η φλόγα της λαμπάδας στο κάθε νεότερο χέρι φουντώνει όλο και πιο πολύ.
Και αργότερα όμως, όταν η ζωή χωρίσει το δάσκαλο και το μαθητή, ο σύνδεσμος ανάμεσά τους μένει. -Ποιο είναι το πιο μεγάλο όνειρο ενός που έταξε σκοπό της ζωής του να μορφώνει τις νέες γενεές; Να σε βρει ύστερα από χρόνια πολλά σε μιαν άλλη πολιτεία ένας άντρας άγνωστός σου, να σε κοιτάξει ένα λεπτό καλά, να σε πλησιάσει έπειτα και να σου φανερώσει πως ήταν μαθητής σου κάποτε. Να θυμηθείτε μαζί τα παλιά, να κουβεντιάσετε ώρα πολλή και μια στιγμή να σου πει:
«Μου είχες δώσει γνώσεις πολλές αλήθεια. Όμως, αυτές δεν είχαν και τόση σημασία. Θα μπορούσα να τις βρω και σε βιβλία πολύ σοφότερά σου. Αυτό που με κάνει να μη σε ξεχνώ είναι κάτι άλλο: είναι η πίστη και η αγάπη στον άνθρωπου που κατόρθωσες να στηρίξεις μέσα σου. Κοντεύω κι εγώ να γεράσω, και όμως εξακολουθώ να πιστεύω στην αξία και στην καλοσύνη του ανθρώπου. Η πείρα της ζωής είναι αλήθεια πικρή, μα μέσα μου ζει δυνατό το όραμα ενός ανθρώπου ανώτερου. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές βρέθηκα αδύνατος και τον άνθρωπο αυτόν τον ανώτερο τον επρόδωσα ο ίδιος εγώ πολλές φορές. είδα να τον προδίνουν και οι άλλοι γύρω μου. Υπέφερα και τις δυο φορές, περισσότερο όταν τον είχα προ-δώσει εγώ. Συγχώρεσα πιο δύσκολα τον εαυτό μου από ό,τι τους άλλους. Και όμως, δεν έπαψα να ζητώ πολλά από τους άλλους, και προ παντός από τον εαυτό μου. Οι περιπέτειες μέσα στους ανθρώπους δεν με έκαμαν να χάσω την πίστη μου στην ιδέα του ανθρώπου. Πάντα ζήτησα να συμμορφώσω τη ζωή μου όχι με το τι γίνεται στον κόσμο, αλλά με το τι πρέπει να γίνεται. Κι ακόμη, γύρεψα πάντα να ιδώ στο διπλανό μου το καλό που έκρυβε η ψυχή του και τον αγώνα του να νικήσει τον πειρασμό του κακού.
Έτσι, νομίζω πως μένω ο νικητής της ζωής και όχι ο νικημένος της. έτσι μόνο μπορώ να πω πως τη ζωή την κυβέρνησα εγώ και δεν άφησα να με κυβερνήσει εκείνη. Και αν καμιά φορά η δοκιμασία της ζωής ήταν μεγάλη και ο πειρασμός του κακού πολύ δυνατός, με κράτησε η σκέψη πως αν άφηνα να παρασυρθώ, δε θα είχα πια το δικαίωμα να σφίξω το χέρι του παλιού μου δασκάλου, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, όπως τώρα!»
Με την ελπίδα ότι κάποτε θα χαρεί μια τέτοια στιγμή προπέμπει ο δάσκαλος το νέο μέσα στη ζωή. Και από την άλλη κιόλας μέρα τον νιώθει πλάι του, παραστάτη στον κοινόν αγώνα, παραστάτη στο χρέος που έχουμε όλοι μας, σαν άτομα πρώτα καθένας μας στον ι-διαίτερο κύκλο της δράσης του, σαν πολίτες ύστερα κάτω από την προσταγή της ελληνικής πατρίδας, σαν άνθρωποι τέλος κάτω από το μάτι του Θεού.