Έτσι επιλοχία; Συνεννοηθήκαμε τώρα; Άντε στο καλό.
Ο Νικήτας Δρόσος, έφεδρος λοχίας απ’ την Καστρόπολη Θεσσαλίας, επιλοχίας του Λ.Β.Ο. του 56… τάγματος πεζικού, χαιρετά ζωηρά
— Μάλιστα, κύριε λοχαγέ.
Παίρνει στροφή, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει.
Μόλις είχε ξημερώσει. Λίγα σύγνεφα αργοπλέουν στον ξάστερο ουρανό. Μια παγωμένη ριπή αγέρα χτυπά στο πρόσωπό του. Τυλίγεται καλύτερα στον καινούργιο μανδύα του, ανεβάζει το γιακά ως τ’ αυτιά.
Πρέπει σήμερα, τούτη τη στιγμή, αν είναι δυνατόν, να κινήσει με το σιτιστή του λόχου Αλέξη Γιαννάκη, απ’ την Άρτα, συμφοιτητή του στην Ακαδημία, για τα συνοριακά φυλάκια, να πληρώσουν τους άντρες το μηνιάτικο πενηντάρι (— Κύριε λοχαγέ, για ένα πενηντάρι, χρονιάρα μέρα σήμερα, να τρέχουμε στα βουνά και στα φαράγγια; Να τ’ αφήσουμε μετά τα Χριστούγεννα. — Α, βρε επιλοχία, κάνε τούτο που σου λέω, μέρα σημαδιακή η αυριανή! Δεν κάνει να μας βρει μ’ ασήμωτη την τσέπη. Κάνε τούτο που σου λέω).
Διαβαίνει τη μεγάλη αυλή του διοικητηρίου (σ’ ένα δωμάτιο του διοικητηρίου ήταν και το γραφείο του λοχαγού) περνά ανάμεσα απ’ τα ξύλινα παραπήγματα του λόχου διοικήσεως και μπαίνει σ’ ένα ακρινό δωμάτιο. Είναι το γραφείο του επιλοχία του Λ.Β.Ο. Ο Γιάννης Σιάτρας, Ηπειρώτης, αποθηκάριος του λόχου, είχε φουντώσει τη σόμπα που τρίζει μπουμπουνίζοντας.
Προστάζει τον αποθηκάριο να ετοιμάσει τα απαραίτητα και ξυπνά το σιτιστή που κοιμόταν ακόμα.
Σε δέκα λεπτά ξεκινούν. Τα σύγνεφα έχουν κυκλώσει τον ουρανό και τον σφίγγουν. Μια βουβή παγωνιά, περίγυρα, τους αγκαλιάζει και χώνει τα παγωμένα νύχια της στο κορμί τους. Σωρός τα σπουργίτια μαδούν το χωματόδρομο, και, όταν πλησιάζουν, ξεσηκώνονται με βουητό, κουρνιάζουν στους φράχτες και ξύνουν τις μύτες πάνω στα ξύλα. Φανερά σημάδια πως θα χιονίσει.
Ο επιλοχίας, ο σιτιστής και οι τρεις στρατιώτες —πέντε όλοι— ξεμακραίνουν πάνω στο δρόμο καβάλα στ’ άλογα. Διαβαίνουν στροφές, στριφογυρνούν, πισωγυρνούν, πάνε μπροστά. Στήνουν κουβέντα για τα σπίτια τους, τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, για τα χωριά και τις πολιτείες τους που άφησαν πίσω. Πλησίαζαν τα σύνορα, όταν το χιόνι ξεχύθηκε άσπρο ποτάμι από ψηλά. Τα σημάδια των συνόρων θα είναι καμιά κατοστή μέτρα μακριά. Κάπου κάπου αχνοφαίνονται μες στην αντάρα του χιονιού κάποια φυλάκια.
Ωστόσο, το χιόνι πέφτει πυκνό, σαν κάτασπρο πυκνοϋφασμένο πέπλο. Ο στενόδρομος, τώρα, παίρνει μια απότομη στροφή κι ορμά καταπάνω στα σύνορα. Τον ακολουθούν και τους φέρνει σύρριζα στη μεθοριακή γραμμή. Εκεί ακριβώς που παίρνει στροφή το δρομάκι, υψώνεται μια πελώρια βελανιδιά. Τέσσερις άντρες μ’ ολάνοιχτα τα χέρια θα δυσκολευτούν να την αγκαλιάσουν. Σε κάνει εντύπωση, λοιπόν, ο χοντρός κορμός της, που, ροζιάρικος με μια ολάνοιχτη κουφάλα στη ρίζα του —ολόκληρη σπηλιά— σε καλεί, λες, να τον προσέξεις, να χαζέψεις, έτσι για λίγο, μετά να ρίξεις τη ματιά σου στα κατσαρά κλαδιά που υψώνονται, απλώνονται και γιομίζουν τον τόπο.
Τα μάτια τους περιπλανιώνται πάνω στα κλαδιά και σταματούν σε μια ξύλινη καλύβα, που είναι στημένη καταμεσής του δέντρου. Πλεγμένη με ευλύγιστες χοντρές λούρες είναι τόσο μαστορικά φτιαγμένη, που, άμα είχε φύλλωμα η βελανιδιά, σίγουρα δε θα φαινόταν.
Άξαφνα πετιούνται στην ξύλινη εξέδρα τρεις στρατιώτες. Τα μάτια τους πετούν φωτιές. Τ’ αυτόματα όπλα τους τα γυρνούν καταπάνω στη μικρή συνοδεία. Στεργιώνουν τα πόδια τους στη σανιδένια ταράτσα, ανοιχτά, γυρτά στα γόνατα, το χέρι στη σκαντάλη και προσέχουν με μάτι αναμμένο τους πέντε καβαλάρηδες.
— Σταθείτε! προστάζει σιγανά ο επιλοχίας. Τραβιούνται μαλακά τα χαλινάρια (— Έλα, λεβέντη μου! ο ένας. — Έλα, παλληκάρι μου! ο άλλος), κάποιοι ρίχνουν το κορμί μπροστά και χτυπούν απαλά με την παλάμη και χαϊδεύουν το λαιμό των αλόγων. Κι έτσι, μ’ έναν τρυφερό λόγο, μ’ ένα χάδι, τα ζώα καταλαβαίνουν, λες, και μένουν ακίνητα στον τόπο.
Μ’ ένα νεύμα του επιλοχία, με σταθερές και ήρεμες κινήσεις υψώνονται τα όπλα καταπάνω στη βελανιδιά.
Απόλυτη ησυχία. Μονάχα το πυκνό χιόνι φουρφουρίζει ανάμεσα στα κατσαρά κλαδιά. Τα μάτια των αντιπάλων, λογχίζουν το παγωμένο κενό, που χάσκει ανάμεσά τους, κι ανταμώνουν στραφτοκοπώντας, σαν ατσάλινες λεπίδες.
Ούτε κι αυτοί δεν υπολόγισαν —δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν— πόσο κράτησε αυτή η σιωπηρή μονομαχία. Κατόπιν ο επιλοχίας ψιθυρίζει:
— Μπρος, παιδιά, πάμε!
Πάλι μ’ ελαφρό τράβηγμα των χαλινών, μ’ ένα χάδι, με μια τρυφερή λέξη, τ’ άλογα ξεκινούν, και, καθώς το χιόνι είχε στρωθεί κιόλας, οι οπλές τους δεν ακούγονται καθόλου, λες και βυθίζονται σε βαμπάκι —τόσο προσεχτικά αλλάζουν βηματισμό.
Οι σκληρές ματιές των άγριων στρατιωτών, πάνω στην εξέδρα, τους ακολουθούν, ώσπου στρίβουν κάτω ‘κει στη στροφή και χάνονται.
Κόντευε να μεσημεριάσει, όταν τους δέχτηκαν με χαρά οι στρατιώτες του απομακρυσμένου φυλακίου. Ήταν δεκαοχτώ όλοι. Αρχιφύλακα είχαν τον έφεδρο λοχία Διαμάντη Ακριβό, θεολόγο, απ’ την Ποταμόπολη, όμορφη θεσσαλική πολιτεία κοντά στην Καστρόπολη.
Ζεστάθηκαν μέσα στο ασφαλισμένο φυλάκιο, χόρτασαν με μία μοσχομυριστή καυτή φασουλάδα κι έδωσαν το μηνιάτικο πενηντάρι στους φαντάρους.
Θα περάσουν απόψε τη βραδιά εδώ, κι αύριο προτού χαράξει η Αγια Μέρα θα πάρουν το δρόμο του γυρισμού.
Με το πες τούτο, με το πες τ’ άλλο, δεν άργησε να φτάσει λαφροπάτητο το σκοτάδι της νύχτας. Το χιόνι πέφτει ακόμα —θα ‘χει φτάσει το μισό μέτρο. Οι στρατιώτες τριγύρω όλοι στο μεγάλο τζάκι του φυλακίου, που ‘ναι χορτάτο με τρία γερά κούτσουρα, χουζουρεύουν λέγοντας χίλια δυο.
Άξαφνα σηκώνεται ο Διαμάντης ο Ακριβός:
— Σταθείτε, παιδιά, φτάνουν τα χωρατά. Απόψε γεννιέται ο Σωτήρας. Ας ψάλλουμε κάτι, έτσι για το καλό. Πάω μπροστά, ακολουθήστε με.
Κι αρχίζει να ψέλνει με μια γλυκιά φωνή, κρυστάλλινη κι απόμακρη, λες κι ερχόταν από κάτω κει, μακριά, απ’ τη φτωχή σπηλιά της Βηθλεέμ:
«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει, και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει (…) Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός».
Ακολουθούν οι δυο δάσκαλοι, έρχονται κοντά δυο τρεις φαντάροι, κι ύστερα όλοι μαζί —όξω οι σκοπιές και η ενέδρα— βάλθηκαν να ψέλνουν τα ωραία τροπάρια.
«(…) Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη
και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε, λαοί, ότι δεδόξασθαι (…).
Ο θάλαμος φαντάζει μυστηριακός ναός, που εκεί γίνεται το μεγάλο θαύμα, καθώς οι ανταύγειες της φωτιάς κυματίζουν στα πρόσωπα των φαντάρων, στην οροφή, στους τοίχους.
«Η γέννησίς σου Χριστέ ο θεός
ημών, ανέτειλλε τω κόσμω
το φως το της γνώσεως (…)».
Βράδυ Παραμονής Χριστουγέννων, εδώ πάνω, έξω, μακριά απ’ τον κόσμο, κοντά στο Θεό, μες στο Θεό.
«(…) Ιδού γαρ Μάγοι, οις ενεφάνισας το φως του προσώπου Σου, δώρα προσφέρουσι (…)».
Η μαγική νύχτα προχωρεί σιγαλινά μες στην απέραντη ολόλευκη γαλήνη και η συντροφιά των νέων ανθρώπων γιομίζει με τους μελωδικούς της ρυθμούς το θάλαμο και τις καρδιές.
«Ράβδος μυστική αναβλάστησας, Μαρία, ήνθησεν, Αγνή, εκ του άνθους ο Δεσπότης, ο κτίσας τους αιώνας και κατέχων τα σύμπαντα (…)».
Κοιμήθηκαν κάνα δυο ώρες και κατά τις πέντε το πρωί ξεκίνησαν. Είχε ξαστερώσει. Γυαλί ο ουρανός. Ένα γιομάτο φεγγάρι πέταε το φως του πάνω στο χιόνι κι έκανε τη νύχτα μέρα.
Όταν βγήκαν στο δρομάκι που σε φέρνει στη βελανιδιά, βλέπουν από μακριά τα ντουφέκια ν’ αστράφτουν στις αχτίνες του φεγγαριού. Τους σημαδεύουν πάλι. Πλησιάζουν προσεχτικά, πλησιάζουν και σταματούν κοντά στο δέντρο. Οι άγριοι φύλακες της παράγκας – φωλιάς, δείχνουν και τώρα τις σκοτεινές μορφές τους. Κάποια προσταχτική φωνή κατρακυλάει στα κλαριά και χώνεται στ’ αυτιά των φαντάρων μας.
— Με προσοχή υψώστε τα ντουφέκια! προστάζει ο επιλοχίας.
Αργά, σαν πούπουλα υψώνονται οι κάννες των ντουφεκιών και σημαδεύουν. Τα μάτια στραφτοκοπούν κι ανταμώνουν σπιθίζοντας. Κοιτιούνται πολλή ώρα.
Πόσο κράτησε αυτό, ποιος μπορεί να μετρήσει τέτοιες φοβερές στιγμές. Μπορεί κι ένα δευτερόλεπτο, μπορεί κι έναν αιώνα! Ποιος ξέρει.
Κάποια στιγμή ξαναπέφτει η φωνή άγρια, απειλητική. Μετά βροντά μια ντουφεκιά, και, προτού να σβήσει η βουή πέρα στο λαγκάδι, το δέντρο αστράφτει και χάνεται μέσα σ’ ένα περίλαμπρο φως. Ύστερα αυτή η λάμψη ξεχύνεται στα ύψη και σβήνει σαν διάττοντας αστέρας στο χάος τ’ ουρανού.
Όταν άνοιξαν τα μάτια οι φαντάροι μας, βλέπουν πάνω στην ξύλινη εξέδρα τρεις ανθρώπους γονατιστούς, με τα ντουφέκια πεταμένα δίπλα, άπραγα, τα χέρια υψωμένα κατά τη μεργιά που έσβησε η λάμψη, να προσεύχονται. Τα σκληρά χαρακτηριστικά τους έχουν χαθεί. Τα πρόσωπά τους, τώρα, λουσμένα στο ουράνιο φως, γιομάτα καλοσύνη.
Απαλός ψίθυρος ακούγεται η φωνή του επιλοχία:
— Μπρος, παιδιά, πάμε!
Αργά σηκώνονται οι οπλές και τ’ άλογα ξεκινούν, με περίσκεψη, λες, αλλάζουν βηματισμό και προχωρούν.
Μέσα απ’ το βαθύ πέλαγο τ’ ουρανού, απ’ την κόχη του κόσμου, μεταλλικός, γλυκός ακούγεται ο αγγελικός ύμνος που γιομίζει την πλάση:
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ
και επί γης ειρήνη,
εν ανθρώποις ευδοκία».
ΦΩΤΟ: ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Πίνακας ζωγραφισμένος με το στόμα από τον ΙΑΝ ΠΑΡΚΕΡ)
ΕΦΗΜ. ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΕΩΡΑ / 21-12-2012
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!